Γιώργος Δήμος | Cocaine Rush

Πηγή εικόνας: gr.pinterest.com

Η νύχτα τύλιξε την πόλη στο σκοτεινό της πέπλο. Ο αέρας φυσούσε σαν δαιμονισμένος, όμως, παρόλα αυτά υπήρχε μια γλυκιά ηρεμία στο ημι-φωτισμένο δωμάτιο. Είχαμε όλοι καπνίσει λίγο χόρτο και το τρελό πάρτι, μέσα σε μερικά λεπτά, είχε καταλήξει σε κατατονική συζήτηση. Όλοι έμειναν σιωπηλοί και ήρεμοι, κανένας δεν μιλούσε πια.
Ο αέρας ούρλιαξε ανάμεσα στα μοναχικά κυπαρίσσια. Η ατμόσφαιρα μύριζε θάνατο, στο δωμάτιο υπήρχε ένα ανεξήγητο πένθος. Η Λώρα σήκωσε αργά το βαρύ από τη ζάλη κεφάλι της και με κοίταξε με τα κόκκινα μαστουρωμένα της μάτια. Οι σκέψεις είχαν χαθεί από το μυαλό της. Είχε απομείνει μόνο μια πυκνή κάπνα εκεί μέσα και όταν το ντουμάνι την πλημμύριζε ολόκληρη, άνοιγε το στόμα της και έβγαζε μερικές ασυνάρτητες φράσεις, δίχως νόημα.
Η ώρα ήταν δώδεκα και το μεγάλο ρολόι χτύπησε απειλητικά, φέρνοντας ένα αβάσταχτο βάρος στις καρδιές μας. Σήκωσα το χέρι μου και το έφερα κοντά στο πρόσωπό μου. Το κοίταξα με έκπληξη: Ήταν γέρικο και αδύναμο και αν δεν ένιωθα το βάρος του θα πίστευα ότι δεν ήταν δικό μου. Έμοιαζε σαν να είχαν περάσει χρόνια απ’ όταν μπήκα μέσα σε αυτό το σπίτι. Ο Τζον είχε ξαπλώσει ανάσκελα στο πάτωμα και κοιτούσε αποχαυνωμένος το λευκό ταβάνι. Ο χρόνος δεν κυλούσε πια και η ζωή αποτελούσε μόνο μια γλυκιά ανάμνηση.
Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη ησυχία, η πόρτα χτύπησε. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Ένιωσα ακόμη και τα ρούχα μου να με ενοχλούν. Στην αρχή κανένας δεν κουνήθηκε. Το βάρος ήταν πολύ μεγάλο για να σηκωθεί κανείς από την θέση του. Το τσιγάρο που κρεμόταν από τα χείλη της Αμάντα είχε καεί μέχρι τη μέση, όμως η στάχτη στεκόταν ακόμη επάνω του. Η πόρτα ξαναχτύπησε και η στάχτη έπεσε και σκόρπισε στο ξύλινο πάτωμα. Ο αέρας φύσηξε δυνατά, όσο ποτέ πριν και οι σκιές από τα καταθλιπτικά κυπαρίσσια φάνηκαν τρομαχτικές στον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας.
Άκουσα χιλιάδες φυλαχτά να χτυπούν μεταξύ τους, στις βεράντες των γύρω σπιτιών. Λένε πως αυτά διώχνουν τα κακά πνεύματα και προστατεύουν το σπίτι. Κοίταξα στο μπαλκόνι με προσοχή. Εκεί έξω δεν υπήρχε κανένα τέτοιο φυλαχτό. Φαντάστηκα πως αυτό ήταν ένας κακός οιωνός.
Η Λώρα σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της και τεντώθηκε για να ξεπιαστεί. Η ανάσα της μύριζε χόρτο από μακριά. Τίναξε τις γκρίζες στάχτες από το μανίκι της και σύρθηκε προς την πόρτα για να ανοίξει. Το βήμα της ήταν διστακτικό, σαν να μην ήθελε να πάει εκεί πραγματικά.
Μια γλυκιά μελωδία εισχώρησε στο μυαλό μου. Ήταν ένα κομμάτι για πιάνο του Σοπέν. Η καρδιά μου γέμισε ευχαρίστηση και έκλεισα τα μάτια μου για να δω τη μαγική εικόνα. Η εικόνα, όμως, μόνο όμορφη δεν ήταν. Ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο αίματα και χυμένα ανθρώπινα μυαλά. Πέρα από το έντονο κόκκινο, το μόνο που μπορούσες να διακρίνεις ήταν διαλυμένα κρανία και φριχτά αποκομμένα μέλη. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και η πρώτη μου σκέψη ήταν να κρυφτώ γρήγορα κάτω από το κρεβάτι.
Κανένας άλλος δεν κουνήθηκε. Ο χρόνος φάνηκε να είχε ξαναρχίσει μόνο για μένα. Εκείνοι ούτε καν γέλασαν με την παράξενη κίνησή μου. Απλώς κάθονταν εκεί, ανέκφραστοι και αδρανείς. Έμοιαζαν να είναι ήδη νεκροί.
Η πόρτα χτύπησε ακόμη μια φορά και η Λώρα την άνοιξε. Ακούστηκε το ουρλιαχτό της και μερικά αδυσώπητα χτυπήματα στην πόρτα. Έμοιαζε να τη βαράει κάποιος με λοστό ή κάτι τέτοιο. Η πόρτα τελικά υποχώρησε μετά από μια δυνατή σπρωξιά και ο εισβολέας έπιασε την Λώρα από το χέρι. Εκείνη ούρλιαξε, ελεγειακά αυτή τη φορά και ο άγριος κοκκάκιας άρχισε να τη βαράει στο κεφάλι με το σιδερένιο γαλλικό κλειδί που κράδαινε στα χέρια του. Η Λώρα συνέχισε να ουρλιάζει, αλλά σύντομα σώπασε γιατί το κεφάλι της είχε ήδη συνθλιβεί.
