Ακάλυπτες Επιταγές

Ένα καλό πρωινό, λένε περιέχει «Eggs and Sausage». Και η αγουροξυπνημένη , ευφυής πάντα φιγούρα του Tom Waits αμέσως μετά πιάνει το τραγούδι. Και δεν έχει την παραμικρή στενοχώρια επειδή τάχα ο κόσμος πάντα θα προχωρεί με ακάλυπτες επιταγές και αγάπες δίχως αντίκρισμα. Η μουσική, ισχυρίζεται ο Tom, θα είναι ένα είδος παρηγοριάς απέναντι σε όλα αυτά. 

 

Θροΐζει της νύχτας το φουρό. Και είναι στολισμένο το φουστάνι της με άστρα πολλά και με φυλλωσιές και είναι ο άνεμος φιλί δειλό σε χείλη από δισταγμό και επιθυμία. 

Θα μπορούσε κανείς να πει πως όλα αυτά συνθέτουν μια ατμόσφαιρα ποιητική. Και δεν χρειάζεται του κύματος ο ήχος και το μακρινό βαπόρι που μετέωρο περνά μέσα από τη σκηνογραφία. Μήτε οι διαβάτες που προσεύχονται στο ακρογιάλι και ένας Θεός γνωρίζει για ποιον λόγο ζητούν συγχώρεση και ελπίδα. Αρκεί η απουσία και η ποίηση γυρνά μεμιάς και μας κοιτάζει με μάτια όλο αθωότητα, με την ειλικρίνεια ενός μεθυσμένου που συντρίβεται από το βάρος του κόσμου.

Κλείσανε τα μαγαζιά και ένα προς ένα σβήνουν τα φώτα τους. Και οι σερβιτόροι χαιρετιούνται και με κάτι θορυβώδεις μοτοσικλέτες τραβούν για τα ολομόναχα σπίτια τους. 

Μου είχες πει πως θα έρθεις με το αποψινό καράβι. Σίγουρα, θα μου ΄πες ψέμματα, επειδή το καράβι που ξεκουράζεται με φωτισμούς και την ορθάνοιχτη μπουκαπόρτα του δεν σε έφερε ποτέ σε τούτα τα μέρη. Ακόμη σε φαντάζομαι, κάπως μεθυσμένη, με μια ραγισματιά ανάμεσα στα θυελλώδη σου μάτια, να περιμένεις από την μαργαρίτα σου να αποφασίσει για σένα. Ακόμη σε φαντάζομαι, μες στον κόσμο του κοριτσίστικου δωματίου σου, γεμάτη από ψυχές και αποτυπώματα και σχέσεις με άσχημο φινάλε. Ακόμη σε φαντάζομαι, δακρυσμένη να πίνεις τζιν και να μετανιώνεις. Το ξέρω πως το ποτό μια τέτοια ώρα φαντάζει τόσο χρήσιμο, σαν ένα δωμάτιο που είναι ωραίο μοναχά για λόγους χρησιμότητας. Μα εσύ έχεις το πρόσωπο της πνιγμένης, το μέτωπό σου είναι ιδρωμένο και το ένα σου τακούνι σπασμένο. Και όλες οι φωτογραφίες ξεψυχούν στο μωσαϊκό ενός παλιού, αθηναϊκού σπιτιού. Ακόμη σε φαντάζομαι, κλεισμένη μες στο δωμάτιό σου να κλαις και η ώρα να είναι τόσο μα τόσο σκοτεινή. 

Όταν θα ξημερώσει όλα θα έχουν τελειώσει. Εκείνος θα έχει ζητήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του να πεθάνει, μα είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο όταν κανείς το θέλει περισσότερο από ποτέ. Κοιτάζει στο βάθος το ξημέρωμα που φθάνει, που θα ήταν τόσο διαφορετικό αν εκείνη είχε φθάσει και αν εμφανιζόταν με την σιλουέτα της καμωμένη από μια μαύρη γραμμή που φθάνει ως το περίγραμμα των φρυδιών της και αφήνει όλα τα υπόλοιπα ακλόνητα. Ρουφά απελπισμένα τα χρώματα του πρωινού  και τα ρούχα του αναδύουν μια μυρωδιά υγρασίας. Είναι ακόμη μεθυσμένος, ένα ναυάγιο θαρρείς βγαλμένο κατευθείαν μέσα από τα σπλάχνα της θάλασσας. 

Θα μπορούσες να έρθεις. Μια τελευταία φορά προτού όλα αλλάξουν. Θα με διακρίνεις ανάμεσα σε όλο εκείνο το πλήθος που χαρούμενα καίγεται κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Και βέβαια θα το μπορούσες, μα η αλήθεια είναι πως δεν έχεις καρδιά  και ίσως κάποτε να χρειαστεί να λογοδοτήσεις για αυτό.

