Η ρωγμή του κυρίου Ντάγκλας

Στάθηκε στην άκρη της αποβάθρας. Πάντα στην κόχη του μοντέρνου γκρεμού, να τον παρασέρνουν οι συρμοί που εισβάλλουν φρενιασμένοι στον σταθμό. Πίσω του τα λαμπιόνια αναβοσβήνουν ρυθμικά και χρωματίζουν τα πάντα μες στο αίμα. Κανείς δεν γλιτώνει από τα κατακόκκινα φώτα. Σε κάποια άλλη περίσταση θα πρωταγωνιστούσε σε ένα παράξενο ποίημα, όμως σήμερα, ξυπνάει μες στην καρδιά της πόλης και επαναλαμβάνει όλες τις γνώριμες κινήσεις.

Ο συρμός φθάνει, ξερνάει τους υπαλλήλους της πρωινής βάρδιας, ένας διαπεραστικός ήχος και μετά από ένα μόλις λεπτό, τα βαγόνια γίνονται ιστορία. Ταξιδεύουν μες στις γαλαρίες φορτωμένα με τους πρωινούς υπαλλήλους, η καρδιά τους παραμένει σφιγμένη, οι λαιμοδέτες τους πνίγουν τον λαιμό, σφίγγουν τις λαβές των αποσκευών τους, κάποιοι κοιτάζουν επίμονα και προσπαθούν – αν επικεντρωθείς στο ύφος τους, θα το δεις δίχως αμφιβολία – να θυμηθούν το όνειρο που σκόρπισε με τον ήχο του ξυπνητηριού. Ένα φιλί που δεν δόθηκε, ένα τοπίο που θρυμματίστηκε σε χίλια κομμάτια, μια πόλη που δεν υπάρχει πια, ένας φίλος από καιρό χαμένος που έρχεται για να μην ξεχάσεις αφού τότε κάποιος πεθαίνει για δεύτερη φορά. Και είναι σκληρό, τόσο σκληρό να μην θυμάσαι το όνειρο, ένα πανόραμα από επιθυμίες που πνιγήκανε στα νερά του πρωινού.

Ο συρμός φθάνει στον προορισμό του. Οι επιβάτες σκορπίζουν σε αναρίθμητες κατευθύνσεις, κάποιοι τρυπώνουν σε ένα γυάλινο μέγαρο και αυτό είναι το τέλος. Σε λίγο παντού στην πόλη θα επικρατήσει μια αθεράπευτη ησυχία. Στους ψηφιακούς πίνακες που χάσκουν πάνω από τις μεγάλες λεωφόρους οι τιμές των μετοχών θα αποκαλύψουν τι πρέπει να περιμένουμε από αυτή εδώ τη ζωή. Η βίαιη, απαρατήρητη φτώχεια θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη και θα κυκλώσει την πόλη. Ένας κόσμος που από τον αχό περνά στο φως και έπειτα πουθενά δεν στέκει και κυλάει στο σκοτάδι. Οι ψηφιακοί πίνακες του Σίτι δείχνουν τον δρόμο στους χαμένους αυτού του αιώνα.

Τρυπώνει μες στο κτίριο και χάνεται προς την πλευρά του κλιμακοστασίου. Για μια στιγμή συλλογιέται πως αυτός ο γίγαντας από χάλυβα μοιάζει πολύ με εκείνο τον γίγαντα από την ελληνική μυθολογία. Τον Κανένα που ξελόγιασε ο Οδυσσέας και έπειτα κάτω από τα πόδια του, εκείνος και οι σύντροφοί του, βρήκαν τον δρόμο της ελευθερίας. Κάπως έτσι περνά μες στον κόσμο της μισθωτής εργασίας μαζί με άλλους πολλούς, πουλιά και κήτη και άγρια αρπαχτικά που καραδοκούν στους ορόφους. Έξω η ζωή προχωρεί με τις ροές και το πρίμο αγέρι της, με τους ευτυχισμένους που τα κατάφεραν και με τα περιθώρια της. Με τις επιληπτικές καλόγριες και τα νεκρά παιδιά, τους πάμφτωχους χωρικούς, τους τρελούς, τους φυλακισμένους, τα φρέσκο και τα αγάλματα με την πατίνα του χρόνου εδώ και εκεί.

Στο γραφείο του τον περιμένει μπόλικη δουλειά. Κάτι κίτρινες, πλαστικές λυσιμαχίες πάνω στο γραφείο δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά και αποδίδουν στα πάντα μια αίσθηση μελαγχολική. Έξω ένας θεόρατος γερανός στήνει στην οροφή του απέναντι κτιρίου μια διαφημιστική πινακίδα. Το κορίτσι που αποκαλύπτεται διαθέτει σπάνια ομορφιά, μισάνοιχτα χείλη και έχει γυμνό τον λαιμό της, ξυπνώντας μια ακαθόριστη επιθυμία. Χαμογελάει όλο υποσχέσεις, οι εργάτες σφυρίζοντας ρίχνουν τους τίτλους τέλους, ο γερανός εξαφανίζεται και τώρα το κορίτσι λάμπει μες στη μοναξιά του, μια πινελιά ανθρώπινη πάνω σε τόνους χάλυβα και γυαλιού, ένας άλλος δρόμος για τον έρωτα.

