Ηλίας Κωνσταντίνου | Ένα ποιητικό κρεσέντο – «Μανούλα μου, εγώ σ’ αγαπώ… και είμαι ωραίος σαν Έλληνας» | Του Αναστάση Πισσούριου

Ο Ηλίας Κωνσταντίνου γεννήθηκε το 1957 στη Λεμεσό. Πέθανε τον Φλεβάρη του 1995 σε ηλικία 38 ετών παλεύοντας με τον ιό του HIV. Θα ήταν σχεδόν παραχάραξη των αρχών της κριτικής στην ποίηση αν προσπαθούσα να βρω ορισμούς και έννοιες για να στεγάσω την ποίηση του Ηλία. Χωρίς να επιθυμώ να υπεκφύγω με την άρνησή μου να βάλω τον ποιητικό του λόγο σε στεγανά, θα προσπαθήσω, αντί να του δώσω τίτλο και θέση, να ξεγυμνώσω την ποίηση του χωρίς φόβο και πάθος.   

Αναμφισβήτητα τα ποιήματα του Ηλία θα τα χαρακτήριζα ποιητικά τρυπάνια. Καταφέρνουν με τον ποιητικό τους λόγο να διεισδύουν σε βάθος στον ψυχισμό μιας περιθωριακής κοινωνικής προσωπικότητας, εγκλωβισμένης στην ύπαρξη της Κύπρου. Ομοφυλόφιλος ο ίδιος, έζησε μια γόνιμη πολιτιστική δεκαετία στο Λονδίνο, από το 1972 μέχρι και το 1982. Για κάποια χρόνια είχε κάποιες επαφές και με την Ελλάδα. Επέστρεψε προφανώς με πολλές επιρροές από το πανκ, το αναρχικό και το LGBT κίνημα. Στο φορτίο που κουβαλά στους ποιητικούς του ώμους διακρίνεται μια κοινή φλέβα μεταξύ της ανήσυχης υπαρξιακής αγωνίας μπροστά στο δίπολο θάνατος/ζωή και της πολιτικής πραγματικότητας της Κύπρου, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει αυτό το δίπολο. Μ’ ένα στίχο από το ποίημα «Γράμμα σχέσων σχεδόν πεζό» από την τελευταία μεταθανάτια συλλογή Τα αυτοκρατορικά (1996), μπορεί εύκολα ν’ αποκωδικοποιηθεί η ποιητική και προσωπική του παρουσία:

 «… ότι είμαι … σχεδόν ανυπόταχτος.» 

Η μόνιμη εγκατάστασή του στην Κύπρο το 1984, στη Λεμεσό συγκεκριμένα, δίνει στον Ηλία το έδαφος τόσο για να γράψει ποίηση όσο και για να εκδώσει στην συνέχεια τις τέσσερις ποιητικές του συλλογές. Το γεγονός ότι γράφει ποίηση και στην κυπριακή ελληνική διανοίγει ένα τεράστιο ορίζοντα σε μια γλώσσα που ασφυκτιά αιώνες κάτω από το βάρος του λογοτεχνικού περιθωρίου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η χρήση της κυπριακής ελληνικής στην ποίηση του Ηλία γίνεται χωρίς καμιά μουσειακή επιτήδευση και χωρίς παραπομπές σε παραδοσιακές τεχνοτροπίες. Επίσης, δεν χρησιμοποιεί λέξεις ή εκφράσεις που δεν έχουν αντίκρυσμα στη γλωσσική πραγματικότητα του τόπου.  

Η προσπάθεια του Ηλία ν’ αναδείξει ποιητικά την υπαρξιακή αγωνία του υποκειμένου μπροστά στο δίπολο θάνατος/ζωή περνάει μέσα από ένα σωματικό μηχανισμό. Συγκεκριμένα, ο ποιητικός του λόγος δεν εσωτερικεύει αφηρημένα ποιητικά σχήματα. Αυτό που συμβαίνει στην ποίησή του είναι μια πολτοποίηση εννοιολογικών υπολειμμάτων που έχει ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση στη γλώσσα σωματικού τύπου ποιητικών κανόνων. Η σωματικότητα της ποίησής του δεν γίνεται απλά ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της γραφής του αλλά το ίδιο το ποιητικό σκεύος ή όχημα. Για να γίνει ακόμα πιο σαφές αυτό, η ποιητική σωματικότητα του λόγου του καταφέρνει και συμπυκνώνεται σε μια και μόνο εικόνα. Η επιλογή των εξώφυλλων (βλ. Εικόνα 1) των τριών ποιητικών συλλογών Αρσενικός Χαλκός (1984), Γράμματα της Ώρας (1985) και Τα αυτοκρατορικά καταδεικνύει τη συγκεκριμένη σωματική διάσταση του λόγου του.   

 

                        Εικόνα 1: Τα εξώφυλλα των συλλογών Αρσενικός Χαλκός , Γράμματα της Ώρας και Τα αυτοκρατορικά

Θα εγκύψω στον ποιητικό λόγο του Ηλία αρχικά με μια αυστηρότητα η οποία αρμόζει σε μια αφαιρετική απολέπιση της γλωσσικής του φύσης. Βρίσκουμε, στην ποίηση του Ηλία, μιαν άγκυρα σκληρότητας, η οποία δεν λείπει ποτέ από την παράλληλη τραχύτητα του λόγου του. Η ωμή γλώσσα που χρησιμοποιεί αποπροσανατολίζει βίαια την ίδια την εποχή στην οποία ζει. Η εμποτισμένη αλμύρα των μαχόμενων σωματικών λέξεων στάζει ιδρώτα στο χώμα. Κάθε λέξη, στάλα ιδρώτα που πέφτει, δημιουργεί μια νεκρή θάλασσα όπου επιπλέει ανάλαφρα το αλλοιωμένο όνειρο των εικόνων του. Η ποιητική του δεινότητα καταφέρνει να κατακερματίζει το βίωμα, κάνοντας επιτόπου και χωρίς καμιά απολύμανση μια εγχείρηση ανοιχτής ζωής. Ό,τι παραμένει ζωντανό είναι το βλέμμα. Ακόμα όμως κι αυτό δεν μένει ανενόχλητο. Ο Ηλίας θάβει το βλέμμα και το ξεθάβει αμέσως μετά, προσφέροντας μπροστά στα μάτια μας το σκοτεινό φάντασμα μιας τελετουργικής ποίησης. 

