
Αυθαιρεσίες σε φόντο γαλαζωπό
Μόνο τον ίσκιο της κοιτάζω. Τίποτε άλλο δεν έχει απομείνει στο φόντο του φεγγαριού, τίποτε έξω από του σώματός της το περίγραμμα. Και η ανάσα μου να κόβεται και η επιθυμία μου να λιμάρεται πάνω σε επιφάνειες νυχτερινές, απροσπέλαστες, καμωμένες από ένα ολοζώντανο υλικό.
Θα έρθει εκείνη η στιγμή, θα δεις, που βίαια θα αλλάξει την πόζα της. Και η επίκυψη θα πάρει τέλος, μονάχα με ένα τίναγμα των μαλλιών της, με ένα τόξο που σχηματίζει η τροχιά τους στο κενό.
Τρεις δεκαετίες θα περάσουνε από τότε. Ακόμη στο μικρό το μπαλκονάκι μου εγώ, εσύ σε άλλες τροχιές πια. Να μετράω λέει, το κενό, στίχους να θυμάμαι ποιητών που έπεσαν μαχόμενοι με τον δαίμονα. Απόψε η νύχτα τραβάει Αλέξη Τραϊανό και κάτι από την Θεσσαλονίκη φέγγει στο βάθος.
Όλα γεράσανε και πέρασε ο καιρός δίχως τίποτε να πει. Σαν φίλος μου στάθηκε όλο ετούτο τον καιρό. Αν θέλεις μπορείς να τον δεις πίσω από τη σκουριά στα κάγκελα, στο βάθος της υγρασίας μιας τριανταφυλλιάς που ‘χει πια πεθάνει και δεν δίνει τ’άνθη που την κάνανε να μοιάζει σπουδαία, σήμερα και πάντα.
Μα εγώ κοιτάζω από τ’ανοιχτό παράθυρο. Την βλέπω που λείπει από τη ζωή της και είναι στιγμές που να χορεύει τη φαντάζομαι με εκείνη την πίκρα που λαϊκού παιδιού που φέρνει τις βόλτες του αδέξια και ζαλισμένα. Πού πήγατε δεκαετίες μου γλυκές, πώς κύλησε μια σταγόνα ο καιρός και σώθηκε και πάει;
Ποτέ δεν θα ξανάρθει, να το ξέρεις. Και άδικα να μην περιμένεις, καρφωμένος εδώ και χρόνια στο τίποτε. Δεν βλέπεις που τ’αδειάσανε το σαλόνι, δεν βλέπεις πως αυτό είναι ένα σπίτι έρημο. Και είναι διδαχτικό και αναγκαίο να νιώσεις όλη αυτήν τη μοναξιά. Θα’χεις συμμεριστεί ως τ’ακρότατο τ’όριο, λέει, τότε της εποχής μας το βαθύτερο σινιάλο, με τη ζωγραφιά θα έχεις εξοικειωθεί, τώρα και πάντα.
Με διέκοψαν οι μοτοσικλέτες που κυνηγούν το σαββατόβραδο, μην τύχει και τους ξεφύγει. Έπειτα μεσολάβησε το γάβγισμα του αδέσποτου , σαν τάχα να φώναζε για την αδικία που συντελείται σήμερα και πάντα, σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου.
Άμα συνήλθα, γύρισα να κοιτάξω την πολιτεία, μήπως και είχε αλλάξει τίποτε, κάποια λεπτομέρεια που απόψε μου διαφεύγει. Δεν είδα τίποτε. Μόνον την Ελλάδα του ‘ 50, μια Στέλλα με ωραίο παρουσιαστικό και μαγική φωνή. Και είπα εκείνη τη στιγμή, πως όλα τα κορίτσια του κόσμου είναι πολιτείες που μένουν μόνες. Και πάντα πέφτουν από το μαχαίρι, τ’ακούς; Από το μαχαίρι και μια αγάπη ανεκπλήρωτη.
Το δίκαιο και το σωστό
Γρηγόρης Λαμπράκης
3/4/1912 – 27/5/1963
Θα προχωρήσετε μερικά χιλιόμετρα προς Τεγέα. Και έπειτα θα ακολουθήσετε τη σήμανση. Το γράφει ξεκάθαρα. “Κερασίτσα”, δεν θα το χάσετε. Μα πώς σας ήρθε να πάτε ως εκεί; Καλό δρόμο.
Αυτά ακριβώς ειπώθηκαν και έπειτα το αυτοκίνητο επιτάχυνε με δυσκολία. Ήταν παλιό, μετρούσε μερικές δεκαετίες και εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα. Μα ακόμη πάλευε στις ανηφοριές του κόσμου, ίσως να ξερόβηχε καμιά φορά ξερνώντας άκαυτο καύσιμο. Μα θα επέμενε ως το τέλος του βίου του.