Ο άγριος εισβολέας μπήκε στο δωμάτιο γρυλίζοντας και κοίταξε τους άλλους με ένα έξαλλο βλέμμα. Από την ανοιχτή πόρτα της εισόδου εισέβαλλε μια παρέα από αυτά τα τέρατα, με λοστούς και μαχαίρια. Ο Τζον σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε έναν από αυτούς χωρίς να τον βλέπει πραγματικά. Ήταν χαμένος σε σκέψεις, ήδη νεκρός για τα δεδομένα αυτού του κόσμου.
Ο Τζένκινς Χαν τον κοίταξε με βίαιη οργή και σήκωσε το λαμπερό του όπλο. Το κεφάλι του Τζον έπεσε στο πάτωμα αιμόφυρτο. Η έκφρασή του ήταν ίδια με προηγουμένως: Απαθής και νοσταλγική. Κοίταξα φοβισμένος τους επικίνδυνους εισβολείς με τα μαστουρωμένα μου μάτια. Δεν με είχαν προσέξει. Όσο δεν μιλούσα ήμουν ασφαλής.
Η Αμάντα δεν τρόμαξε, ούτε καν θορυβήθηκε. Η έκφρασή της ήταν γαλήνια καθώς κοιτούσε το ασώματο κεφάλι στο ξύλινο πάτωμα. Το βαρύ γαλλικό κλειδί χτύπησε το δεξί μέρος του προσώπου της και το κεφάλι της γύρισε 180ο. Έμεινε νεκρή πάνω στην καρέκλα να κοιτάζει τον τοίχο πίσω της, σαν να είχε πάρει μία πόζα εντελώς φυσική, συνηθισμένη.
Ο αρχηγός της βίαιης ομάδας έσκυψε απειλητικά και έπιασε το λάφυρο της νίκης του: Το φριχτό κεφάλι του Τζον. Η ματιά του δεν γύρισε προς το μέρος μου. Υπήρχε κάτι σαν ασπίδα που με προστάτευε, κάτι που με καθιστούσε αόρατο απέναντί τους. Έκλεισα τα μάτια μου και στο μυαλό μου ήρθε μια σκηνή από το παρελθόν:
Ήμουν κάτω από το κρεβάτι μου και το μόνο που έβλεπα ήταν οι μικρές πορτοκαλί φούντες από την κουβέρτα που ήταν στρωμένη από πάνω. Όλα ήταν σκοτεινά. Το μόνο φώς που υπήρχε ήταν εκείνο που περνούσε από τις γρίλιες του παραθύρου, στη δεξιά πλευρά του δωματίου. Μέσα στο δωμάτιο ήταν η μητέρα μου και κάποιος άλλος που δεν γνώριζα. Τσακωνόντουσαν έντονα και έμοιαζε να είχε δίκιο εκείνος. Η μητέρα μου έκλεγε και τον παρακαλούσε να τη συγχωρέσει. Τότε ακούστηκε ο ήχος που κάνει ένα βαρύ μεταλλικό αντικείμενο όταν συνθλίβει κάτι ζωντανό και η μητέρα μου έπεσε νεκρή στο πάτωμα. Τα πανέμορφα μπλε μάτια της γύρισαν προς τα πάνω και τα ξανθά μαλλιά της γέμισαν πηχτό κόκκινο αίμα. Ο άγριος κοκκάκιας πέταξε κάτω το ματωμένο λοστό και έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα με πάταγο.
Την κοίταξα με θλίψη, θυμάμαι, αλλά τα δάκρυα δεν ήρθαν ποτέ στα μάτια μου. Ήταν η δική της στιγμή και δεν είχα κανένα δικαίωμα να της την καταστρέψω με παιδιάστικους λυγμούς και κλαψουρίσματα. Αργότερα θρήνησα, αλλά γρήγορα το ξεπέρασα. Στο κάτω-κάτω ήμουν πολύ τυχερός…
Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη συμμορία να κάθεται στις θέσεις μας και να καπνίζει το υπόλοιπο χόρτο. Κρατήθηκα ήρεμος, αλλά ήταν σίγουρο πως δεν θα άντεχα έτσι για πολύ. Ευτυχώς, το μαρτύριο σύντομα έφτασε στο τέλος του. Η παρέα μάζεψε τα εργαλεία της και μερικά λεφτά που η Αμάντα φύλαγε στην τσάντα της. Ο αρχηγός πήρε το κεφάλι του Τζον και το έριξε μέσα στην τσάντα του. Κίνησε τελευταίος προς την είσοδο και κοντοστάθηκε λίγο πριν φύγει. Τότε είδα το πρόσωπό του στο ημίφως και κρύος ιδρώτας κύλησε στο μέτωπό μου. Τον ήξερα! Μάλιστα, σε μια άλλη ζωή, ήταν φίλος μου. Φεύγοντας έκλεισε πίσω του την πόρτα με πάταγο.
Στο δωμάτιο επανήλθε απόλυτη ησυχία. Ο αέρας φύσηξε στριγγλίζοντας, μόνο που τώρα πια δεν φάνταζε τόσο τρομερός. Σκούπισα το μέτωπό μου με ένα μαντήλι και ξεφύσηξα με ανακούφιση. Δεν με έπιασαν ούτε αυτή τη φορά. Την επόμενη μπορεί να τους την έχω και στημένη.

 


Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα και κριτικές στα περιοδικά «MAXMAG», «Artviews», «Literature» και «Χάρτης», σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τα εικαστικά, καθώς και διηγήματα στο περιοδικό «Μονόκλ». Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.