Το εύρος της ποιητικής του εγγύτητας προς τον θάνατο, με το βλέμμα όμως παράλληλα και στη ζωή, δεν γίνεται πάντα ικανή συνθήκη για άρτιο ποιητικό λόγο. Η προσπάθεια του Ηλία ν’ αντέξει το βάρος μιας τέτοιας διείσδυσης πετυχαίνει μόνο στον βαθμό που η αδούλευτη ποιητική του ματιά δεν εμποδίζει το αισθητικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, η αδούλευτη ποιητική ματιά του λόγου του καμπυλώνει προς τα μέσα και κινείται με βάση την ασφαλιστική δικλείδα του ορίου που θέτει εκ των προτέρων ο ίδιος. Μια τέτοιου είδους στροφή προς τα μέσα έχει ως αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό της αντίστασης με την οποία υποτίθεται ότι ο ποιητικός του λόγος παραχωρεί στην ελευθερία το έδαφος να ξεδιπλωθεί. Ο φαινομενικά αντισυμβατικός του λόγος, μαζί με το ελεύθερο πνεύμα που τον διακατέχει, δεν φτάνουν για ν’ αμφισβητηθεί η συγκεκριμένη πολιτική και εθνική καθεστωτική ορθότητα που διακατέχει την υποτιθέμενη ελληνικότητα της καταγωγής του. 

Υπάρχει ένα κενό σημείο στην ποίηση του Ηλία, στο οποίο ο ίδιος καταφέρνει και χωράει τόσο την αισθητική του λόγου όσο και την πολιτική του τοποθέτηση. Σε αυτό το κενό σημείο βρίσκεται όλη η ουσία του ποιητικού του λόγου. Στο κείμενο του Παντελή Γεωργίου με τον τίτλο «Υπήρξαν καταραμένοι ποιητές στην Κύπρο: Η περίπτωση του Ηλία Κωνσταντίνου» επισημαίνεται κάτι πολύ καίριο και σημαντικό. Ισχυρίζεται ο κ. Γεωργίου ότι για την περίπτωση του Ηλία «εκφράστηκε χλευασμός για το παρακμιακό του είδους και επίσημα αποσιωπήθηκε. Ούτε καν η αρνητική τοποθέτηση δε βρήκε πρόσφορο έδαφος.» Δεν είναι καθόλου άτοπη η συγκεκριμένη θέση, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν συνιστά μια ολοκληρωμένη αλήθεια σε ό,τι αφορά την αντίδραση στην ποίηση του Ηλία. Το ότι αποσιωπήθηκε η ποίηση του Ηλία δεν έχει να κάνει με το ότι άρθρωσε απειλητικό ποιητικό λόγο, ούτε με το ότι αμφισβήτησε τη διατήρηση της ελληνικότητας της Κύπρου ή της ελληνικής συνείδησης των Κύπριων. Κατά βάση, δεν αποσιωπήθηκε επίσημα η ποίηση του Ηλία αλλά αφομοιώθηκε ανεπίσημα στο οικοδόμημα του ελληνοκεντρικού ιδεολογικού κορμού μιας Κύπρου που ανήκει στην Ελλάδα. Δεν χρειάστηκε καμιά «αρνητική τοποθέτηση» στην ποίηση του Ηλία γιατί ουσιαστικά η ποίηση αυτή δεν έρχεται σε ρήξη με το πολιτικό κατεστημένο. Για παράδειγμα, στη συλλογή Αρσενικός Χαλκός στο Ποίημα «Μάσκα του Γάμου» είναι πρόδηλος ο χαρακτήρας του πολιτικού του λόγου:  

«Πόσο δύσκολη η ανάγκη για ένωση!

Με τόσους δικούς σου 

με τόσους δικούς μου 

πόσο μακριά, πόσο μέσα να σταθούμε 

Πόσο μακριά, πόσο μέσα πρέπει να σταθούμε! 

Για να λυθεί 

πριν να χαθεί.» 