Κοιτάζει ακίνητος το βαπόρι που χάνεται πίσω από τ΄ακρωτήρι. Και μοιάζει, είναι η αλήθεια με το κεφάλι ενός αλόγου που με ορθάνοιχτα ρουθούνια διαβάζει τα σημάδια του καιρού. Κάνει αργά βήματα και αφήνει να βραχεί το μπατζάκι του παντελονιού του. Η αλήθεια είναι πως δεν τον νοιάζει τίποτε απολύτως, η αλήθεια είναι πως προτιμούσε πολύ περισσότερο τις λαμπερές, μαύρες θάλασσες από αυτές του πρωινού που δίχως μυστήριο ανοίγονται εμπρός σου και έχουν πνίξει τους δρόμους της νύχτας για πάντα. Είναι ένας άγγελος πάνω στα μαδέρια του πρωινού. Με το κοστούμι του στραπατσαρισμένο και το μαντίλι του λερωμένο από το μελάνι της νύχτας.

Θα μπορούσες να έρθεις ως το νησί. Θα ήταν για λίγες μονάχα μέρες και ύστερα θα μπορούσες να συνεχίσεις με τις άλλες σου αγάπες. Θα περπατούσαμε κατά μήκος της ακρογιαλιάς, αποφασισμένοι να μεθύσουμε , διαβάζοντας τα σχήματα από τις συννεφιές, κοιτάζοντας τα γυμνόστηθα παλικάρια από το χωριό που όλο το μεσημέρι ορμούν από τον βράχο του φάρου σε μια θάλασσα τρικυμισμένη. Όλα αυτά σου μοιάζουν, σου μοιάζουν τόσο πολύ.

Δεν ξέρει πώς βρήκε τον δρόμο. Μα ανάμεσα στο πλήθος της ρεσεψιόν έμοιαζε με την πιο λυπημένη φιγούρα και δεν είχε πουθενά να ακουμπήσει την θλιμμένη του καρδιά. Ήταν μια γκρίζα, καλοκαιρινή σκιά και όλος ο κόσμος είχε πέσει στο κεφάλι του, σαν ένα σακί με βρώμη που πέφτει με αλόγιστη ορμή στα ξύλινα σανίδια. 

Το κορίτσι της υποδοχής που του χαμογελά έχει μια κατάμαυρη πεταλούδα στα μαλλιά της και ανά πάσα στιγμή ίσως ζωντανέψει και φέρει ένα δυο φτερουγίσματα τριγύρω. Το κορίτσι της υποδοχής προσπαθεί να του αποσπάσει την προσοχή και όταν το κατορθώνει του δείχνει μια γυναικεία φιγούρα στο σαλονάκι του μπαρ. Στις αισθήσεις του ορμά το άρωμά της, καραμέλα και κίνδυνος, μόνον έτσι θα μπορούσε να το περιγράψει. 

Αν είχες έρθει νωρίτερα θα είχα γλιτώσει όλες εκείνες τις παράδοξες σκέψεις. Ξέρεις, συλλογίστηκα πως είναι ώρα να πεθάνω, της είπε. Μα αυτή χαμογέλασε, έσκυψε εμπρός, κάνοντας ποιητική τη στιγμή και είπε μόνο. Πεινάω σαν λύκος. Χτυπημένα αυγά και καφέ. Είναι τόσα πολλά όσα ζητώ; 

Το μεγαλόσωμο φάντασμα του σερβιτόρου φάνηκε από πάνω τους, σαν φύλακας άγγελος. Και οι δυο τους, εμιγκρέδες της νύχτας, ξεβρασμένοι εδώ πέρα ποιος ξέρει από τι παράξενη αφορμή, βάλανε τα γέλια. Και αφού γευματίσανε κάνανε έρωτα και η χειμωνιάτικη εποχή της αγάπης τους φάνταζε μονάχα με μια παλιά, άσχημη ανάμνηση. Ω, πώς σμίγανε τα γαλατένια μέλη τους, ω, τι ζωντανή ιστορία, τι χαμένες μάχες, εκεί μες στα σεντόνια, λιωμένοι παγετώνες και τα ρέστα.  

Το όνομα του μεγαλόσωμου φαντάσματος ήταν Χανκ. Θύμιζε σε όλα του την μορφή του μεροκαματιάρη από  τους στίχους του Χέινυ που έχει δει τόσες πολλές φορές την ποίηση. Τους σέρβιρε δύο Μανχάταν και κοιτώντας τους κλεφτά, ήταν σαν να αντίκριζε μια υπέροχη θέα από ένα θολό παράθυρο. Η ιστορία τέλειωσε και οι δυο τους από τότε κατακτήσανε μπαρ, σταθμούς, λιμάνια και χαλάσματα και στα βρώμικα κράσπεδα στάθηκαν και φιλήθηκαν τόσες πολλές φορές. Θα μπορούσε να πει κανείς πως κάθε μια φορά, εκείνο το φιλί δεν ήταν τίποτε λιγότερο από το αντίδοτο που θα τους βοηθούσε να αναρρώσουν από έναν τόσο δυνατό και μυθώδη έρωτα. Τίποτε λιγότερο. Ένα έρωτα που γεννήθηκε ανάμεσα σε δυο ξένους, έναν ακάλυπτο έρωτα.

Α.Θ