Τα λάφυρα του πρωινού

Μα ας σωπάσω, τ’άλλα μάρτυς
ο χρόνος τα κατέγραψε όλα
{παράφραση του επιγράμματος
του Μάρκου Αργεντάριου,
Παλατινή Ανθολογία]

 

Σηκώθηκε αργά, κάτι του πλάκωνε σήμερα την καρδιά. Δεν έδωσε σημασία και επανέλαβε το τελετουργικό που κρατάει εξήντα και βάλε χρόνια τώρα. Έσυρε τα βήματά του στον διάδρομο, με την άκρη του ματιού του είδε τ’άνθη πάνω στο πιάνο και συλλογίστηκε με τι λίγα πράγματα κρατιέται όρθια η ζωή. Φρόντισε να αντικαταστήσει το παλιό νερό και ακούμπησε σαν πάντα το ανθοδοχείο πάνω στο παλιό πιάνο. Πόσος καιρός πάει, πόσος καιρός που μένει κλειστό, βουβό, ένα πιάνο που πεθαίνει σκέφτηκε, τόσο αργά, σαν τ’απόγευμα κάποιου καλοκαιριού που δεν θα ξανάρθει ποτέ. 

Και έπειτα το βλέμμα του επόπτευσε τον πολύβουο δρόμο με τους έρωτες του τους αγοραίους, με τους πλανόδιους και τα με τα αδέσποτα του, με τους εμπόρους που παζαρεύουν στις γωνιές την αξία της ζωής. Με την φτώχεια του και με την ομορφιά του ξημέρωνε πάντα εκείνος ο δρόμος. Στον ακάλυπτο ακούστηκε ένα τραγουδάκι, κάποιο παλιό και λαϊκό, απ’εκείνα που σιγοτραγουδάς όλη τη μέρα, μόνον από συνήθεια, δυο τρεις στίχοι μηχανικοί που μιλούν για αγάπες πικρές ή ζωές που λάθεψαν και πόνεσαν. Έφτιαξε τον καφέ του, εξήντα χρόνια τώρα και ναι και όχι, σαν τον δισταγμό που τον έφερε ως εδώ, ολότελα πλανεμένο πια μα κάπως πιο σοφό. Συμβουλεύτηκε το πρόγραμμά του, συνήθεια και εκείνη από τον καιρό της νιότης. Το βρήκε αδειανό, δίχως καμιά σημείωση και ένιωσε την έρμη του ζωή να φεύγει. 

Πλύθηκε, ντύθηκε, φόρεσε εκείνο το καφετί, καλοκαιρινό του πουκαμισάκι που το ‘νιωθε πάντοτε ανάλαφρο και ωραίο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, αναγνώρισε τα σημάδια του χρόνου επάνω του, ένα αυλάκι χάραζε πορεία ανάμεσα στα μάτια του. Τίποτε δεν είχε αλλάξει εκείνο το βράδυ, μονάχα η διάθεσή του υπήρξε κάπως βαριά. Δεν έδωσε σημασία και στάθηκε στη γνώριμη γωνιά στο βάθος της κουζίνας, πλάι στο μπαλκονάκι που φέρνει ήχους και μυρωδιές ενός πρωινού που αρχινούσε δειλά δειλά, όπως φιλί. Έφερε στο νου – δεν ξέρει γιατί, μήτε πώς – τα περασμένα, είδε μια άκρη από το φουστάνι της να γλιστράει στην γωνιά του τοίχου, χίμαιρα θα ‘ταν. Τ’άρωμά της πλανήθηκε στον χώρο, χίμαιρα θα ‘ταν. Εκείνη έχει φύγει πια τόσα χρόνια, μόνο το φουστάνι της σαλεύει καιρό πια στους ξαφνικούς ανέμους κρεμασμένο στο φύλλο της ντουλάπας. Μέσα του περιέχει το σχήμα του κορμιού της και είναι όλα ετούτα συντρίμμια της ζωής που εντείνουν την απουσία.

 Στις φωτογραφίες παγωμένα χαμόγελα, αναμνήσεις από ταξίδια σε μέρη που πάψανε να υπάρχουν, χαριτωμένα δειλινά και ελπίδες που κλέψανε για πάντα τον χρόνο της ζωής τους. Φωτογραφίες που μείνανε εκεί πίσω, για να του θυμίζουν πως μια αυγή μπορεί να αφήσει τόσα και τόσα σχέδια ανεκτέλεστα. Θυμήθηκε εκείνη τη φράση που ‘χε βρει τόσο παρήγορη, τη φράση που ‘λεγε, “τίποτε πιο δυσερμήνευτο και πιο δυσνόητο από την ειρωνεία που γκρεμίζει τις βεβαιότητες”. Τ’ακούς Ελένη, είπε μονάχος του και η φωνή του φάνηκε ξένη, εμπρός στα μάτια του έπεσε μια γλυκιά ομίχλη. Η τόση θλίψη τον είχε αποδυναμώσει μα με όσο κουράγιο τ’απέμενε σύρθηκε ως την κάμαρη, ξεκρέμασε το παλιό της φουστάνι, εκείνο που ‘χε φορέσει τελευταία φορά. Και στάθηκε στο στενό μπαλκονάκι του, καθώς πέρα μια Αθήνα αστική γερνούσε μαζί με εμάς και  με τα παιδιά μας και εκείνο το κάτι που έχει απομείνει από τη θέλησή μας. 

Τελευταία σκηνή. Τα πουλιά χαλούσαν τον κόσμο,  βουτούσαν μες στο φως και η σκηνή κορυφωνόταν, όσο εκείνος γινόταν μια πελώρια απουσία. Και ανέμιζε, μια σημαία χώρας πεσμένης, εκείνο το φουστάνι της το τελευταίο που ‘χε κρατημένο του σώματός της το σχήμα. Και ανέμιζε,  πράγμα μυθώδες ή πάλι μια λαμπερή μαύρη θάλασσα που τον έκανε δικό της, έτσι ξαφνικά.

Εκείνοι που τον βρήκαν στη θέση του είπαν πως διατηρούσε την έκφραση μια ευγνωμοσύνης. Και ήταν το τέλος του ήσυχο και σιωπηρό, ένα τέλος σαν λιωμένο κερί μες στην τρικυμισμένη σκόνη της πόλης.

Α.Θ