Στην ίδια ερμηνευτική γραμμή του Παντελή Γεωργίου κατευθύνεται και ο Μάριος Κυριάκου. Στην περίπτωση όμως του Μάριου Κυριάκου γίνεται πιο ξεκάθαρος ο ρομαντικά προσδιορισμένος ελλαδικός σωβινισμός της ποιητικής παραγωγής του Ηλία. Όπως αναφέρει ο Μάριος Κυριάκου: «Η δημιουργία του νεοσύστατου Κυπριακού κράτους αναγορεύεται σε ιστορική παραδρομή που έχει βυθίσει στον ύπνο την ελληνική συνείδηση του τόπου. Ο ηθικός αυτουργός, «το σάβανο: κήπος – Λονδίνο και τσάϊ…», θυμίζει αβίαστα την ‘Ωδή για ένα Σκοτωμένο Τουρκάκι’ του Παντελή Μηχανικού.» Μεταξύ άλλων ο συγκεκριμένος στίχος εκφράζει ακριβώς το γεγονός ότι η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα η έναρξη μιας δικοινοτικού τύπου κυπριακής συνείδησης «έχει βυθίσει στον ύπνο την ελληνική συνείδηση του τόπου». Ο αγώνας της ΕΟΚΑ για Ένωση απέτυχε και αυτό οδηγεί την ποίηση του Ηλία σ’ έναν χαμένο ρομαντικό εθνικισμό ντυμένο με την αγωνία του θανάτου. Από την άλλη, ο ίδιος ο Μάριος Κυριάκου προσπαθεί ν’ αποτινάξει αυτόν τον ελληνικό εθνικιστικό σωβινισμό από την ποίηση του Ηλία  όταν αναφέρει ότι «Η συνεύρεση των μειονοτήτων στο μητροπολιτικό χώρο της Αθήνας ανάγει το ποίημα σε φόρο τιμής στη διαφορετικότητα, εξακοντίζοντας κάθε εθνικιστική υπόνοια.». Προφανώς, ο Μάριος Κυριάκου εθελοτυφλεί ή πέφτει θύμα της αισθητικά άρτιας ποιητικής του Ηλία. Μεταξύ των φίλων του Ηλία είναι και ο γνωστός λογοτέχνης και ποιητής Κώστας Μακρίδης, στον οποίο άνηκαν τότε και οι εκδόσεις Θεμέλιο. Ο Κώστας Μακρίδης αναφέρει χαρακτηριστικά το 1995, τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Ηλία, σ’ ένα αφιέρωμα στην Μπουάτ Υδροχόος: «Είναι ακόμα η υγιής και συνεχώς αυξανόμενη αγάπη του για την Ελλάδα και την ελληνική μοίρα αυτού του νησιού, με όλα τα καλά, και πιθανόν τα κακά, που συνεπάγεται». Αυτή η αγάπη για την Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην ποίηση του Ηλία: ταυτίζεται με τον έρωτα που έχει ο Ηλίας για τη θηλυκότητα εν γένει. Το πρώτο μέρος της συλλογής Γράμματα της Ώρας έχει τον τίτλο «Οικογενειακές Υποχρεώσεις». Περιλαμβάνει δύο ποιήματα που αφορούν τη μάνα και τον πατέρα. Στο ποίημα «La vie en rose» που είναι αφιερωμένο στη μάνα αντικατοπτρίζεται μια εννοιολογικού τύπου τριαδική σχέση μεταξύ της Ελλάδας ως μάνας, της θηλυκότητας ως Ελλάδας και μάνας και τέλος της Μαινάδας, στην οποία εμπερικλείονται και οι τρεις έννοιες – Ελλάδα, μάνα και θηλυκότητα. Συγκεκριμένα ο Ηλίας γράφει στο ποίημα: 

 «Ελλάδα μαινάδα σου μοιάζω

αλλά κοίτα – αλλάζω

επιστρέφω

τη βαθειά ριζωμένη ηδονή

σκοτεινή υγρή εποχή 

στο κορμί σου.”

“Ελλάδα μαινάδα 

Τούρκος ευνούχος…»

Όπως επίσης στα Αυτοκρατορικά, στο ποίημα «Καλαμαράς στον κήπο της Εδέμ», η μάνα, ως προνομιούχα ενσάρκωση της θηλυκότητας, είναι η Ελλάδα:

 «Μανούλα μου, εδώ που μ’ έστειλες

σ’ αυτό το παρακλάδι της πατρίδας μας λείπει το φως…»  

«Μανούλα μου, εγώ σ’ αγαπώ… και είμαι ωραίος σαν Έλληνας» 

Η Ελλάδα ως μάνα έχει καλλιεργηθεί από τον εθνικό πολιτισμό της Ελλάδας, ο οποίος εκφράζει μια πολιτισμική πρωτοτυπία ηθικού περιεχομένου έτσι ώστε να δεσμεύει τον λαό στο αιώνιο εθνικό πνεύμα. Ο πολιτικός εθνικισμός διακατέχεται από ένα τοπολογικό γεωγραφικό πρόσημο: «Η έννοια του τόπου είναι ουσιώδης για την ελληνική ιστορία, την πολιτική και τον πολιτισμό (…) ένας τόπος γίνεται προϋπόθεση για την αποκατάσταση του ελληνισμού: Ο ελληνισμός μπορεί να αναπτυχθεί φυσιολογικά και να αναζητήσει την ολότητα του μόνο μέσα στο πλαίσιο της γεωγραφίας του.» Η Κύπρος γίνεται ο τόπος στον οποίο βρίσκει ο ελληνικός πολιτικός εθνικισμός την ενιαία, διαχρονική και μοναδική εθνική του οντότητα. Στο ποίημα «Η Κύπρος προς τους λέγοντες ότι δεν είναι Ελληνική» του Βασίλη Μιχαηλίδη από την ποιητική συλλογή Ασθενής Λύρα διακρίνεται η ίδια ποιητικά εκφρασμένη πολιτική αντίληψη:  

«…δώσ’ με κ̌ι εμέν’ της μάνας μου να με σφιχταγγαλιάσει,

για να χαρεί τούτ’ η καρκιά, ν’ ανοίξει, να γελάσει.
Δώσ’ με να μπω στ’ αγκάλια της να πάρω το φιλίν της
να σβύσω ‘γιω την δίψαν μου κ̌αι κ̌είνη την δικήν της.»

Η Ελλάδα ως Μαινάδα εντοπίζεται επίσης στο ποίημα «Φόρος Τιμής» από τη συλλογή Τα Αυτοκρατορικά ως εξής: 

«Απεργία; Προδοσία. Η Ελλάδα; Μαινάδα.»

Πέρα δηλαδή από τον αντεργατικό του στίχο περί της απεργίας ως προδοσίας, επανεμφανίζεται το «Μαινάδα» επικυρώνοντας την απαραίτητη κυριαρχία της ελληνικότητας στο νησί. Όσον αφορά την απεργία και την αναφορά του Ηλία ως προδοσία ο Ζιαρτίδης, στην ανάμνηση του για τους μεγάλους απεργιακούς αγώνες της δεκαετίας του 1940 και ιδιαίτερα για την απεργία του 1944 σημειώνει:

«Θα αναφέρω μερικά συγκινητικά παραδείγματα από τον αγώνα της 1ης του Μάρτη. Ήταν ένας πολύ δύσκολος, σκληρός αγώνας, που δίχως την αλληλεγγύη του λαού δεν θα επιτύγχανε. Πως εκδηλώθηκε αυτή η αλληλεγγύη; Πρώτα ανάμεσα στους μεσαίους της πόλης… (αλλά και) οι λεπροί λοιπόν έκαναν έρανο για να ενισχύσουν τον αγώνα της 1ης του Μάρτη. Οι ιερόδουλες της περιοχής έκαναν επίσης έρανο για να ενισχύσουν το απεργιακό ταμείο. Μια απ’ αυτές θυμούμαι είχε προσφερθεί να μας δώσει το δακτυλίδι της. Δεν το πήραμε βέβαια αλλά αυτό δείχνει πόσο είχε επεκταθεί η συμπάθεια και η αλληλεγγύη του λαού στον αγώνα εκείνο».

