Οι δυο τους

Οι γκέι κοινότητες του Σαν Φρανσίσκο, της Νέας Υόρκης, του Παρισιού αποδεκατίστηκαν γράφουν τα αφιερώματα για την ασθένεια του AIDS που θυμηθήκαμε ξανά πως υπάρχει την 1η του Δεκέμβρη. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι προσβάλλονται ετησίως, ολοένα και περισσότεροι νέοι παλεύουν για την ζωή τους κάπου έξω στον κόσμο. Και όλες τους οι ιστορίες είναι πιο συγκινητικές, πιο ανθρώπινες και εξόχως πιο ηρωικές από την ιστορία του Αλβάρο και του Τζόνας.

Ο Αλβάρο και ο Τζόνας είναι κάτι παραπάνω από φίλοι. Ο Αλβάρο είναι τα μάτια του φίλου του. Και κάθε απόγευμα όταν ξεθεωμένοι βρίσκουν μια γωνιά μες στη νύχτα, ο Αλβάρο λέει τα πάντα στον Τζόνας.

Για τους φωτισμένους ουρανοξύστες της 101ης οδού, τον δρόμο που αδειάζει, τον χρόνο που περνά πάνω από κάθε τι σε αυτόν τον κόσμο, για τον κύριο Καπέλο που πουλά γλυκά στο απέναντι παντοπωλείο. Πόσο λυπημένος είναι Τζόνας, αν μπορούσες να τον δεις όταν βρέχει, η καρδιά σου θα γινόταν κομμάτια. Και όμως δεν μοιάζει καθόλου ξένος για τούτη εδώ τη λεωφόρο που σβήνει τα φώτα της και δίνει τα κλειδιά στη νύχτα. Όπως και  τα κορίτσια στις βιτρίνες με τα παγωμένα χαμόγελα και τις σειρές από ψεύτικες πέρλες στον λαιμό τους, κατακόκκινες από τις μαρκίζες, γεμάτες προσωπικότητα, κορίτσια μεταφυσικά που παραστράτησαν. Έι, Τζόνας και αν χαθείς μην τρομάξεις ποτέ, επειδή εγώ πάντα θα σταματώ και θα σε περιμένω όσο μακριά και αν είσαι. Ρώτα τα κορίτσια στις βιτρίνες, εκείνα ξέρουν περισσότερα από εμάς για τις νύχτες.

Τώρα ξημερώνει και οι δυο τους παίρνουν ξανά τον δρόμο. Η σκηνή της πόλης παραμένει δική τους, όσο τους κρατούν τα γερά τους πόδια και όσο ο Αλβάρο μπορεί και ξεχωρίζει τον ορίζοντα. Θα έρθουν δυσκολίες, μέρες που δεν θα καταφέρνουν να ζήσουν και θα πιστέψουν πως ήρθε ο καιρός να παρατήσουν κάθε προσπάθεια. Και μέρες ξέγνοιαστες, με έναν καθαρό ήλιο εκεί ψηλά, Τζόνας, να σου καίει τα μάτια.

Εμπρός του είμαστε όλοι τυφλοί Τζόνας, με τον ήλιο δεν τολμά κανείς να αναμετρηθεί, μην ξεχάσεις.

Κάθε Τετάρτη οι δυο τους τραβούν για το Νοσοκομείο των Απόρων και ο Αλβάρο κάνει την θεραπεία του, σίγουρος, βέβαιος πως όσο άσχημα και αν είναι τα πράγματα, υπάρχει πάντα λίγη μορφίνη και μια γλώσσα διακοσμητική και κάπως παρηγορητική για όταν θα χάνει το κουράγιο του. Οι δυο τους είναι μόνοι όταν η αρρώστια εξαπλώνεται στο κορμί του Αλβάρο, οι δυο τους το κέντρο του κόσμου που γκρεμίζεται. Μα κατά βάθος αγαπούν και οι δυο τους κάθε τι ζωντανό και έτσι μαθαίνουν να αντέχουν και περπατούν μαντεύοντας τραγούδια, χαιρετώντας τον κύριο Καπέλο που έχει γίνει φίλος τους και ας γερνάει κάτω από την παλιομοδίτικη στολή του. Τα παιδιά σε λατρεύουν ξέρεις του φωνάζει ο Αλβάρο και εκείνος παίρνει κουράγιο για να τα βάλει με τον εαυτό του που χθες βράδυ έπνιξε τη μοναξιά του στο φτηνό μπέρμπον.

 Η παγωνιά τους καίει το δέρμα, καμιά φορά βρίσκουν στασίδι στους ναούς ή σε κάποιο δημοτικό παρεκκλήσι μα σήμερα μοιάζουν όλα παγωμένα. Και είναι Τετάρτη και πρέπει να φθάσουν, πρέπει να φθάσουν με κάθε κόστος στο νοσοκομείο γιατί ο Αλβάρο χρειάζεται τα φάρμακά του. Μια ματιά πάνω του θα σε πείσει λέει ο Τζόνας και γελάει με το ακατόρθωτο αστείο του. Μα νιώθει πως ο σύντροφός του κρατιέται από το τίποτε και οι δυο τους βυθισμένοι ως το λαιμό στον χιονιά προχωρούν και κάθε τόσο χάνουν το βήμα τους μα προχωρούν, επειδή είναι η μόνη τους ελπίδα να φθάσουν. Λίγο ακόμη Αλβάρο, δυο τετράγωνα ακόμη και αυτό είναι και τώρα ο Τζόνας προχωράει φορτωμένος με τον φίλο που του δείχνει το δρόμο με όσο κουράγιο του απομένει. Οι δυο τους  βλέπεις γεννήθηκαν άνθρωποι και όταν ο Αλβάρο του είπε πως διαγνώστηκε οροθετικός εκείνος του έσφιξε τα χέρια και είπε θα κάνουμε ότι μπορούμε, μην το βάζεις κάτω, δεν θα σε αγαπήσω λιγότερο ποτέ πια.

