Κάποια Χριστούγεννα στο μπαρ Σπιλ

Για όσους διανυκτερεύουν εκεί έξω
με μια πληγωμένη αγάπη στην καρδιά τους,
για αυτούς μόνο
το μαγικό κονσέρτο
B Rossette” του Σιν Τζιν Κιμ
από το δράμα «White Tower».

 

Το μπαρ Σπιλ βρίσκεται κάπου στο κέντρο της πόλης. Διαθέτει τους θαμώνες του, το αρχαίο του ντεκόρ, μερικά κάδρα αφηρημένης τεχνοτροπίας. Η μπάρα του είναι επενδυμένη με δέρμα και εδώ και εκεί φαίνονται τα σημάδια από τα χέρια που ακούμπησαν εκεί επάνω, χέρια νικημένα, άψυχα, που έχουν φτιαχτεί μονάχα για να σηκώνουν το ποτήρι, ξανά και ξανά. Πόσοι περαστικοί δεν βρέθηκαν μες στο σκοτεινό του περιβάλλον, πίνοντας βιαστικά το σκέτο τζιν που θα τους κρατήσει όρθιους σε μια απαιτητική περίσταση. Και πόσοι δεν ξανάρθαν σε τούτο το μαγαζάκι το ταπεινό και το παλιό, αποχωρώντας με κάτι γερμένα μάτια και βήματα αβέβαια. Αν μπορούσε να μιλήσει το μπαρ Σπιλ θα είχε τόσα πολλά να διηγηθεί. Για διαλυμένες ψυχές και ολομόναχους θαμώνες που βρήκαν μια στάλα παρηγοριά μες σε εκείνο το σύμπαν, το ποτισμένο με καπνό και τη γλύκα του πιοτού που μένει πάνω στα πράγματα και καθιστά ακόμη πιο αφηρημένες εκείνες τις κορνίζες που σας είπα.

Απέναντι από το μπαρ Σπιλ λειτουργεί νύχτα μέρα ο παλιός κινηματογράφος. Κάθε τόσο ξερνά θεατές και πάλι αρχινάει τις προβολές. Διαλέγει τα ασπρόμαυρα, παλιά φιλμ που δεν είναι καθόλου της μόδας πια μα διατηρούν αμείωτη μια γοητεία, απολύτως συνυφασμένη με την υπόθεση του χρόνου που πέφτει σαν σκόνη πάνω στις ζωές μας. Και λίγο πιο δίπλα, το παιχνιδάδικο που τέτοιες μέρες έχει την τιμητική του. Σε κάθε άνοιγμα της πόρτας ευτυχισμένα παιδικά πρόσωπα βγαίνουν κρατώντας σακούλες παραγεμισμένες παιχνίδια. Τίποτε άλλο δεν μετράει για εκείνα και καθώς στέκουν εμπρός στα λαμπιόνια μπορείς να δεις τι σημαίνει μια στάλα ευτυχία. Έπειτα όλα χάνονται και τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να κάνει λιγότερο φωτεινή τη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα του παιχνιδάδικου. Πόσο διαφορετική ατμόσφαιρα διαθέτει σε σχέση με το μπαρ Σπιλ που παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο εδώ και χρόνια. Εκεί μέσα το ποτό έχει την τιμητική του και κανείς δεν μιλά. Μονάχα κάτι σκόρπια τραγουδάκια, άλλα γνωστά, άλλα παλιά με φωνές γραφικές και στίχους που μιλάνε για αγάπη, σπάνε κάπως τη μονοτονία στο μπαρ Σπιλ. Εκείνοι που συχνάζουν τακτικότερα έχουν πειστεί πως δεν υπάρχει ελπίδα και πως ο κόσμος μπορεί επιτέλους να πνιγεί μες σε έξι δάχτυλα ουίσκι. Δεν τους καίγεται καρφί για την πόλη που λάμπει και αλλάζει χρώματα όσο πέφτει η νύχτα και ερημώνει. Τα βράδια μόνον κάτι ήρωες τριγυρνούν στους δρόμους της, το πρώτο μπαρ που συναντούν τους καταπίνει και όταν ξεμυτίζουν πια, τίποτε δεν θυμίζει εκείνη την αγωνία που τους έφερε ως τα ποτοπωλεία, μικρά παρεκκλήσια για ψυχές γεμάτες αμαρτία και πόνο παντού διάσπαρτα στην πόλη που μελαγχολεί επικίνδυνα.