Προσπέρασε την πινακίδα. Πίσω τα κουβούκλια των διοδίων. Καλώς ήλθατε στην Κερασίτσα. Η καρδιά του σφίχτηκε, όπως και το πρόσωπό του. Μα δεν θα μπορούσε κανείς να καταλάβει το παραμικρό έτσι όπως ήταν χαραγμένο το πρόσωπό του.
Προχώρησε προς την πλατεία. Ήταν ερημιά τριγύρω, ίσως κανένα αδέσποτο να τον μυρίστηκε και έπειτα να ξεμάκρυνε, αδιάφορα και βαριεστημένα. Πάρκαρε και πήρε το στεφάνι στα χέρια του. Έκανε κρύο και μύριζε βροχή, παντού έπεφτε ένα λεπτό πέπλο νερού.
Έφθασε εμπρός στο μνημείο. Έκανε δυο βήματα, ακούμπησε με ευλάβεια το στεφάνι. Επέστρεψε στη θέση του, στάθηκε προσοχή, κανείς δεν στάθηκε πλάι του μα εκείνον δεν τον ένοιαζε. Γεια σου Γρηγόρη, είπε. Είπα να έρθω να σε δω, άλλωστε ποιος ξέρει αν θα’χω την ευκαιρία του χρόνου να επαναλάβω το ταξιδάκι αυτό; Όσο για νέα, μην περιμένεις τίποτε καινούριο. Ακόμη κάνουν κουμάντο οι τραμπούκοι, τι τα θες; Σου αφήνω αυτό το στεφάνι. Τώρα φεύγω, δεν ξέρω αν θα μπορέσω την επόμενη χρονιά Γρηγόρη, μα να ξέρεις πως ποτέ δεν ξεχνούν οι φίλοι. Και εσύ Γρηγόρη, είσαι κάτι περισσότερο. Είσαι ήρωας, είπε και απομακρύνθηκε σηκώνοντας το γιακά του παλτού του.
Άφηνε πίσω του την Κερασίτσα. Πίσω του η νύχτα που έπεφτε πάνω στους τοίχους, τα υποστατικά, μια νύχτα χτισμένη, ένα πλάσμα ζωντανό. Αντίο Γρηγόρη. Τίποτε δεν σου κάνανε οι φονιάδες, τίποτε.
Του χρόνου δεν θα τα κατάφερνε, όμως τώρα στην εθνική οδό Τριπόλεως Αθηνών, οδηγεί χαμογελαστός και βέβαιος πως έκανε το σωστό, Γρηγόρη.
Μαντίλια στον Άνεμο
Ισιδώρα Ντάνκαν
[…Albinoni, Adagio , G minor…]
Το λάθος ήταν πως λογάριαζε ίδια τη ζωή που είχε εμπρός της με εκείνη του ονείρου. Και δεν θα μπορούσε ποτέ να αντέξει την πικρή αλήθεια πως ετούτη η πραγματικότητα φαντάζει η μόνη ζωή.
Το λάθος ήταν πως φόρεσε το μαντίλι της και διάλεξε να περάσει τ’απόγευμα με μια μεγάλη, μακριά βόλτα. Το Άμιλκαρ, κατάπινε τα χιλιόμετρα και η Ισιδώρα μπορούσε επιτέλους να κλάψει με την ψυχή της για τα νεκρά παιδιά της. Κάθε πρωί τριγυρίζει μεθυσμένη στις όχθες του Σηκουάνα, ρωτώντας για την ύπαρξή τους. Μα σήμερα η καρδιά της ράγισε περισσότερο από κάθε άλλη φορά και τώρα σκαρφαλώνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα τους δρόμους της γαλλικής ριβιέρας.
Το μαντίλι της ανεμίζει, ίσως να νιώσει μια στάλα ελευθερία, σαν εκείνο τον απόκοσμο, μεταφυσικό της χορό που ζωντάνεψε για μια και μόνη φορά κίονες και ρυθμούς. Το μαντίλι της σαν σημαία ανεμίζει και όταν η τύχη το προστάξει, – η τύχη Ισιδώρα Ντάνκαν, μόνον αυτή γράφει τις σελίδες της ζωής μας – το ύφασμα δένεται τους τροχούς του ρόαντστερ και ο λαιμός ενός σπάνιου λουλουδιού τσακίζει για πάντα.
Ο Αλμπέρ Καμύ έγραψε κάποτε σε ένα από τα ημερολόγιά του, πως “η Ακρόπολη μας κάνει να μην μπορούμε να πούμε ψέμματα”. Και έτσι με το χορό της η Ισιδώρα δίδαξε την ανθρωπότητα μια άλλη ατμόσφαιρα, βαλμένη πίσω από το πέπλο του μαγικού φακού, γεμάτη ελευθερία. Μια θεά, τίποτε λιγότερο, που ούτε αποκαλύπτει, ούτε συγκαλύπτει. Μόνον συμβολίζει, μόνον αυτό.