Το αφεντικό τα βάζει μαζί του. Έχει καθυστερήσει δέκα ολόκληρα λεπτά, εδώ λειτουργούμε με κανόνες, αν δεν το μπορείς η πόρτα είναι εκεί, το καπέλο σας δεν είναι κατάλληλο για τούτη εδώ την εποχή, καιρός να αλλάξετε τροπάριο, θα αναγκαστώ να πάρω τα μέτρα μου και δεν θα είναι καθόλου ευχάριστο, συνέλθετε, περιμένουμε από εσάς ένα σωρό πράγματα, κοιτάξτε, γίνομαι αυστηρός όταν απέναντί μου έχω έναν άνθρωπο με δυνατότητες, καλημέρα σας, θα πρέπει να καλύψετε τον χαμένο χρόνο. Η πόλη θυμίζει μοντέρνες νωπογραφίες και ο ίδιος σπαράζει για τον εαυτό του. Νιώθει πως τούτος ο γκρεμός δεν έχει τέλος και είναι πάντα εκείνες οι ζωντανές ροδακινιές που του ξεσηκώνουν την καρδιά, η στάση του έρωτα, ένα φιλί κάτω από τη στέγη μες στη νύχτα. Ένα φιλί στο κορίτσι της διαφήμισης στ’απέναντι κτίριο, ακριβώς αυτό.

Το ραδιοφωνάκι αρχίζει να τραγουδά. Μια καλή βροχή αρχίζει να πέφτει , μια καλή βροχή πέρα από εδώ, πολύ μακριά από τα σιδερένια κτίρια που αντέχουν σε όλους τους καιρούς και ψηλώνουν την πόλη σε ένα μέγεθος έξω και πέρα από όλα αυτά. Πιο πέρα από τον ορίζοντα ξεπροβάλλει ένας πίνακας σκέτος σπινθήρας, μια ζωγραφιά γεμάτη από την ομορφιά ενός ποιήματος ή ενός πρωινού. Μέσα από το ραδιοφωνάκι ο τραγουδιστής το λέει καθαρά, μια προτροπή για να γκρεμίσεις τα πάντα, για να περάσεις λίγο πιο πέρα από το αχαλίνωτο και ακαθόριστο πέλαγο του μοντέρνου σου γραφείου, να ανακαλύψεις μια θάλασσα, μια χώρα μες στα μάτια ενός κοριτσιού, να βυθιστείς σε μια άγρια θάλασσα, ήρθε η ώρα για να περάσεις στην άλλη πλευρά.

Το αφεντικό του ζητάει να μην ξαναέρθει ποτέ. Τα πράγματά του στους διαδρόμους, μα δεν υπάρχει πια τίποτε που να μπορεί να τον κρατήσει. Μια τελευταία ματιά και κοιτάζει τα παράξενα πρόσωπα. Κάτι απλήρωτα νοίκια και ντυμένα κόκαλα, σκοτωμένες ελπίδες και αυτό είναι όλο.

Περνάς τη λεωφόρο, ανεβαίνεις την οροφή του απέναντι κτιρίου, το κορίτσι της διαφήμισης σε καλεί. Σε λίγη ώρα οι δυο σας θα γυρίσετε ένα πλάνο φιλιού που θα αφήσει ιστορία, σε λίγη ώρα θα επιστρέψεις στα δωμάτια μιας άλλης ηλικίας, σε λίγη ώρα, μονάχα σε λίγη ώρα θα ξυπνήσεις και πάλι μες στα ψυχιατρικά τοπία των παστέλ χρωμάτων, ερωτευμένος περισσότερο με εκείνο το κορίτσι, με μια μυστική ρωγμή κάπου στο δωμάτιο που βγάζει στην άλλη πλευρά. Στο όνειρό του, οι δυο τους σε ένα έρημο πάρκινγκ, σε ένα χωράφι, επιβάτες σε μια γρήγορη Μάστανγκ, σε ένα ξενοδοχείο, στην καρδιά μιας παιδικής χαράς με ξεχαρβαλωμένα παιχνίδια.

Η θεραπεία θα συνεχιστεί κύριε Ντάγκλας, μα εκείνος έχει κιόλας περάσει στην άλλη πλευρά. Το κορίτσι στο παράθυρο του συρμού που περνά ουρλιάζοντας από τον εφιάλτη του, τον πήρε για πάντα μαζί της.

Α.Θ