Ο Φέρντι μαζεύει τα κομμάτια του. Το μπαρ κλείνει, για αυτόν δεν υπάρχει κανένας προορισμός εκεί έξω. Μόνο το διαμερισματάκι του, σκοτεινό και εκείνο, με τη λίγη θέα του και τα χνάρια όσων κάποτε πέρασαν από εκεί. Ο Φερντ κρατάει μια σακούλα με δώρα και αφήνεται στην παγωνιά των δρόμων που κάπως θα τον συνεφέρουν μα τίποτε δεν μπορούν να κάνουν για να πάρουν τη θλίψη του. Η πόλη θολώνει, κάτι λίγοι περαστικοί τον προσπερνούν και συνεχίζουν στο πουθενά τους. Μόνο αν είχε κάποιον για να πει δυο κουβέντες, μόνο αν μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο ή καλύτερα να εμφανιστεί εμπρός της, να της πει συγνώμη και έπειτα να προχωρήσουν ίσια στο θαύμα που ξυπνά μια ανόθευτη αγάπη μες στις καρδιές των ανθρώπων. Θα μπορούσε να της προσφέρει τον εαυτό του, ένα δώρο μόνο για εκείνη ή μια συγνώμη που δεν κρατάει καμία άμυνα και στέκει εκεί, εμπρός της , με έναν ψίθυρο, τίποτε περισσότερο. Και αν η καρδιά της είχε σκληρύνει με τα χρόνια, εκείνος θα ένιωθε πως είχε κάνει τα πάντα και πως μερικές φορές πρέπει κανείς να παραδέχεται πως μια αγάπη πέθανε και πάει.

Και όσο σκεφτόταν, ένιωθε τη γεύση του ποτού στα χείλη του και τα βήματά του βάραιναν. Δεν ξέρει για πού τραβάει, μόνο πως ετούτες οι γειτονιές του μοιάζουν κομματάκι. Του κλείνουν το μάτι και συναγωνίζονται τη μελαγχολία του. Επειδή ασχέτως της έκβασης που παίρνει ένας έρωτας, η πόλη γερνάει μαζί του εδώ και καιρό. Και θυμάται και νοσταλγεί και αντιστέκεται – όχι όπως εκείνος που έχει λησμονήσει το κουράγιο του που κάποτε τον ανέδειξε ως ένα σπουδαίο άνδρα. Στη βιτρίνα απέναντί του μια ζωγραφιά φαντάζει απλόχερη μοναξιά, όσο ο χρόνος ξεφτίζει τριγύρω. Ένας πλανόδιος μουσικός παίζει μια μελωδία λίγο πιο πέρα και είναι νανούρισμα για την πόλη που αποκοιμιέται εδώ και εκεί, με το μέικ απ της χαλασμένο, με μάτια βουρκωμένα. Γιατί δεν παραδίνεται στη ζωή που έφτιαξε, γιατί προσπαθεί να την κερδίσει ξανά, τι αξία έχουν αυτά τα δώρα που σέρνει πίσω του και έχουν χάσει πια τη λάμψη τους. Γιατί Φέρντι να προσπαθείς ακόμη αφού δεν πάει καιρός που ξεστόμισες εκείνα τα σκληρά σου λόγια;

Για μια στιγμή σταμάτησε το βήμα του. Την είδε μες στην καρδιά του να χαμογελάει συγκαταβατικά, να παριστάνει πως είναι ευτυχισμένη, σίγουρη, βέβαιη για το μέλλον της αγάπης τους. Την είδε να σωπαίνει όταν οι φίλοι την ρωτούν για τον Φέρντι, να φεύγει βιαστικά, να αναρωτιέται επάνω στη στιγμή που μικραίνει, τι τάχα πάει στραβά μαζί της και ερωτεύεται τόσο εύκολα αγόρια σαν τον Φέρντι. Κάνε Θεέ μου να μετανιώσει, να τον γυρέψει μια μέρα σαν και αυτή, απελπισμένη για την απουσία που μεγεθύνεται από την αγάπη. Έπειτα συνέρχεται και νιώθει πως εκείνη τον ξέχασε πια, πως τώρα φτιάχνει από την αρχή μια αγάπη για να κρατηθεί.

