Το επισκεπτήριο

Εδώ πολυτεχνείο, εκεί Πολυτεχνείο, πουθενά το Πολυτεχνείο. Όλα γίνηκαν ανθολογίες και αναμνήσεις. Τώρα παιανίζει η Ελλάς η διαφωτισμένη με καθυστέρηση πεντακοσίων μόλις ετών. Ο ιδεαλισμός δείχνει τον δρόμο και ας μην φτιάξαμε ακόμη την καινούρια μας μεγάλη ιδέα, αυτή που θα μας πάει ίσια ως τον κατήφορο, και ξανά προς τη δόξα τραβά, χαίρε ω χαίρε. 

Κάτι τέτοια συλλογίστηκε και μεμιάς θυμήθηκε να προσέχει τα πατίνια που κατάκλυσαν τον κόσμο. Δεν κάνουν καθόλου θόρυβο, μήτε κορνάρουν και σε βρίσκουν αναπάντεχα, όπως όλα. Πηγαίνει να δει την Έλσα, οκτώ δεκαετίες την σκεπάζουν μα χαμογελάει ακόμη όταν τον βλέπει.

 Ακόμη και εκείνος που βάζει τα πράγματα στο ζύγι, νέος και ωραίος, ακόμη και αυτός που κάνει τόσο καλό στην μοναξιά της Έλσας, μήτε μια ματιά δεν κράτησε για το Πολυτεχνείο. Κάθε μέρα περνά μα δεν το κοίταξε, μήτε διάλεξε να περάσει απ’έξω. Τι να άλλαξε από τότε που τον πήγαινε ο πατέρας του, τι να ‘μεινε ίδιο κανείς δεν το ξέρει. Ο πατέρας έφυγε και αυτός, κατοχυρώθηκε μερίδα στους αιώνες, ένα φωσάκι μες στην νύχτα και τίποτε. 

Και το Πολυτεχνείο; Α, ταξιδεύει και αυτό με τα χρόνια ρίχνοντας τον ίσκιο του πάνω στην Πατησίων που καταρρέει μες στην παλαιότητά της. Το Πολυτεχνείο με την προτομή του, με τα τριαντάφυλλα και με τη ματωμένη του σημαία, το Πολυτεχνείο με τους πλανόδιους εμπόρους και τους παπατζήδες του που σβήστηκε πρόχειρα από τα σχολικά βιβλία, αφήνοντας μια μουτζούρα, κάτι επίσημους, μια σημαία ματωμένη, μερικές δεκάδες υψωμένες γροθιές. 

Μια νέα πόλη γεννιέται, σε όλα τα κτίρια της Πατησίων πέφτουν λευκοί μουσαμάδες. Από πίσω, σαν τους φροντιστές του θεάτρου, οι τεχνίτες ετοιμάζουν την καινούρια πρόσοψη. Είναι τα περίφημα στρώματα της πόλης μόνο που τούτη τη φορά θα πρέπει να ξεφυλλίσεις σαν σ’όνειρο, εκείνους τους μουσαμάδες. Τις νύχτες οι καθαριστές σβήνουν τα συνθήματα και οι φοιτητές σαστισμένοι κρατούν μια απόσταση από εκείνο που θα πρεπε να τους ανήκει. Στις σχολικές τάξεις μια σύντομη αναφορά, κάποιος είπε πως δεν υπήρξαν νεκροί, κάποιοι συμφώνησαν, οι ελεύθεροι σκοπευτές γελούν πίσω στις δεκαετίες. Μου είχε μιλήσει ο πατέρας για αυτούς, που ρίχνανε έλεγε στο ψαχνό και εκείνος χώρισε με το κορίτσι του, ποτέ δεν το ξανάδε. Δεν θα’ταν έρωτας μεγάλος, συμπλήρωνε γελώντας, αφήνοντας έναν υπαινιγμό. Έφθασε μόνος ως τον Βύρωνα, φοβισμένος, έξω συλλαμβάνανε όσους βρίσκανε, το τέλος ερχόταν πάντα με ανεξέλεγκτες δυνάμεις, σαν την τελευταία διαύγεια του ετοιμοθάνατου που περνά στην άλλη πλευρά. 

