Τρία ποιήματα της Αμερικανίδας ποιήτριας Marianne Moore | Μετάφραση: Λίνα Φυτιλή

Marianne Moore

Το παρόν είναι το παρελθόν

Αν η εξωτερική πράξη είναι ξεπεσμένη
και ο ρυθμός είναι παλιομοδίτικος,
θα επιστρέψω σε σένα
Χαμπακούκ, όπως όταν σε ένα μάθημα της Βίβλου
ο δάσκαλος μιλούσε για έναν ανομοιοκατάληκτο στίχο.
Είπε- κι εγώ πιστεύω
ότι επαναλαμβάνω τις ακριβείς του λέξεις:
«H εβραϊκή ποίηση είναι πρόζα
με ένα είδος οξυμμένης συναίσθησης».
Η έκσταση αντέχει την περίσταση και η σκοπιμότητα
καθορίζει τη μορφή.

 


Αυτός έφτιαξε αυτή την οθόνη

όχι από ασήμι ούτε από κοράλλι
αλλά από ταλαιπωρημένες δάφνες.

Εδώ, συνέθεσε μια θάλασσα
ομοιόμορφη σαν ταπετσαρία:

εδώ, μια συκιά, εκεί ένα πρόσωπο:
εκεί, ένα τερατώδες κυκλικό διάστημα-

υποδεικνύοντας εδώ, μια κληματαριά:
εκεί, μία μυτερή πασσιφλόρα.

 


Σιωπή

Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει,
‘’οι ανώτεροι άνθρωποι δεν κάνουν ποτέ
μεγάλες επισκέψεις,
πρέπει να έχουν δει τον τάφο του Λονγκφέλοου
κι όχι, τα γυάλινα λουλούδια στο Χάρβαρντ.
Αυτό- εξαρτώμενοι, όπως η γάτα
που τρώει τη λεία της στην ησυχία,
του ποντικού η πλαδαρή ουρά κρεμασμένη
σαν κορδόνι από το στόμα της-
έτσι μερικές φορές,
αυτοί απολαμβάνουν τη μοναξιά
και μπορεί να τους κλαπεί η λαλιά
από ομιλία ευχάριστη.
Το βαθύτερο συναίσθημα πάντα
αναδεικνύεται μόνο στη σιωπή:
Όχι στη σιωπή, αλλά στην αυτοκυριαρχία.’’
Ούτε ήταν ανειλικρινής λέγοντας, ‘’Κάνε το σπίτι μου
πανδοχείο. Τα πανδοχεία δεν είναι κατοικίες’’.