*Κάιτ

Ο Λου Ριντ χορεύε
στο στερέωμα της πόλης

“Άδιον ουδέν έρωτος”, λένε οι επιγραμματοποιοί που διαθέτουν σοφία αιώνων. Κάτι θα ξέρουν και αυτοί για να αντέχουν ως σήμερα. Κάθε τέτοια εποχή, λοιπόν δεν ξέρεις αν οι λέξεις έχουν σημασία μα είσαι σίγουρος, βέβαιος και με το παραπάνω, πως αντί για έρωτος, μπορεί κανείς να πει “έαρος” και να εννοεί απολύτως το ίδιο και ακόμη περισσότερα. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με την ομορφότερη εποχή του χρόνου για το μικρό νησάκι που πλέει αποκομμένο από την αρχή του κόσμου ή πιο παλιά, κανείς δεν ξέρει.

Ο Μπέρι δουλεύει με περισσότερη όρεξη τότε. Στα κλήματα, τα τσιμέντα ή τα ξερόχορτα ο Μπέρι ξέρει να κάνει γρήγορα και σωστά κάθε δουλειά που θα του αναθέσουν. Τον πληρώνουν με φαγητό ή χρήματα, εκείνος προτιμά τον πρώτο τρόπο, δεν του χρειάζονται καθόλου τα λεφτά γιατί δεν έχει ανάγκη τίποτε. Τελειώνει όλα τα θελήματα, – έχει και κάμποσες τακτικές εργασίες, όπως το σκούπισμα του κεντρικού δρόμου. Στο τέλος κάθε μήνα μαζεύει τα λίγα που του αναλογούν από τα καταστήματα της προκυμαίας ή κανονίζει το φαγητό δέκα ή περισσότερων ημερών.

Τότε δεν τον μέλλει τίποτε και ο Μπέρι κλείνεται στο σπιτάκι της αμμουδιάς. Φτιάχνει τα παραγάδια του, ψάχνει για δολώματα και όμορφες πέτρες, ακούει τότε που μπορεί να το καταφέρει κανείς , όλα τα μυστικά της θάλασσας μέσα από το ηχείο του οστράκου. Δεν έχει πολλά με τους ανθρώπους του χωριού. Στην αρχή τον κοιτούσανε με φόβο, τους πείραζε εκείνη η απόσταση. Ύστερα έδειξε ποιος ήταν, τίμιος, εργατικός, αμίλητος, κανείς δεν είχε παράπονο. Και του χαρίσανε το σπιτάκι της αμμουδιάς, δυο σανίδια δηλαδή με λίγο ρεύμα, σκαρφαλωμένο πάνω στο μόλο, δυο βήματα από τον κυματοθραύστη. Και έγινε τότε η ζωή του Μπέρι σκέτος παράδεισος και πήρε να δουλεύει περισσότερο και καλύτερα από ότι πριν. “Για ευχαριστώ”, έλεγε και δεν σήκωνε άλλη κουβέντα. Μόνο ένα δεμάτι ξύλα ή το σακί με το τσιμέντο και έπειτα χανόταν πάλι στη δουλειά του. Την μικρή, την ταπεινή, την δίχως όφελος κανένα. Μα είχε τον τρόπο ο Μπέρι να την κάνει να μοιάζει μοναδική και σημαντική, έτσι που καταπιανόταν με μεράκι και αφοσίωση με τα απλούστερα καθήκοντα. Κλάδευε τις κληματαριές γρήγορα μα καθόλου τυχαία και διάλεγε προσεκτικά ποιο δρόμο θα δίνε στο φυτό, έτσι που την επόμενη χρονιά να μεγαλώσει εκείνο  δίχως παραφωνίες. Καταγόταν από μια χώρα της Αφρικής, είχε έρθει εδώ με τα πρώτα δουλεμπορικά. Μισοπνιγμένο τον βρήκαν, νύχτες ολόκληρες πάλεψε τον άγγελο και βγήκε νικητής. Λόγω της ιδιαίτερης γλώσσας του Μπέρι κάνανε καιρό να τα βρουν μαζί του. Μα τότε θυμηθήκανε τον πανάρχαιο τρόπο και ξεπεράσανε τα εμπόδια που βάζουν οι γλώσσες στις καρδιές των ανθρώπων. Τον αγαπήσανε  και εκείνος το ίδιο. Μα τίποτε δεν ήταν με αντάλλαγμα από τη μεριά του, την άφηνε πάνω μας την πληρωμή, τίποτε δεν έλεγε. Και αυτό τρόμαζε τους κατοίκους του νησιού, κυρίως αυτό.