Εδώ Πολυτεχνείο, εκεί Πολυτεχνείο, πουθενά το Πολυτεχνείο. Μόνον κάτι αναφορές και τα απέραντα δάκρυα , μια πικρή γιορτή για τα πρωτοβρόχια του Νοέμβρη, μην θαρρείς Έλσα πως απέμεινε κάτι περισσότερο. Ο Παζολίνι αντίκρισε κάποτε την Μπολόνια να φτερουγίζει μαζί με τα παλάτσο και τα μπορδέλα και τα αναψυκτήρια της. Κάπως έτσι μας άφησε το Πολυτεχνείο, πήρε τις ιδέες του και μας εγκατέλειψε. Το προτίμησε καλύτερα από τους καπηλευτές που έπονται των τεχνιτών και των καθαριστών και που κουνάνε θηριώδεις σημαίες από τα μπαλκόνια τους. Πήρε τη γενιά του και χάθηκε στα στενά πάνω από την Τοσίτσα, αφάνταστα λυπημένο. Δεν το θέλουν μες στην ιστορία το Πολυτεχνείο, δεν θέλουν να ξέρουν τι σημαίνει, δεν προσφέρεται για καπηλεία. Και αν κάποιοι βγάλανε από τούτο το ποντάρισμα της ιστορίας, τώρα παίζουν και τα ρέστα τους, χρωστούν τόσα και ήρθε η ώρα λήθης. Ο καιρός που όλα τα σαρώνει δεν θα τους αφήσει σε ησυχία. Δεν τους θέλουν τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, επειδή κοστίζουν πολύ και εμπνέουν και δείχνουν έναν άλλο δρόμο που χάσαμε για πάντα. Τώρα στα απογευματινά σόου το Πολυτεχνείο έρχεται στο σαλόνι σου, μες στην κουζίνα, ανάμεσα στα φασόλια που φουσκώνουν σαν την υπομονή σου και τον απορροφητήρα που δουλεύει αδιάκοπα, τραβώντας τις μυρωδιές για να μην λερωθείς. Η δική σου η ζωή δεν μυρίζει τίποτε, είναι ηλεκτρονική, διαδικτυακή , το σαλόνι σου γέμισε με πολύχρωμες διαφημίσεις, λίγο ακόμη και θα γίνεις χαρακτήρας σαν εκείνους των κόμικ. Πώς να ακούσεις το σήμα που έρχεται ασθενές από τις δεκαετίες, τόσοι θόρυβοι, ένας τέτοιος αιώνας είναι και αυτός εδώ που μόλις και περνά στην ενηλικίωσή του. Έχει πολλά να μάθει και να θυμηθεί. Προς το παρόν το Πολυτεχνείο, μια γενιά, σαν αυτή της κατοχής και του μεσοπολέμου και της δικής μας, αυτοματοποιημένης επανάστασης που αντανακλαστικά παρασέρνει τον κόσμο σε μια άλλη ζωή, μένει πίσω. Θα βρίσκεται πάντα γαντζωμένη στην πύλη που έπεσε πατριωτικά, με ασπρόμαυρο φόντο και κακογραμμένα πλακάτ, έτοιμη να πεθάνει ή να αλλάξει τον κόσμο. Δεν μας μιλά, μόνο κοιτάζει τα χρόνια που ήρθανε, τα λάθη που γίνανε. Δεν μας μιλά πια εκείνη η γενιά, μόνο τραυλίζει Έλσα, πάει να πει πως γίνεται ένα διακεκκομένο νεύμα μες στον χρόνο. 

Να μια μεγάλη ιδέα, Έλσα, της είπα. Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Πάει καιρός που έχει αποτραβηχτεί από τ’ανθρώπινα. Την βρήκα να μου γελά, κάτω από σκεπάσματα με λουλούδια και αναρριχητικά φυτά. Ο ιατρός λέει πως οι άνθρωποι αυτοί ποτέ δεν επιστρέφουν. Το’πε και ο Λειβαδίτης ιατρέ, για αυτόν τον κίνδυνο μίλησε κάποτε ο ποιητής, μην λέτε τίποτε περισσότερο. Και όμως Έλσα, η ιδέα του Πολυτεχνείου παραμένει μεγάλη και ατράνταχτο το επιχείρημα εκείνων των παιδιών. Δεν είναι η συλλογική πράξη, είναι ετούτη η μερίδα των αθώων και των ανυποψίαστων που δεν πίστεψαν ποτέ πως μπορεί κάποιος να δώσει εντολή και να ρίξει την πύλη. Ακόμη και ο πατέρας όταν μιλούσε για αυτά τα πράγματα χαμήλωνε τη φωνή του και έδειχνε κάμποσο σεβασμό. Να μια καλή ιδέα Έλσα, σκάψε, βρες μες στα μεταλλεία εκείνο το ακριβό υλικό που κάνει την ιστορία μύθο και συνείδηση κοινή. Ψάξε Έλσα, ψάξε, να μην πεθαίνεις, διάλεξε συμβολικά την κάθε μέρα, ψάξε Έλσα, ψάξε από την αρχή τα ονόματα εκείνων των αγγέλων πάνω στα κιγκλιδώματα, ψάξε, μάθε, ρώτα και έπειτα ρίξ’τα όλα σαν ποίηση μες στην ζωή σου, την τωρινή μα και εκείνη που θα’ρθει, που φτάνει και είναι κιόλας εκεί στην γωνιά του δρόμου. Και ας έγραψα πως έφυγε το Πολυτεχνείο, πως εγκατέλειψε την πόλη του και άφησε εκεί μόνο ένα μουσαμά να παιανίζει. Αν το θελήσεις όλα θα  επιστρέψουν και εσύ θα έχεις μια ευκαιρία για ευγνωμοσύνη. Ψάξε Έλσα, ψάξε πίσω από τις ρεκλάμες, πέρα μακριά από την ξενιτιά μας. 

Η Έλσα έζησε μερικούς μήνες ακόμη. Εγώ πάντα περνώ από το Πολυτεχνείο, λέω μια δυο κουβέντες με τον πατέρα μου και φεύγω. Οι μουσαμάδες με χαιρετούν και εγώ φεύγω, φεύγω Έλσα.

Α.Θ