Αγνοώντας τη δυνητική σύνδεση ανάμεσα στην απεργία και τη χειραφέτηση (περιλαμβάνοντας και την έμφυλη χειραφέτηση, όπως δείχνει ο Ζιαρτίδης), ο εθνικιστικός ρομαντισμός του Ηλία διακατέχεται από μια καταστροφολογία σε σχέση με την Κύπρο, αφού το νησί βυθίζεται στο μίασμα που λέγεται Τούρκος. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος επίσης στο ποίημα «Φόρος Τιμής»: 

«… και είμαι και λάμπω – περήφανος Έλληνας Κύπριος.»

Ο Ηλίας λάμπει σε τόσο βαθμό που τυφλώνει το άλλο, τον Τούρκο-Κύπριο. Η μυθολογική ταύτιση της Ελλάδας-μάνας ως Μαινάδας δεν είναι καθόλου τυχαία. Οι Μαινάδες ήταν ακόλουθες του Διόνυσου και αντιπροσώπευαν την ωμή βία. Επιδίδονταν σε ωμοφαγία και διακατέχονταν από μανία. Τις συναντάμε στην τραγωδία Βάκχες του Ευριπίδη. Στη τραγωδία ο Πενθέας διαμελίζεται από την Μαινάδα μητέρα του Αγαύη, η οποία του μπήγει στο κεφάλι του το κοντάρι της. Ο Πενθέας στη συνέχεια γίνεται ο ίδιος μαινάδα, ηδονοβλεψίας και αδύναμο παιδί. Το φαντασιακό μιας Κύπρου κάτω από την σκέπη της Ελλάδας που αναβλύζει από τα ποιήματά του Ηλία και η σκοτεινή αισιοδοξία της ποίησής του μεσολαβούνται από τη σύνθλιψη του άλλου (εν προκειμένω, του Τούρκου/Τουρκοκύπριου ο Ηλίας δεν διαφοροποιεί καν τις δύο ταυτότητες), ιδωμένου πάντα ως εχθρού. Από αυτή τη σύνθλιψη αναμένεται να φέρει το πολυπόθητο καινούργιο. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας αφανίζεται λοιπόν φαντασιακά από τις δυνάμεις της Ελλάδας-μάνας-Μαινάδας. Οτιδήποτε έχει να κάνει σχέση με την τουρκοκυπριακότητα ή δικοινοτικότητα είναι απόν, σαν μια ιστορική ασθένεια που θεραπεύεται μόνο μέσω της ιστορικής απαξίωσης. Το ποίημα με τίτλο «Σ’ αγαπώ Κύπρος – γι’ αυτό φεύγω» έχει μόνο ένα στίχο και είναι ο εξής: «Σ’ αγαπώ Κύπρος – γι’ αυτό μένω.» Ανάμεσα στο «μένω» και το «φεύγω», ο Ηλίας αγαπάει την Κύπρο. Σε αυτό το ανάμεσα τοποθετείται στο όνειρο μιας πίστης για την Ένωση. Στο ποίημα «Ρυτίδες» από τη συλλογή Τα Αυτοκρατορικά ο Ηλίας ατενίζει αυτό τ’ όνειρο:

 «Κομμένα τα στήθη – και το πέλαγος

γάλα ξινισμένο – και φύκια ξυδάτα στη Χλώρακα 

όπου σύσσωμος ο Ελληνικός Κυπριακός λαός κάθεται ατάραχος 

και με λάμποντα μάτια απ’ τα δάκρυα κοιτάζει 

την αβύθιστη πράξη της ένωσης – να φανεί στον ορίζοντα.» 

Ο ειδωλολάτρης Ηλίας δεν πιστεύει σε κανένα χριστιανικό θεό, παρά μόνο στ’ όνειρο της Ένωσης. Το φαντασιακό τοτέμ του Ηλία απλώνεται κυριαρχικά σαν καρκίνωμα σε όλη την ποιητική του παραγωγή. Στο ποίημα «Δεύτερο Ρήμα», στη συλλογή Αρσενικός Χαλκός, τοποθετεί τον εαυτό του επίσης σ’ ένα μεταξύ. Συγκεκριμένα γράφει, «έγινα εθνικός στο μεταξύ». Η χρήση του «εθνικός» εδώ δεν έχει εθνικιστικό περιεχόμενο αλλά θρησκευτικό. Το «Εθνικός» έχει την κυριολεκτική έννοια του ειδωλολάτρη. Η γη του Ηλία δεν βρίσκεται στην Κύπρο αλλά ούτε και στην Ελλάδα παρά στο ανάμεσα μιας Ελληνικής Κύπρου. Η γη παίζει ένα ιδιαίτερο ρόλο στην ποίηση του Ηλία. Αρχικά γίνεται το έδαφος πάνω στο οποίο ανοίγει το στέρνο της κυπριακής ποιητικής γλώσσας για ν’ αναβλύσει από μέσα το χάλκινο μέταλλο μιας αξιοπρεπούς κυπριακής ποιητικής παραγωγής. Αυτή η χάλκινη ποιητική γλώσσα της Κύπρου κείτεται στα σκοτεινά βάθη της ιστορίας σαν σπόρος που ακόμα μάχεται να φυτρώσει. Πρέπει εδώ να ληφθεί υπόψη ότι ο χαλκός για τη Κύπρο είναι το βασικό μέταλλο με το οποίο σαν νησί μπόρεσε και διατηρήθηκε λόγω των πλούσιων κοιτασμάτων του μέσα στην ιστορία. Ακόμα και το όνομα – Κύπρος – έχει άμεση σχέση με τον χαλκό. Κυπρίτης είναι το όνομα του συγκεκριμένου χαλκού που βρίσκεται στην Κύπρο. Οι Λατίνοι το ονόμαζαν aes Cyprium που σημαίνει «μέταλλο της Κύπρου», που αργότερα συντομεύτηκε σε Cuprum. Αργότερα έγινε copper στα αγγλικά. Για τον Ηλία λοιπόν η γη εκτός από γλώσσα είναι επίσης πολιτική οντότητα, η οποία ταυτίζεται με τον αρσενικό χαλκό όπως υποδηλώνει ο τίτλος της πρώτης συλλογής του. Η ιστορική ανάγκη του κυπριακού αρσενικού χαλκού, το αυθύπαρκτο δηλαδή της κυπριακής παρουσίας ως εν δυνάμει αυθύπαρκτης πολιτικής οντότητας, πρέπει για τον Ηλία να χωθεί ακόμα πιο βαθιά στα σπλάχνα της γης μήτρας, προς την παντοτινή εξάλειψη. Στο ποίημα «4 Ομοφυλόφιλα Σώματα» της συλλογής Αρσενικός Χαλκός επισημαίνει:

