Φλογοδίαιτος

Επιστρέφοντας στον
Νίκο Καρούζο.
Ανάπλι, τρίτη χιλιετία

 

Απλωνόταν σε πλάγιο λόγο η πεδιάδα του Άργους. Έμεναν πίσω οι αγροικίες και τα κλεισμένα εργοστάσια και οι πορτοκαλεώνες που βάφουν πορτοκαλί κάθε ουρανό. Οι πινακίδες μετρούσαν τα χιλιόμετρα και το Ναύπλιο υπήρξε ολοένα και εγγύτερα. Ο χειμώνας έπεφτε χιλιόμετρο το χιλιόμετρο και έλεγα απνευστί εκείνους τους σπάνιους τοίχους. Βγάλε ψυχή μου τραγούδι να πολεμήσω την Άνοιξη, ξένος είμαι σπίτι μου, ξένος στους δρόμους και οι άνδρες σπαρμένοι στα έρημα καφενεία να  με κοιτούν που διασχίζω τον δημόσιο δρόμο. Καλό δρόμο με μια μεγάλη σιωπή από εδώ ως την προκυμαία της πόλης που υψώνεται κάθε τόσο και ως το βράδυ θα ίπτανται λίγο πάνω από το κάστρο με τα κελιά του.

Θα πλησιάσω την προτομή του. Όπως κάνουν τα αγήματα θα αφήσω το άνθος και θα επιστρέψω αργά, λατρευτικά πίσω στη θέση μου. Και θα ρωτήσω εντός μου να μάθω την λέξη που τελειοποιεί τα ποιήματά του. Μα θα πάρω για απάντηση παρατεταμένες παύσεις και μια φούγκα που ανθίζει στο μπαλκόνι της πλατείας. Και έτσι θα βρει τη θέση της μες στον κόσμο ο στίχος που λέει, θα μπορούσε να είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στις πάνω δυνάμεις και τις κάτω δυνάμεις, τον ουρανό και τη γη, τον ήλιο και τις υποχθόνιες δυνάμεις ή τα παρόμοια.

Κατευθύνομαι στην καινούρια πόλη. Δεν είναι καθόλου όμορφη χτισμένη στον ανατολικό λόφο της παλιάς πόλεως. Έτσι εκείνη η καινούρια, η μοντέρνα πόλη μοιάζει με sujet et le reponse της εποχής μας. Ανηφορίζω δίχως τ΄αμάξι, πίσω μου τ΄Ανάπλι έχει γεράσει περισσότερο και ας μην το λένε τα χρυσά νερά του απογεύματος. Χωρισμένος ο κόσμος από τις συννεφιές και εγώ που γυρεύω το σπίτι του ποιητή. Credo, αναφωνώ και με όλη τη δυνατή θέρμη αναζητώ το σπίτι. Ρωτώ, κανείς δεν ξέρει, μόνο μια γυναίκα προφέρει ένα όνομα μικρό και μου δείχνει το βάθος του δρόμου. Εκεί ανάμεσα σε χορτάρια και άγρια βάτα να και ο ποιητής. Με το γκρίζο του κοστούμι και τη θέα της πεδιάδας που αρμόζει στην ώρα και το τοπίο. Ποιον ψάχνετε, ποιον, και πίσω του τα χελιδόνια φτιάχνανε με τα φρύγανα στα δέντρα ουράνιες φωλιές. Δεν του ΄πα μόνο φαντάστηκα βυζαντινές τεχνοτροπίες, εκεί εμπρός μου να φτιάχνουν ελικοειδή τα χορτάρια και τρυφερό τον υμέναιο με την ύστατη μορφή του.. Μου προσέφερε τσιγάρο, κίτρινα τα δάχτυλά του και το απόγευμα πίσω του, μες στα ερείπια του σπιτιού έφεγγε ένα αμυδρό φως και χτυπούσε δαιμονισμένα το αόρατο τηλέφωνο, με το κομμένο καλώδιο. Πώς, μα πώς είπα και ο ποιητής εγέλασε ανέσπερος από ηλικία και ανασηκώθηκε, ακούμπησε τρυφερά πάνω στο χώμα τις αγνότητες. Credo, φίλε και τον ακολούθησα στο εσωτερικό. Παραμερίσαμε τον μονόλιθο του θανάτου που σφίγγει σε κλοιό την μοντέρνα πόλη και επεράσαμε στο προκείμενο. Μες στα εικονοστάσια νεαρά ποιήματα, παραχαράξεις της πραγματικότητας, ποιήματα διψαλέα να κλαίνε σαν μωρά. Ο ποιητής βγάζει από τις τσέπες του λέξεις, τρυφερά τις αφήνει στις ταΐστρες πίσω του εγώ και ο θαυμασμός ή μια απόκριση στην αιωνιότητα, κανείς δεν ξέρει.  Πριν πέσει η νύχτα, τον έχασα. Κοίταξα μες στα κοιτάσματα του σπιτιού, φώναξα, ανασήκωσα πεσμένους τοίχους, δεν υπήρξε πουθενά. Βγήκα από τα χαλάσματα, ήταν νύχτα. Η ίδια γυναίκα με αποχαιρέτησε, κράδαινε το τσεκούρι και ρήμαζε στην αυλή της τα νοήματα, άταφα τα άφηνε εκεί μες στη μέση, κληματαριές οι μνήμες, κατάξανθες με χίλιες λέξεις ειπωμένη από τον ποιητή. Σκέτο ρομάντζο η παλιά πόλη μα δεν έχω χρόνο, μήτε καρδιά. Και τώρα ανεβαίνω σιγά από τα υπόγεια, περνώ απ΄το υπερώο της Ελλάδας, Ελευσίνα, Αθήνα. Στέκομαι εμπρός από το παράθυρο εκείνου του υπογείου. Κύριε άνηκα στους εχθρούς σου, είπα, κανείς δεν αποκρίθηκε. Κάποιος που περνούσε, πρωτόγνωρος, σταμάτησε. Μου μίλησε, με μια φωνή αιώνων να στάζει μέσα από τα γένια του. Μην ζητάτε συγνώμη, δεν ήμουν τίποτε, κύριε και άλλα τέτοια μετριοπαθή με μια βαθιά φωνή, προτού πνιγεί. Ξέρετε, για όλα ευθύνεται αυτουσίως η ποίησης, διότι, κύριε – πίσω του ξυπνούσαν οι συμφωνικές της πόλεως – η φλεγομένη ποίηση μεζεδάκι από τ΄Άλυτο κύριε. Πώς έφευγε, πώς χανόταν, παίρνοντας μαζί του τα μεγάλα νοήματα.

Στο τζάμι του αυτοκινήτου έγραψα το όνομά του με το χνώτο της πόλης. Νίκος Καρούζος, φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.

Α.Θ