Δεν τα χρειάζεται όλα αυτά ο Φέρντι, τα δώρα δεν τα χρειάζεται και έτσι τα αφήνει στη γωνιά ενός δρόμου για εκείνον που έχει μια αγάπη ζωντανή να μεγαλώσει και φέτος. Μόνον το χαρτί του περιτυλίγματος, μόνον αυτό θα κρατήσει και θα σταθεί έξω από την πόρτα της, μέχρι εκείνη να ξέρει πως καμιά φορά δεν διαθέτουμε τίποτε άλλο για να προσφέρουμε παρά μόνο τον εαυτό μας. Ο ίδιος θα γίνει το δώρο της, μια ψυχή σαν εκείνες της Ντίκινσον που πεθαίνουν κάθε μέρα. Στο φόντο της πόλης η αγάπη που όσο γερνά ποτέ δεν γίνει σοφότερη, στην αγκαλιά της εκείνος, τυλιγμένος με το γυαλιστερό χαρτί του αμπαλάζ. Ή όλα ή τίποτε, σκέφτεται και ακουμπά στην γωνιά του δρόμου κάτω από τα βρόχινα σύννεφα.

Ξημερώνει και εκείνη στέκει απέναντί του. Τον παρατηρεί με το γυαλιστερό του χαρτί, ασάλευτο και παγωμένο. Γύρω του μαζεύτηκαν τα φύλλα των δέντρων και η σιωπή παραμένει απέραντη. Όλα σχεδόν μπλε, όπως οι τζαζ στίχοι και η νωχελική τρομπέτα του Τσατ Μπέικερ. Το λίγο χιόνι που πέφτει και πέφτει και πέφτει, οι αναμνήσεις που συσσωρεύονται, που στοιβάζονται και κορυφώνονται, η βαθιά συνείδηση που κανείς δεν ξεγελά. Και κάτι από την ποίηση που μας βρίσκει στο τέλος, έτοιμους να αναμετρηθούμε μαζί της. Σκουπίζει τα μάτια της και γέρνει πλάι του όσο το πλήθος που ξυπνάει στροβιλίζεται γύρω τους, σαν τις δεινές χορεύτριες των μπαλέτων. Πίσω από το περιτύλιγμα ο Φέρντι αποκοιμήθηκε για πάντα όσο τα κορίτσια που τρέμουν και περνούν βιαστικά για τα σκληρά τους πόστα γεμίζουν με φώτα όλη εκείνη τη σκοτεινιά. Μα ο Φέρντι δεν μένει πια εκεί και οι άνθρωποι του δήμου αναλαμβάνουν τη μεταφορά της σορού του. Λένε ένα δυο «καημένε, τι να σου συνέβη» και έπειτα χάνονται μες στον πολύβουο δρόμο. Τώρα ο ήλιος σβήνει τα πάντα και ο Φέρντι μοιάζει κιόλας μια παλιά ιστορία με άσχημο τέλος.

Και εκείνη; Άραγε πώς να νιώθει εκείνη; Μα σαν το παιδί που πήρε επιτέλους το δώρο του μα είναι ο καιρός πια περασμένος και κάτι χάθηκε δίχως ποτέ πια να μπορεί να επιστρέψει. Το μόνο για το οποίο ένιωσε μια κάποια σιγουριά, είναι η αγάπη του Φέρντι και ένας πόνος θανάσιμος. Αργότερα στη δουλειά την ρωτήσανε για το δώρο της. Εκείνη στην αρχή δίστασε μα έπειτα παραδέχτηκε πως ήταν το καλύτερο που είχε λάβει ποτέ της. Και όλοι της είπαν πως έτσι όπως μιλούσε για εκείνη την αγάπη, το κάθε τι έμοιαζε με μια βιολέτα πνιγμένη στην ομίχλη.

Στο μπαρ Σπιλ εν τω μεταξύ, τίποτε δεν άλλαξε. Μόνον που οι φίλοι χάσανε τον Φέρντι και τώρα πίνουν για λογαριασμό του ένα ποτό ακόμη όσο τα λαμπιόνια φωτίζουν ρυθμικά την ακρωτηριασμένη εγκαρτέρηση μας. Αν όμως θέλεις να μάθεις για όλα αυτά πέρνα απόψε από το μπαρ Σπιλ να σε κεράσω κάτι. Θα βρίσκομαι στο βάθος του μαγαζιού, στις εσχατιές του ποιητικού ποτοπωλείου που έκανε να ξεχωρίζει τώρα και για πάντα ο Νίκος Καρύδης. Θα πιούμε στην υγειά του Φέρντι, αν έρθεις.

Α.Θ