«Πρέπει να συντηρώ τον φαλλό μου»

Η συντήρηση του «φαλλού» μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την κυριαρχία της Ελλάδας/Μαινάδας. Η συντήρηση του φαλλού κρύβει την απόλυτη κυριαρχία της Μαινάδας που πρέπει να μας κατασπαράξει με το φαλλικό της χάλκινο κοντάρι, σφυρηλατημένο απ’ το κλεμμένο μέταλλο της Κύπρου. Η Κύπρος πρέπει να υποταχθεί στη φαλλική θηλυκότητα της μητρικής Ελλάδας – Μαινάδας. Η φαλλική επιβολή, από την άλλη, της Μαινάδας, είναι η σωτηρία της Κύπρου δια μέσω μιας ερωτικής Ένωσης ή διείσδυσης που θα ολοκληρωθεί εν τέλει «πνίγοντας τους Τούρκους στα χύματα.» («Ποίημα εδάφους» από τη συλλογή Τα αυτοκρατορικά). Ο ελλαδικός φαλλός, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ηλίας, προσμένεται «… στον κώλο της Κύπρου / που, τουμπωμένος στην Σιονίστρα / ουραγεί – πασπατεύκει τα άστρα.» («Αρσενικός Χαλκός (Έξοδος)» από τη συλλογή Αρσενικός Χαλκός). Στο πρόσωπο του Τούρκου, που αναμένεται να εξαλειφθεί με ένα ζωοκτόνο και όχι ζωοφόρο σπέρμα, ο Ηλίας βλέπει όλους τους σφετεριστές της Κύπρου. Έτσι, όποιος ερμηνεύεται ως κάποιος που συντάσσεται με τον σφετεριστή γίνεται επίσης εχθρός. Στο ποίημα «Φόρος Τιμής» ο Ηλίας απορεί γιατί κάποιοι να πάρουν το μέρος των «Τούρκων»:  

«…γιατί – γεμάτοι αηδία, επήγαν οι γύφτοι, μαζί με τους Τούρκους;»

Ο Ηλίας προφανώς μ’ αυτόν τον στίχο κάνει αναφορά στην μεταπολεμική έξοδο των Ρομά προς τον κατεχόμενο βορρά. Στο ίδιο ποίημα δεν μπορεί να μην γίνει αναφορά στην επίκληση στους κύπριους φασίστες που άφησαν τότε τους Ρομά ν’ ακολουθήσουν τους Τούρκους και όχι τους Έλληνες. Απευθύνεται λοιπόν ανοικτά στους κύπριους φασίστες:

«ελεήστε τη χώρα, το μικρό εαυτό μας, το ελάχιστο μέλλον

γιατί – ο όμορφος κόσμος μας σήμερα χάνεται

και η ‘ψυχή μας αύριο κάνει πανιά’» 

Η αναφορά στον Σεφέρη και στο συγκεκριμένο ποίημα δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ποίημα «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», γραμμένο στο Κάιρο το 1942 (περιλαμβάνεται στο Hμερολόγιο Kαταστρώματος Β’ του 1944), χαρακτηρίζεται από ένα αντικομμουνιστικό πολιτικό φόβο για το μέλλον της Ελλάδας και του ελληνισμού. Ο Ηλίας χρησιμοποιεί τον σεφερικό στίχο ως δάνειο στην περίπτωση της Κύπρου, της οποίας ο ελληνισμός απειλείται από τους Τούρκους. Η ποίηση του Ηλία γίνεται εύκολα μια πολιτική διακήρυξη στην οποία ο αντικομμουνισμός ταυτίζεται με τον αντιτουρκισμό. Στην νεότερη ιστορία της Κύπρου ο αριστερός ταυτίζεται με τον προδότη «τουρκόσπορο» ενώ ο δεξιός ακόμα και ο φασίστας με τον Έλληνα ήρωα πατριώτη που θα φέρει την ελευθερία και την Ένωση. Ο Ηλίας δεν αρκείται ούτε σε δημοκρατικές αντιλήψεις ούτε σε προοδευτικές πολιτικές κινήσεις. Απεναντίας, επικαλείται το έλεος των φασιστών/ηρώων για το μέλλον της Κύπρου. Στο ποίημα «Εγώ εδώ», από τη συλλογή Τα Αυτοκρατορικά, τοποθετεί με ιεραρχική προτεραιότητα τις πολιτικές του πεποιθήσεις. 

«ανάσταση επανάσταση – οι τάξεις όζουν όζον και ε και; 

σκιά Τουρκίας.»