Οι νοσοκόμοι παίρνουν τον Αλβάρο, ο Τζόνας απευθύνεται στην παγωνιά, κάποιος τον παρακινεί, νιώθει τη ζέστη και την μυρωδιά του φαρμάκου και όλο ρωτά για τον Αλβάρο, νιώθοντας κιόλας μισός, με μια αναπηρία να του διαλύει τη θέληση.

Από εδώ περάσανε κάποτε τα ανοιξιάτικα φαντάσματα των ποιημάτων, υπάρχουν παντού τα βήματά τους, χνάρια όσων δεν επέστρεψαν ποτέ. Δεν θα μπορούσαν παρά να ‘ναι παιδιά, όταν συμβαίνει καμιά φορά και δεν γυρίζουν ποτέ πίσω. Όλα τα νιώθει ο Τζόνας, ακόμη και τον φίλο του που παλεύει εκεί ψηλά για τη ζωή του σε κάποιο δωμάτιο, παραγεμισμένος με ένα σωρό φάρμακα που δεν μπορούν να τον σώσουν. Και ο Τζόνας που τον περιμένει ακούει όλο και πιο σιγανή τη φωνή του ιατρού, ξέρετε προσπάθησε, όμως το αίμα του ήταν πια χαλασμένο, έφυγε ήσυχα, δεν πρέπει να λυπάστε, η στατιστική μιλάει για βέβαια θύματα, σε μερικά χρόνια τα πράγματα θα είναι καλύτερα.

Το ακούς Αλβάρο; Σε μερικά χρόνια αγόρια σαν εσένα θα μπορέσουν να ξαποστάσουν, να αφεθούν στην ανεπανάληπτη πλήξη μιας ζωής δίχως κινδύνους. Δεν το ακούς φυσικά, αφού πια είσαι τόσο μα τόσο μακριά.

Έπειτα το ίδιο χαμηλόφωνα ο άνθρωπος του δήμου εξηγεί πώς πάει σε αυτές τις περιπτώσεις. Επειδή είναι Χριστούγεννα ξέρετε και επειδή τέτοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να μας απασχολούν πολύ, ξέρετε έχω δυο μικρά αγόρια που με περιμένουν, μην μείνετε απόψε μόνος, η διαδικασία προβλέπει μια υπογραφή, θα σας δείξω εγώ, μην φοβάστε, και βέβαια μπορείτε να κρατήσετε το φέρετρο, αν και είναι κομμάτι βαρύ μες σε αυτήν την παγωνιά και τα παιδιά της υπηρεσίας διαθέτουν καλή τεχνική και είναι συνηθισμένα να αντέχουν ακόμη και το μεγαλύτερο φορτίο, μα αν το θέλετε έτσι θα πρέπει όλα να έχουν τελειώσει προτού βγει το μικρό πορτοκαλί φεγγάρι, και βέβαια μπορείτε, τη γυναίκα μου την λένε Άγκνες, δεν πάει καιρός που σμίξαμε πάλι, και βέβαια μπορείτε να κουβαλήσετε εκείνο το φέρετρο, φαίνεστε δυνατός, τα παιδιά της υπηρεσίας ξέρουν βέβαια μα αν το θέλετε εσείς, δεν θα μπορούσα να τ’αρνηθώ, μόνο να βιαστούμε, πιάνει θύελλα, το φρύδι του δρόμου πάγωσε πέρα, λοιπόν τι λέτε;

Και ο Τζόνας, που στη θέση της καρδιάς του είχε μια τρύπα λαμπερής αγάπης και είχε ο καιρός ζωγραφίσει μελανιές και δάκρυα στο πρόσωπό του βρήκε κάτι από τη φωνή του και μπόλικο κουράγιο και είπε, δεν είναι καθόλου βαρύς, είναι αδελφός μου.

Ο Αλβάρο τάφηκε με όλες τις τιμές ενός φτωχού ανθρώπου. Τριγύρω πλάνα ερημιάς που σε σκοτώνουν και ο Τζόνας κάτω από τη βροχή, ίδιος με δέντρο και η ζωή που καλπάζει δοξαστικά μες στο ατέλειωτο φιλμ της. Θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι αλλιώς, κάτι καλύτερο από τα απλήρωτα νοίκια και τα ξεντυμένα κόκαλα, κάτι σαν βλέμματα γεμάτα ήλιο. Ναι θα μπορούσε Τζόνας και τώρα πέφτει μια βροχή καλή, μια βροχή πέρα από τη δυστυχία.

Και,

ο δρόμος είναι μακρύς
γεμάτος ανατροπές
μας πηγαίνει άγνωστο πού
όμως εγώ είμαι δυνατός,
δυνατός όσο χρειάζεται για να τον κουβαλήσω στις πλάτες μου
μια και δεν είναι βαρύς, είναι αδερφός μου
και κάπως έτσι προχωρούμε οι δυο μας
η τύχη του βρίσκεται στα χέρια μου
και δεν υπάρχει σύνορο για να μας κρατήσει
Όσο για μένα, ξέρω πως κάποτε θα φτάσουμε εκεί
και τίποτε δεν θα μας λυγίσει
επειδή δεν είναι βαρύς, είναι αδερφός μου.

Α.Θ