Εκείνες τις μέρες τριγυρνούσε στις κορφές και ξεκρέμαγε τους παλιούς χαρταετούς από τα σύρματα και τους φράχτες. Τους καλοδιατηρημένους που είχαν μια μικρή μόνο ζημιά τους μάζευε. Από τα άλλα τα συντρίμμια κρατούσε μόνο ότι φτούραγε, ίσως τα ξύλα, το σκοινί, ίσως τίποτε. Κάθε απόγευμα κατέβαινε στην προκυμαία και ρώταγε στο πρακτορείο. Ήθελε να ξέρει αν θα φέρουν χαρταετούς στο νησί φέτος. Ο κυρ Αντρέας τον κρατούσε ενήμερο. “Είπαν θα έρθει αύριο το καράβι. Αν δεν έχει φορτωμένους, πάει , μόνο με τα χέρια μας, αλλιώς καθόλου”. Έπειτα ο Μπέρι έδειχνε τον εαυτό του και επαναλάμβανε “κάιτ”, “κάιτ”. Και ο κυρ Ανδρέας που μιλούσε άπταιστα την παμπάλαια γλώσσα της καλοσύνης του απαντούσε από καρδιάς, “ναι, κάτι, για Μπέρι” και τον έδειχνε, ίσα για να τον βεβαιώσει πως δεν θα τον ξεχνούσε.

Το βράδυ ξανάρθε. Το βαπόρι έφευγε. Ο κυρ Ανδρέας τον φώναξε μέσα. “Ήρθανε, που σου ‘λεγα το πρωί; Τελικά είχε φορτωμένους ένα σωρό. Περισσεύουν καμιά εικοσαριά”, τόνιζε και έγραφε τα νούμερα σε ένα χαρτί για να καταλάβει ο Μπέρι τα μεγέθη. Ο ξένος κοίταξε γύρω του τους αετούς που ‘ταν διακοσμημένοι με εμβλήματα ομάδων, με ήρωες της μυθολογίας ή μονάχα χρώματα φανταχτερά και αταίριαστα. Το ζητούμενο ήταν να σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον καθώς θα πετούν με τις ουρές τους τις περήφανες και με τα όλα τους. Ο Μπέρι κοίταξε τον κύριο Ανδρέα.

Είπε, “κάιτ”, “τρία”, είπε και έδειξε με τα δάχτυλά του. Ύστερα μέτρησε μερικά χρήματα που ‘χε επάνω του και τα άφησε στον πάγκο. Ο άλλος τα μέτρησε και τα ‘σπρωξε πίσω με τρόπο. “Όχι, δεν χρειάζεται, πάρε”, “Μπέρι, τρία”, του ‘δειξε και εκείνος με το χέρι του. Ο άλλος χαμογέλασε, διάλεξε τρεις πολύχρωμους. Ο ένας είχε μια στρώση από μπλε ελεκτρίκ χαρτί και μια κατακίτρινη ουρά με λευκές κορδέλες. Ο άλλος ήταν κατακόκκινος, σαν ματωμένο άστρο και ο άλλος είχε ένα καράβι επάνω με δυο μάτια και με ένα χαμόγελο. Εκείνο το καραβάκι του χαμογέλασε του Μπέρι και εκείνος δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Πήρε τους αετούς και κίνησε για το σπιτάκι της αμμουδιάς. Τους διόρθωσε, τους έφτιαξε τις ουρές, έλεγξε τα γρέζια, τα μπόσικα, ένα σωρό πράγματα, φρόντισε τον σκελετό και τακτοποίησε ένα δυο μπαλώματα. Έπειτα ήταν έτοιμος. Η όψη του μαρτυρούσε άνθρωπο που ‘χε βρει τον σκοπό του και που από στιγμή σε στιγμή επρόκειτο να τον κατακτήσει.