Αρχικά, για τον ίδιο η «επανάσταση» ταυτίζεται με την «ανάσταση». Πέρα δηλαδή από τη φιλολογική ερμηνεία των ομόηχων λέξεων και των ετυμολογικών συγγενών ουσιαστικών υπάρχει μια βαθιά πολιτική τοποθέτηση. Η πορεία προς την πτώση της ΕΣΣΔ δεν μένει αδιάφορη στον Ηλία. Η αντίληψη του μαρξισμού-κομμουνισμού ως πολιτικής θεωρίας και του χριστιανισμού ως θρησκείας που μοιράζονται, υποτίθεται, το κοινό έδαφος ενός κλειστού δόγματος ανελευθερίας και περιορισμών, γίνεται προφανής σε αυτήν την ταύτιση. Η συνέχεια γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη. Η μαρξιστική θεωρία περί τάξεων περιθωριοποιείται στον βαθμό που γελοιοποιείται. Οι τάξεις για τον Ηλία μυρίζουν όζον, είναι δηλαδή ένας ατμοσφαιρικός ιστορικός ρίπος του μαρξισμού. Αυτό που έχει προτεραιότητα στην πολιτική του αντίληψη, η οποία δεν τον αφήνει να βρει την ιστορική του γαλήνη, είναι η σκιά της Τουρκίας. Η δεύτερη αναφορά που γίνεται σχετικά με την πολιτική ταύτιση κουμμουνισμού και χριστιανισμού εντοπίζεται στην «Εισαγωγή» της συλλογής Αρσενικός Χαλκός, η οποία γράφτηκε στο Λονδίνο το Απρίλη του 1982 στα αγγλικά:  

«Η κόρη του Στάλιν πάει στον Χριστό 

– λέει: ‘Εδώ είναι ένας καλός Θεός

σ’ αυτόν θε’ να δοθώ.»

Στη συλλογή Κυπριακές Ηθογραφίες, ο Ηλίας οδεύει ήδη προς τον θάνατο, μια που η ασθένεια του χειροτερεύει. Η πολιτική του επικέντρωση όμως δεν σταματά, ακόμα και στα ποιήματα που βρέθηκαν και εκδόθηκαν ένα χρόνο μετά τον θάνατό του. Ακόμα από το εξώφυλλο της συλλογής Κυπριακές Ηθογραφίες η μη ελληνική Κύπρος βρίσκεται στο στόχαστρο. Η υπαρξιακή του πληγή ταυτίζεται με αυτή της Κύπρου. Είναι έτοιμος να σβήσει ακόμα και από τον χάρτη την Κύπρο, αφού δεν είναι ελληνική και διατηρεί ακόμα κάτι μολυσμένα τούρκικο εντός της. Στο εξώφυλλο της συλλογής διακρίνεται λοιπόν το γεωγραφικό σχήμα του νησιού χαραγμένου και σβησμένου με μολύβι ή στυλό (Βλ. Εικόνα 2).

   

 

Εικόνα 2: Εξώφυλλο της συλλογής Κυπριακές Ηθογραφίες (1991). 

Στο ποίημα «Ομοσπονδία» της συλλογής ο ποιητής εγγράφει στην ποιητική του γλώσσα την καβαφική προτροπή της ματιάς που καταφέρνει να βλέπει διορατικά μέχρι την άκρη του κόσμου. Η μιμητική του ποιητική δεινότητα συγκεντρώνεται στο ειρωνικό πολιτικά γέλιο «… – χαχά χαχά» ως προς την ισότητα των δυο κοινοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η «προσθήκη» την οποία επικαλείται είναι προφανώς το δικοινοτικού τύπου Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Ηλίας όμως δεν σταματά εκεί. Ζητάει να πάρουμε από τους αγωνιστές της Ένωσης μόνο τα καλά «για να περνά ευχάριστα η ώρα της αναμονής, πριν την επώδυνη σύγκρουση». Η «επώδυνη σύγκρουση» γίνεται αναμφισβήτητα ο πολυπόθητος πόλεμος ενάντια στους Τούρκους για την απελευθέρωση.  Το απόσπασμα του ποιήματος έχει ως εξής:

  «… – χαχά
χαχά να κουβαλείς, σα δούλος και πριγκήπισσα μαζί
την προσθήκη της ισότητας.
Κόψε στα δυο τον σύνδεσμο των παλαιών αγωνιστών – να πάρεις τα καλά:
την αντοχή, το όραμα, το θάρρος για ζωή στη σκέψη του θανάτου
τα τολμηρά τραγούδια που εσκαρώναν στα κρησφύγετα
για να περνά ευχάριστα η ώρα της αναμονής, πριν την επώδυνη σύγκρουση.»

Οι αναφορές των πολιτικών του διακηρύξεων για ένα ελληνικό νησί μέσα από τα ποιήματα του στις Κυπριακές Ηθογραφίες είναι αρκετές. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Ποδήματα» διαβάζουμε:

«… απομακρύνει σταθερά την, όπως λεν’ την λύση, βιώσιμη 

την ζώσα και εξαίρετη στιγμή, που θα δούμε επιτέλους το μέλλον σαν άλλοι

όταν εδώ, στον τόπο μας, απλώσει η τέλεια σύναξη

και η φωταπτή συνείδηση του άφοβου ξεχωριστού…»

 (…) «ιερόν ερωτικό

ειδ’ άλλως σβύνει απόλυτα ο πόθος που εκαθόριζε

ως τώρα τα πατήματα – κι ελληνικά να σκέφτονται – πάνω στο νησί.» 

Επίσης, στο ποίημα «Αστροναύτες» διακρίνεται ο πολιτικός έρωτας μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου. Για τον Ηλία η Κύπρος είναι το αρσενικό και η Ελλάδα το αρσενικοποιημένο θηλυκό. Η «ένωσή» τους γίνεται λοιπόν μια ομόφυλη πολιτική ένωση: 

«Το αντρικό παράθυρο – έγκυο με σύμβολα απτά 

το γυναικείο τόξο – στόχαστρο μαζί, να χύνει ανάριθμα άστρα.»

Στο ποίημα «Κυριακή», από την άλλη, ο ποιητής καλεί τον φαλαγγίτη φασίστα να γίνει ο δάσκαλος του έθνους. 

