Αναστάσης Πισσούριος | Η γλώσσα, ο εχθρός του συγγραφέα

© Humberto Rivas

Ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται με το έργο του και δεν μπορεί να είναι το έργο του ακριβώς επειδή ο ίδιος που το γράφει είναι ταυτόχρονα και πολλοί άλλοι. Όχι, ο συγγραφέας δεν είναι το αφηρημένο Εγώ που εργάζεται απομονωμένο από τον κόσμο ούτε συνοψίζει με την ιδιότητά του μια μονάδα στη μεταφυσική σχέση του με κάτι απροσδιόριστο. Αντιθέτως, ο συγγραφέας είναι παρών στο έργο στο βαθμό της σχέσης του μ’ αυτό, όσον εξίσου δηλαδή αφορά και τον αναγνώστη. Η σχέση που αναπτύσσεται με το έργο του τον καθιστά υπεύθυνο για την ίδια τη σχέση κι όχι αποκλειστικά στο ίδιο το έργο ή τον εαυτό του. Η υπευθυνότητά του όμως δεν έγκειται σε κάποιου είδους υπεροχή ή προνομιακή θέση και φυσικά δεν τοποθετείται σε κάποιο βάθρο μιας αθάνατης παρουσίας ως μονάδα που αρέσκεται στην αυθεντία της. Ο συγγραφέας έχει έναν και μοναδικό εχθρό κι αυτός είναι η γλώσσα. Η γραφή, το έργο του δηλαδή, λειτουργεί στα χέρια του ως ένα αμυντικό σύστημα προστασίας από τη γλώσσα. Αν ο συγγραφέας έχει την πεποίθηση ότι η γραφή προσεγγίζει το είναι της γλώσσας, η εμπιστοσύνη του σ’ αυτήν θα κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Η διαφορά της γλώσσας από τη γραφή έγκειται στο ότι η δεύτερη είναι ο τόπος όπου ο συγγραφέας εναποθέτει το περιττό βάρος της γλώσσας. Η γλώσσα γελάει κρυφά γιατί γνωρίζει ότι της ανήκει κι αυτό το αμυντικό σύστημα. Παρόλα αυτά, στον ίδιο χρόνο, ο συγγραφέας λειτουργεί κι ο ίδιος ως ένα σύστημα από σχέσεις μεταξύ του ιδίου και του κόσμου, δηλαδή της κοινωνίας. Στη σχέση αυτή ο φορέας της γραφής κινείται ακατάπαυστα σ’ έναν ιστορικό άξονα που τον ωθεί σε λογοτεχνική παραγωγή. Εντός μιας τέτοιας κίνησης η επιθυμία του συγγραφέα να γράψει το τάδε ή το δείνα δεν εγγυάται την απόλυτη συνειδητότητα αυτού που γράφεται. Η γραφή γίνεται σε μεγάλο βαθμό έρμαιο της μέγγενης της ιστορίας και παράλληλα της ίδιας της γλώσσας. Ο συγγραφέας γράφει μεταξύ άλλων και αυτό που η ιστορία του επιβάλλει ως εξαναγκασμό του να ζει την εποχή του. Παράλληλα, υποφέρει και από τη γλώσσα. Είναι μια βάσανος υποφερτή τόσο όσο για να κινούνται τα δάκτυλα. Η γλώσσα παραβιάζει βίαια το Είναι του συγγραφέα· μια βίαιη τιμωρία τον ακολουθεί επειδή τόλμησε να την εκμεταλλευτεί. Κάπως έτσι εξοπλίζεται η κριτική της λογοτεχνίας μπροστά σ’ ένα λογοτεχνικό έργο. Το καθήκον της κριτικής δεν είναι ν’ αποκαταστήσει τη σχέση του συγγραφέα και του έργου του με τον αναγνώστη ούτε τον δεσμό του συγγραφέα με τον εαυτό του. Αν επιθυμούμε ν’ αποκρυπτογραφήσουμε τον συγγραφέα στην εποχή μας, θα πρέπει να είναι μέσα από τη μάχη που δίνεται – αν δίνεται – μεταξύ του ναρκισσιστικού του καθρέφτη και της ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής του παρουσίας ως παραβίαση του Εγώ του. Έχω την πεποίθηση ότι μια ψυχογραφική χαρτογράφηση του συγγραφέα είναι στην παρούσα φάση σχεδόν παραπλανητική. Αντ’ αυτού, η σχέση μεταξύ συγγραφέα, έργου κι αναγνώστη έχει υποθέτω περισσότερη βαρύτητα και μεγαλύτερο εύρος όσον αφορά τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς που προκύπτουν. Η απεμπλοκή του συγγραφέα ως αυθεντία δημιουργεί χώρο για επανεξέταση των κενών σημείων που προκύπτουν απ’ αυτή τη σχέση. Κατά μήκος των κενών διαμεσολαβητικών τμημάτων της σχέσης διενεργούνται κάποιες ρευστές λειτουργίες που χρειάζονται ανάλυση και ερμηνεία. Όσον αφορά τον συγγραφέα, όντας ο ίδιος ένα σύστημα σχέσεων, δεν εξαφανίζεται ως οντότητα αλλά φέρει μαζί του αυτό που έχει τη δυνατότητα να τον εξαφανίσει, τη γραφή. Η γραφή είναι δυνατή όχι μέσα από το σκληρό κέλυφος του Εγώ αλλά από τα θραύσματα του Εγώ που προκύπτουν με τη γραφή. Ο πλουραλισμός των Εγώ πρέπει να συγκροτεί το Είναι του συγγραφέα· πρόκειται για μια υπερβατική ανωνυμία η οποία βρίσκεται επώνυμα παρούσα στη γλώσσα και δη στο έργο. Ο συγγραφέας δεν τιθασεύει τη γλώσσα για να γράψει αλλά απλούστατα είναι το κάλεσμα της γλώσσας που τον εντάσσει στη γραφή. Η πράξη της γραφής υφίσταται μια ασφυκτική διαδικασία αγωνίας· ο εξαναγκασμός της γραφής τίθεται πλέον ως παραγωγική αποκάλυψη. Ο συγγραφέας φαίνεται να μην έχει χέρια αλλά σκιές και μ’ αυτές τις σκιές να ιχνηλατεί ως νύξη το άγνωστο. Η ιχνηλάτηση έχει μια εγγενή χρονικότητα και κινητικότητα – κάτι που ο συγγραφέας το γνωρίζει. Το έργο, απεναντίας, δεν έχει την εγγενή χρονικότητα την οποία θα επιθυμούσαμε να έχει. Το γεγονός ότι το έργο διατηρεί ένα άχρονο πάντα-ήδη κάνει τα πράγματα ακόμα πιο απαιτητικά. Σίγουρα, η μη-χρονικότητα του έργου δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι κατανοείται ένα έργο ως μια αφαιρετική οντότητα χωρίς πραγματική υπόσταση. Η άχρονη υπόσταση του έργου γίνεται κατανοητή με την αποδέσμευσή της από τον συγγραφέα έτσι ώστε να επιστρέψει πίσω στον χρόνο. Η αποδέσμευση συμβαίνει χωρίς να υποδηλώνεται φυσικά η εξαφάνιση της σχέσης του συγγραφέα μ’ αυτό. Με την αποδέσμευση προκύπτει η ανάγκη της παρουσίας του αναγνώστη. Το έργο χρειάζεται τον αναγνώστη, του είναι απαραίτητος. Ο αναγνώστης φαίνεται να είναι ο τελευταίος παραλήπτης της σχέσης συγγραφέα και του έργου αλλά το σχήμα δεν είναι ακριβώς αυτό. Το Είναι του συγγραφέα παραβιάζεται για δεύτερη φορά, τώρα από τον αναγνώστη, με αποτέλεσμα να συγκροτείται η διαμεσολάβηση εκείνη που χρειάζεται για να παραδοθεί το έργο μέσα στον κόσμο.

 


Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawiαπό τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.