Άμα ξημέρωσε βγήκε στην αμμουδιά. Δοκίμασε τον άνεμο στο πρόσωπό του. Σιγά σιγά σηκωνόταν πιο ζωηρός, ότι έπρεπε για τους αετούς. Άρχισε να τρέχει κατά μήκος της αμμουδιάς, στην αρχή δίχως επιτυχία. Δείλιασε μια στιγμή, είπε δεν θα τα καταφέρει όμως επέμεινε και σαν το ήθελε ο Θεός, μια ξαφνική ριπή, δυνατότερη άρπαξε τον χαρταετό και τον σήκωσε. Στην αρχή κόντεψε να σωριαστεί χάμω μα ο Μπέρι έβαλε τα δυνατά του και με το τσιγάρο στα χείλη του έτρεξε πιο γερά, το σκοινί στα χέρια του τεντώθηκε, μια δύναμη ασκήθηκε παράφορη. Ήταν ο ουρανός που τα’κανε όλα δικά του. Έπειτα έδεσε τον αητό στην κουπαστή της βάρκας και τον άφησε να πετάει ελεύθερος. Επανέλαβε το ίδιο, ώρες ολόκληρες έτρεχε πάνω κάτω στην αμμουδιά και οι περαστικοί, -λιγοστοί, ξένοι και εκείνοι – σταματούσαν να δουν εκείνον τον επίμονο άνθρωπο. Το πείσμα του ήταν που σήκωσε τους άλλους δυο χαρταετούς, Όχι δίχως κόπο,αφού μόνο σαν χτύπησε η καμπάνα του εσπερινού είχε πια ολοκληρώσει τον σκοπό του. Οι αετοί του πετούσαν στο στερέωμα, νόμιζες πως στέκονταν ακίνητοι μα στα αλήθεια διέγραφαν μια παράξενη τροχιά, όσο η ουρά τους άφηνε ίχνη σε εκείνο το χαρούμενο θέαμα. Τους είχε δέσει στην κουπαστή της βάρκας και εκείνος κοιτούσε, κοιτούσε σαν να προσεύχεται, ακίνητος, ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, ένας άνθρωπος πιο μόνος από τον κόσμο, ένας λυπημένος πρίγκιπας ή ένας στυγνός Ωρίων.

Ο κυρ Ανδρέας του ´φερε λίγο φαγητό. Από τον καφενείο. Όχι τίποτε σπουδαίο, ψωμί, τυρί και δυο τρεις σαρδέλες ψημένες που ‘χαν περισσέψει από το μαγερειό. Ο Μπέρι τον ευχαρίστησε και του έδειξε τους αετούς. Μια στιγμή ακόμη και θα λυθούν από την κουπαστή, θα κινηθούν ελεύθεροι στα χάη, θα αφήσουν τις τροχιές τους να γράψουν λέξεις άγνωστες, να ζωγραφίσουν σύννεφα, βιολιά, βάρκες και άγρια θηρία. Είναι πουλιά έτοιμα για να ζήσουν μόνα πια, να φύγουν με τον άνεμο, είναι πουλιά, τα απίστευτα πράγματα του Αγίου Τερτουλιανού που με αφοσίωση πιστεύουμε.

Έπειτα κάτι γύρεψε στο σάκο του, ήταν μια φωτογραφία. Την έβαλε κάτω από τον κηροστάτη. Ήταν ένα κορίτσι, δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι γύρω του, ένα μικρό περιβολάκι στο φόντο και μια χιονισμένη κορυφή. Αυτό ήταν όλο. Στην πίσω πλευρά έγραφε “Ελένη”. Είπε στον κύριο Ανδρέα να την δει, περίμενε να τον ρωτήσει για εκείνο το κορίτσι, για τη φωτογραφία, τις σημασίες της.