 «Και να ντυθείς σαν φαλαγγίτης δάσκαλος…»

«Σε πάσχα ελληνικό – δίχως Χριστό δίχως σταυρό…»  

Ο Μάριος Κυριάκου, στο κείμενο του «Eισαγωγικό σημείωμα στην ποίηση του Hλία Kωνσταντίνου» αναφέρει ότι «Η συλλογή, όπως και το σύνολο του ποιητικού του έργου, αποτελεί κατάθεση οδυνηρής αγάπης και φόρο τιμής για την Κύπρο.» Θα συμφωνούσα με τον Μάριο Κυριάκου αν αυτή η αγάπη δεν ήταν, και λυπάμαι που το λέω, ένας φασιστικός φόρος τιμής στην Κύπρο. Θα συμφωνούσα με τον Μάριο Κυριάκου αν το ποίημα «Πάνδερμα» δεν χαρακτήριζε τους Τουρκοκύπριους «υπόδουλους» και «αδιάφορους κυρίαρχους». Στο ποίημα «Μετάθεση» ο Ηλίας χαρίζει την Κύπρο όπως ακριβώς τη σβήνει από τον χάρτη με το μολυβάκι του όταν γράφει: 

«Μέσα μου κλείνω ποταμό και σ’ ένα δέλτα ελληνικό-ισόσκελο τον δυνατό μου διχασμό, στην Κύπρο την ασήμαντη, απέναντι, χαρίζω.» 

Ο Ηλίας χαρίζει την Κύπρο όχι επειδή είναι πολιτικά αφελής, ούτε όμως επειδή η εποχή δεν ήταν ώριμη και δεν τον άφηνε να έρθει σ’ επαφή με άλλες προοδευτικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ο Ηλίας χαρίζει την Κύπρο με την άκρως συνειδητή φασιστική νοοτροπία που διακατείχε

τα «σχεδόν ανυπόταχτα» παιδιά της ΕΟΚΑ Β’. Στο ποίημα «Εγώ εδώ» από τη συλλογή Τα Αυτοκρατορικά το επαναλαμβάνει ρητά υπό το βάρος του ίδιου του θανάτου του: 

«… εγώ γυμνός εγώ Έλληνας εγώ Κυπραίος μόνο και μακριά…»

Η ποιητική παραγωγή του Ηλία φαίνεται να κινείται σε μια ασυμφωνία παραστάσεων όσον αφορά το όραμά του για την Ένωση. Στο ίδιο ποίημα αναφέρει: 

«Είναι νομίζω πλέον σαφές – ο Καβάφης δεν θα ξαναπιεί καφέ

στη θάλασσα του Καραβά, κοιτάζοντας δήθεν ψυχρά

τους κτίστες να επιστρέφουν κουρασμένοι και όμορφοι
από του Μάρε Μόντε την οικοδομή.»

Στον βωμό μιας ονειρικής Ένωσης, ο Ηλίας βλέπει τον Καβάφη να πίνει καφέ στον Καραβά. Στον βωμό του απόλυτου αφανισμού κάθε τούρκικου στοιχείου στο νησί θυσιάζει την ποιητική του ρομαντική δεινότητα, την ικανότητά του να συλλαμβάνει μια μοναδική κυπριακή γλωσσική πραγματικότητα και να αποδομεί την καθεστηκυία τάξη του λογοτεχνικού κόσμου της Κύπρου. Επίσης, στο ίδιο ποίημα, διακρίνεται μια σπίθα από μια εντελώς κυπριακή ποιητική εικόνα που κατά τη γνώμη μου δεν εντοπίζεται σε κανένα άλλο κύπριο ποιητή.  

«… έτσι μεγάλωσα – σ’ ένα νησί, που αν πει ν’ ανάψει θα γινεί

η πιο λαμπάδα τσιλλαρκά στην καρδιά του πλανήτη.»

Είναι μια εικόνα μεταξύ άλλων η οποία θα μπορούσε να χαράξει για πρώτη φορά με λογοτεχνικό πόνο και όχι σάτιρα το σκληρό δέρμα του εθνικού κορμού μιας ασφυκτιούσας λογοτεχνικής υπόκλισης στην ευτελή υποτέλεια. Το συγκεκριμένο δίστιχο εσωτερικεύει την σατιρικότητα των παραδοσιακών κυπριακών «μυλλομένων» προσφέροντάς μας την όμως πέρα της σάτιρας που έχει άξονα την σεξουαλική τύπου βωμολοχία, η οποία εγκλωβίζεται και αρκείται σ’ ένα χαμόγελο αμηχανίας όταν χρησιμοποιούνται τις λέξεις «βίλλος» και «πούττος». Η λογοτεχνική, σχεδόν υπαρξιακή αμηχανία του κύπριου λαϊκού ποιητή που διακατέχεται από την αντιστασιακή ηδονή μιας λεκτικής ελευθερίας είναι γεγονός. Στο συγκεκριμένο δίστιχο συμπυκνώνεται μια ποιητική επαναστατικότητα όσον αφορά τη λογοτεχνική αποδέσμευση της σαχλής, αν μπορούσα να τη χαρακτηρίσω έτσι, «μυλλωμένης» ποιητικής παράδοσης. Στην ποιητική του Ηλία χρησιμοποιούνται μεν «μυλλωμένες» εκφράσεις και λέξεις αλλά εμποτίζονται μ’ ένα κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο, άσχετα αν αυτό είναι αντιδραστικό και άκρα εθνικιστικό. Το συγκεκριμένο δίστιχο είναι ένα παράδειγμα στην ποίηση του Ηλία το οποίο θα μπορούσε ν’ αναλάβει τα ηνία μιας νέας κυπριακής ποιητικής τεχνοτροπίας που τη θέλει «λαμπάδα τσιλλαρκά στην καρδιά του πλανήτη». Αυτή όμως η συγκεκριμένη επαναστατική ποιητική ουσιαστικά δεν επιτελείται στην ποίηση του Ηλία όχι επειδή, όπως αναφέρει ο Μάριος Κυριάκου, ο Ηλίας εκφράζει το «απωθημένο ερωτικό υποσυνείδητο της Κύπρου», αλλά επειδή ο Ηλίας εκφράζει το φασιστικά απωθημένο ερωτικό ενσυνείδητο της Κύπρου. Ο επόμενος στίχος του ίδιου ποιήματος καταδεικνύει τη λογοτεχνική αποτυχία ενός ανήσυχου πνεύματος που προσπαθεί να τοποθετήσει στο ιστορικό γίγνεσθαι μια συνείδηση που πνίγεται στα σάλια του μίσους και της φρίκης κάνοντας την κατάσταση της προσφυγιάς ένα βραχνά για την κυπριακή κοινωνία:    

«… γύρω από ένα ηλίθιο πρόσφυγο στόμα.»

