Της Δημαρέτης τα νομίσματα

Και όλα συνοψίζονται σε εκείνο το “αν” του Αλέξανδρου Μολφέση που μας κρατάει όρθιους και μας γδέρνει την καρδιά όταν μένουμε με τον εαυτό μας στην πόλη που νυχτώνει.

Όλα είναι με το μέρος του απόψε. Κυριακή βραδάκι και η αγάπη του δεν απεργεί όπως τις έξαλλες καθημερινές. Και ο ίδιος, προσεγμένος όπως ποτέ, με την αυτοπεποίθησή του στο ζενίθ. Διαθέτει τη χάρη ενός σταρ, ποζάρει με στυλ εμπρός από τις βιτρίνες, λίγο βιαστικά και έπειτα χάνεται από το ένα στενό στο άλλο. Γνωρίζει αυτούς τους δρόμους περισσότερο από τον καθένα. 

Όσο για την Κλάρα, και εκείνη είναι κομμάτι τσιμπημένη μαζί του. Μα δεν μοιάζει με τα άλλα, τα εύκολα κορίτσια που πέφτουν δίχως κόπο. Εκείνος όμως έχει τον τρόπο. Περάστε δεσποινίς, μια βιαστική χειρονομία ευγενείας, ένα ζεστό χαμόγελο, λίγος δήθεν αλτρουισμός θα φτάνουν για να πάρει εμπρός το όνειρο. 

Την φαντάζεται με ένα τσούρμο μάγκες ξωπίσω της να την φλερτάρουν, σχεδόν να την αγαπούν. Στέκει θυμωμένη στην άκρη του δρόμου, έχει βαλθεί να τον περιμένει σε τούτο το πολυσύχναστο μέρος, μακριά από τα σκοτεινά τα σημεία, με τα ελαφριά θροΐσματα και τις ψιλές φωνές. Ωστόσο, η Κλάρα είναι μοντέρνο κορίτσι και αυτό σημαίνει πως όταν στην ιταλική συνοικία το βράδυ πέφτει, η Μαντόνα στο σαλόνι του σπιτιού, κάνει τα στραβά μάτια και η Κλάρα χορεύει ξέφρενα στις πίστες του καλοκαιριού. Για να πούμε την αλήθεια, αρέσουν πολύ στην Κλάρα τα πειράγματα και νιώθει πιο κοριτσίστικη από ποτέ. Πρέπει να βιαστεί, ο νους του χάνεται αν σκεφτεί πως η Κλάρα βαρέθηκε και τώρα ανεμίζει το φουλάρι της μέσα από τ’ανοιχτό αυτοκίνητο κάποιου τύπου που ήταν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.

Συμβαίνει, που λέτε, όταν όλα τα νομίζουμε με το μέρος μας. Τότε συμβαίνουν όλα. Ξεκινούν με κάτι απλό, με κάτι ασήμαντο που αρκεί όμως για να εκκινήσει ένα μικρό δράμα. Κανείς δεν θα μάθει για αυτό.

 Το γεγονός πως κυκλοφορούσε ολότελα άφραγκος ήταν η στιγμή που λέτε για εκείνον. Γέλασε με τον εαυτό του και θέλησε να διασκεδάσει στην ουρά για το μηχάνημα εκταμίευσης. Άλλοι δυο Κλάρα, αυτοί μόνο με κρατούν μακριά σου.

 Αναπάντεχα, ο μπροστινός του στην ουρά κάτι πατάει, η κάρτα τραβιέται, το μηχάνημα σφυρίζει εκκωφαντικά. 

Κλάρα δεν τα κατάφερα , βλέπεις το μηχάνημα στον απάνω δρόμο αποφάσισε να πεισμώσει. Ίσως  να φταίει εκείνος ο άξεστος που του βγαλε τα μάτια. Και τα δικά μας; Ω Κλάρα, αυτά θα μείνουν στη θέση τους, λυπάμαι τόσο. 

Γρήγορη σκέψη. Το κατάστημα τραπέζης στεγάζεται κανά δυο χιλιόμετρα από δω Κλάρα.

 Μια τέτοια απόφαση θα ήταν σωστή τρέλα. Θεέ μου, τι παράφορα που γίνηκαν όλα. Στ’αλήθεια νιώθει πως χάνει τον εαυτό του και ορμά στην τζαμαρία του μικρού καταστήματος. Όλα γίνονται θρύψαλα , τώρα ένα σωρό μηχανήματα σφυρίζουν εκκωφαντικά, σαν τάχα να ‘ναι τα μέλη ενός κοπαδιού που φωνάζουν από μακριά λύκος, λύκος.

Κλάρα, αλήθεια τι νόμισες; Πως θα το ‘βαζα, λέει κάτω; Όχι, όχι δεν είμαι εγώ ένα τέτοιο αγόρι.