“Τι όμορφο κοριτσάκι!”, είπε ο κυρ Ανδρέας. Μια υποψία του άφησε έναν κόμπο στο λαιμό, σαν εκείνη την αίσθηση που έχει κανείς όταν παραμένει αδύνατο το οριστικό τέλος ενός ποιήματα. Ο Μπέρι έδειξε “δική μου”. Έπειτα σαν να βούρκωσε, γύρισε από την άλλη μεριά, να μην τον δει. “Πού είναι τώρα Μπέρι”, ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Είχε βρει λίγο  από το κουράγιο του και έπρεπε κάπως να προχωρήσει. Ο ξένος έδειξε τη θάλασσα, άφησε μια ανάσα και έπειτα το χέρι του που ’δειχνε έναν πλατύ ορίζοντα έπεσε νικημένο. Ύστερα, ψέλισσε  “τρι γίαρς” και ο κυρ Ανδρέας κατάλαβε.

Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ, πάνε χρόνια, με τα νεκρά παιδιά που πλέανε στ’ανοιχτά. Θυμάται τη σιωπή, τον ήχο του νερού, τα σωστικά φώτα που άφηναν να φανούν εκείνες οι κούκλες, τόσες δα, θυμάται τα σώματα, τον ήχο τους στο κατάστρωμα, τ’άσπρο σεντόνι λες και δεν ξέρει ο ουρανός. “Σήμερα, Ελένη, τρι, τρι κάιτ”, είπε ο Μπέρι. Έδειξε τους χαρταετούς που κρατιόνταν ζωηροί, σχεδόν ανίκητοι στο ύψος τους. Και έπειτα τη φωτογραφία και ο κυρ Ανδρέας κατάλαβε πως υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, που αντέχουν μια κόλαση και όμως προχωρούν. Επίσης, βρήκε την ευκαιρία να απαντήσει στο ερώτημα που τέθηκε από την παρέα στην πρωινή τελετή του καφενείου. Ένα κορίτσι τριών μόλις χρόνων παραμένει σημαντικό επιχείρημα, μια σταθερά να δείχνει τον δρόμο ανάμεσα σε κουρέλια και ξαναμμένες πόλεις. Ο κυρ Ανδρέας εννόησε γιατί θα πρέπει μια τέτοια μέρα να τηρούμε το έθιμο του χαρταετού. Και ακόμη κοιτάζοντας τον Μπέρι που ‘χε αποκοιμηθεί πλάι στην κουπαστή της βάρκας, ένιωσε την απλή συγκίνηση που νιώθουμε σαν βρίσκουμε τον τρόπο να προχωρήσουμε με τη δική μας μαρτυρία.

Εδώ και χρόνια γίνηκε έθιμο η προσπάθεια του Μπέρι. Και έτσι κάθε τέτοια μέρα σε εκείνο το μέρος προσθέτουν έναν χαρταετό και λένε αντίο στην Ελένη που δεν μεγαλώνει ποτέ. Κάθε φορά τους αφήνουν δεμένους στην κουπαστή εκείνης της βάρκας, πλάι στο σπιτάκι της αμμουδιάς που μετά τον θάνατο του Μπέρι – από ραγισμένη καρδιά είπαν οι ιατροί – γκρεμίστηκε για να φτιαχτεί τη θέση του ένα μπιτς μπαρ. Μα ο χρόνος που ξέρει να αλλάζει τα ονόματα, τις μορφές, τη φύση και τη ζωή, τίποτε δεν έκανε στην ιστορία του Μπέρι που πετούσε κάθε τέτοια μέρα, τρεις φανταχτερούς χαρταετούς στο όνομα τον πνιγμένων αυτού εδώ του κόσμου. Η Ελένη κοιτούσε κάτω από το νερό και η καρδούλα της ευφραινόταν.

Α.Θ