Ενώ αρχικά, η ποίηση του Ηλία Κωνσταντίνου δημιουργεί την εντύπωση ότι διαταράσσει τα λογοτεχνικά και πολιτικά νερά της Κύπρου, εν τούτοις αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι ν’ αφανίσει στο βάθος της κυπριακής γης-χαλκού, το ίδιο το νησί. Διανοίγει με τον ποιητικό του λόγο μια ποιητική οπή στην οποία ρίχνει μέσα οτιδήποτε που μπορεί ν’ αναδείξει μια κυπριακή συνείδηση. Στο ποίημα «Πρώτη γραφή επαναστατικού μανιφέστου», από τη συλλογή Τα αυτοκρατορικά, γράφει:

«Κάτω από τον καλό ουρανό της Κύπρου και ξάστερο – 

η Κύπρος όμως λείπει από εδώ.» 

«… μια χώρα πράγματι ανύπαρκτη» 

Η ανύπαρκτη χώρα είναι δημιούργημα του Ηλία. Η υπαρξιακή, πολιτική και ιστορική του ανάγκη για μια νέα ιστορική ζωή δημιουργεί μια φαντασιακά ανύπαρκτη χώρα. Εκεί ακριβώς, σε αυτήν την ανύπαρκτη χώρα, κατοικεί ο Ηλίας και από εκεί γράφεται και η ποίησή του. Μέσα σε αυτή την ανύπαρκτη χώρα ο «σχεδόν ανυπόταχτος» ποιητικός Ηλίας απλά αυνανίζεται παρακολουθώντας το τούρκικο αίμα να ρέει σε όλα τα ποτάμια της Κύπρου και να καταλήγει στου Μάρε Μόντε, την πανέμορφη παραλία του Καραβά. «Η Κύπρος έχει ανάγκη από Ελλάδα…» όση ανάγκη έχει ο Ηλίας να γίνει ο «φαλαγγίτης δάσκαλος» που θα χαράξει το μέλλον της Κύπρου. Το ποίημα «Ποίημα εδάφους» από τη συλλογή Τα αυτοκρατορικά συμπυκνώνει τον ποιητικά πολιτικό λόγο όχι μόνο του Ηλία Κωνσταντίνου ως περιθωριακού ποιητή που εργάζεται υπόγεια για την ελληνικότητα του νησιού αλλά και μιας ποιητικής παράδοσης λαϊκών και σύγχρονων ποιητών:   

«Η Κύπρος έχει ανάγκη από Ελλάδα…»

«… η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να σώσει το τόπο

πνίγοντας τους Τούρκους στα χύματα.» 

«… ‘οταν η Κύπρος εσπάραζε χύματα

χύματα, χύματα – κι έπνιγε έτσι (μόνο έτσι) στο αίμα τον εχθρό.»

***

 


1. Ο στίχος είναι του ποιήματος «Καλαμαράς στον κήπο της Εδέμ» από τη συλλογή “Τα αυτοκρατορικά”

2. Εδώ https://hliask.wordpress.com/ το βιογραφικό σημείωμα του Ηλία Κωνσταντίνου που έχει συντάξει ο ίδιος.

3. Πρακτικά Συνεδρίου, Δήμος Λεμεσού & Εταιρεία Λογοτεχνών Λεμεσού “Βασίλης Μιχαηλίδης”, Η κυπριακή Λογοτεχνία μετά το 1974, Λεμεσός 2015. Παντελής Γεωργίου «Υπήρξαν καταραμένοι ποιητές στην Κύπρο: Η περίπτωση του Ηλία Κωνσταντίνου». https://hliask.wordpress.com/%ce%bd%ce%ad%ce%bf-%ce%ac%cf%81%ce%b8%cf%81%ce%bf-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%b1-1332010/

4. «Eισαγωγικό σημείωμα στην ποίηση του Hλία Kωνσταντίνου», του Μάριου Κυριάκου. https://hliask.wordpress.com/%ce%ac%cf%81%ce%b8%cf%81%ce%bf-3/

5. Ο στίχος είναι από το ποίημα «Φόρος Τιμής» από τη συλλογή “Τα Αυτοκρατορικά”.

6. «Eισαγωγικό σημείωμα στην ποίηση του Hλία Kωνσταντίνου», του Μάριου Κυριάκου, https://hliask.wordpress.com/%ce%ac%cf%81%ce%b8%cf%81%ce%bf-3/

7. Το κείμενο αυτό διαβάστηκε σε εκδήλωση μνήμης που οργάνωσαν οι φίλοι του Ηλία στην Μπουάτ 

      Υδροχόος, στις 31/5/1995. https://hliask.wordpress.com/%ce%ac%cf%81%ce%b8%cf%81%ce%bf-2/

8. Λεοντή A., «Τοπογραφίες του Ελληνισμού Χαρτογραφώντας την πατρίδα», Εκδόσεις: Scripta 1998, σελ: 126. 

9. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο «Χρονικό», Εφ. Πολίτης, 8/3/2009, τ. 55 Εισαγωγή. http://koinonioloyika.blogspot.com/2015/01/20.html

10. Ο στίχος είναι του ποιήματος «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά» από το “Hμερολόγιο Kαταστρώματος Β’” 1944”.

11. Η αναφορά από το ποίημα «Γράμμα σχέσων σχεδόν πεζό» από τη συλλογή “Τα Αυτοκρατορικά”. Ο στίχος «… ότι είμαι … σχεδόν ανυπόταχτος.»