“Καλύτερα να του δίνεις”, του’πε ένας ηλικιωμένος, καθώς πρέπει κύριος, ένα μείγμα Ντάριο Φο και Αντρεότι, αν ποτέ μπορούσε κάτι τέτοιο βεβαίως να συμβεί. Και τώρα τρέχει, τα παπούτσια του βουτηγμένα στις λάσπες του δρόμου, τα μπατζάκια του σκισμένα και το σακάκι του, ω Κλάρα, ένα καλό κορίτσι πρέπει να ξέρει να ράβει, ένα μπάλωμα μπορεί να σώσει μια ζωή Κλάρα. Η ανάσα του κόβεται, πρέπει να λιγοστέψει τις κακές του συνήθειες. Ωστόσο κοιτάζει τον εαυτό του καθώς περνά τρεχάτος από βιτρίνες και καθρέφτες του δρόμου. Στ’αλήθεια του περισσεύει η χάρη, είναι αληθινά σπουδαίος, διαθέτει στυλ πολύπειρου δρομέα που τώρα πια τρέχει με μια ιδέα στο νου του. Κάτι από Τζέιμς Μποντ αναδύει, έτσι όπως τρέχει να γλιτώσει τη σύλληψη. 

Οι σειρήνες ξεμάκρυναν, κάτι είναι και αυτό γλυκιά μου Κλάρα. Ένα σημάδι ίσως, πως όλα θα πάνε καλά με μας γλυκιά μου. 

Τώρα εκείνο που χρειάζεται είναι ένα δίφραγκο. Και ένα τηλέφωνο, σαν να λέμε δυο πράγματα Κλάρα, ποτέ δεν ήμουν καλός, βλέπεις με την αριθμητική και σιχαίνομαι την αφαίρεση. Μόνο να σε αγαπώ μπορώ, για αυτό άσε με να δοκιμάσω. 

Εκείνος ο κύριος σταματά, ακούει το παράπονό του, του δίνει το δίφραγκο και απομακρύνεται. Ο άλλος κάνει μια βαθιά υπόκλιση, πίσω του κορνάρουν ανυπόμονα τα τροχοφόρα, χιλιάδες ίπποι που κρατιούνται με το ζόρι, πριν ξεχυθούν στα τροχαία που κόβουν την κίνηση για ώρες. 

Ήρθε η ώρα Κλάρα, να μάθεις όλη την αλήθεια. 

Και καθώς σχηματίζει τον αριθμό, είναι σίγουρος πως έχει βάλει τα δυνατά του. Απέναντι ένας καλλιτέχνης του δρόμου, έχει στήσει μια έξοχη παντομίμα. Όλο και περισσότεροι στέκουν τριγύρω και χειροκροτούν με τις καρδιές τους. Το βλέμμα του παγώνει. 

Εμπρός Κλάρα σήκωσε το τηλέφωνο, να χαρείς, Κλάρα, πες μου πως δεν είσαι εσύ εκείνη που περνά στο πλευρό του μάγκα, Κλάρα πες μου πως από στιγμή σε στιγμή θα σηκώσεις το τηλέφωνο και θα μου πεις, όχι , όχι δεν ήσουν εσύ, μόνο κάποια που σου’μοιαζε, θέλω να πω ποια μπορεί να σου μοιάσει, μα τα πατρόν κάνουν θαύματα και μπορούν ακόμη και την όψη σου να αλλάξουν. Μια φορά Κλάρα, είδα πεταλούδες να πετούν τριγύρω στα μεριά μιας κυρίας από οψιδιανό θαρρώ. Τις είχε ραμμένες εκεί ακριβώς και κάθε τόσο εκείνες ζωντάνευαν.  Το λοιπόν Κλάρα, για να εξηγούμαστε, η αλήθεια είναι πικρή. Για λίγο Κλάρα, μονάχα για λίγο έχασα. Αυτό θα σου ‘λεγα αν το σήκωνες, μα εσύ παρακολουθείς πιασμένη αγκαζέ τον καλλιτέχνη και κάνεις κομμάτια την καρδιά μου. Ωστόσο, δεν έκανα λάθος που σε είπα Κλάρα. Το όνομα αυτό σου ταιριάζει, με το κοντό σου, κόκκινο χρώμα, που σου πάει πολύ και συμπληρώνει το φιγουρίνι που ‘γινες μες σε ένα απόγευμα μόνο. 

Και η Κυριακή πεθαίνει εκεί έξω στους δρόμους. Μας κλείνει το μάτι και γλιστράει συννεφιασμένη μέσα από τα ρεφραίν. Λίγο άνοιξη, λίγος χειμώνας με έναν πονηρό νοτιά να καραδοκεί. Μα τι σκέφτηκε, πώς πίστεψε ότι ένα κορίτσι σαν εκείνη θα τον περίμενε. 

Ίσως μερικά χρόνια Κλάρα, τίποτε σπουδαίο. Όμως μετά, όλη η ζωή μας ανήκει μωρό μου. Έτσι δεν είναι παιδιά;

Οι αστυνομικοί που περιμένουν τόσο ευγενικά να τελειώσει την κλήση του γνέφουν καταφατικά τον παίρνουν σηκωτό. Αυτή τη φορά πρόκειται για σοβαρό περιστατικό. Όμως εκείνος, τους σταματάει για να τους πει, πως δεν θέλει καθόλου την προοπτική της φυλακής, πως η ζωή του σαρώθηκε, πως ένα δίφραγκο έφθανε για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του. Πως η Κλάρα είναι το πιο όμορφο κορίτσι, ίδια η Μπόου, η καλλιτέχνης ντε του 1920. Όμως εκείνοι δεν ακούνε και ο εισαγγελέας δεν παίζει και είναι τίποτε αν το καλοσκεφτείς, αυτά τα είκοσι χρόνια που βάρεσε με το σφυρί ο δικαστής εμπρός στην αγάπη τους.

Α.Θ