Το ολομόναχο πλοίο

[…Και εσύ, που ξέρεις όσα η καταιγίδα…]

 

Στάθηκε στην άκρη, πλάι στο κύμα. Δεν είχε κέφι για τίποτε, μήτε για τους περιπάτους στις προκυμαίες και τις μακριές συζητήσεις. Οι διασκεδαστικές οι συντροφιές τον έκαναν να νιώθει παράταιρα, σαν να ‘ταν μια πένα βουτηγμένη μες στην πιο ανείπωτη θλίψη. Αποτραβήχτηκε μονάχος και πήρε τον δρόμο που βγάζει ίσια στο περιγιάλι. Εκεί ίσως η θάλασσα να σβήσει χνάρια και ονόματα. Και όσο για το καλοκαίρι, έπαψε και εκείνο να του μαλακώνει την καρδιά και έγιναν ατέλειωτα τα μεσημέρια, ασήκωτες οι νύχτες. 

Μονάχα εκείνο το ναυάγιο μπορεί να τον καταλάβει, επειδή του μοιάζει. Το σκουριασμένο πλοίο καρφωμένο σε έναν τόπο για πεθαμένα πράγματα. Μια ποιήτρια, από χρόνια χαμένη, είχε κάποτε γράψει πως κάπου εκεί έξω υπάρχει μια χώρα για να πεθαίνουν τα υαλικά και τα άλλα, τα ανώφελα τα πράγματα της ζωής μας. Στάθηκε πλάι στο πλοίο και έγινε και εκείνος σκουριά που τρώει τα ύφαλα και χαλάει την καρίνα και αφήνει με έναν τριγμό το πλοίο να πέσει και να πεθάνει κάποια μέρα του χειμώνα.

Και ένιωσε το πλοίο που γύρευε να ξεφύγει από εκείνο το ακρογιάλι, το τόσο μελαγχολικό. Και άκουσε τους τριγμούς  και την απέλπιδη προσπάθεια του για να χυθεί και πάλι στο πέλαγος. Ήταν ένα θαλασσινό κοιμητήρι, σαν εκείνο το ποίημα, ένα εικονοστάσι για τους ναυτικούς και τις φωτισμένες τράτες που λάμνουν πάνω στα νερά τα μεταξένια. Όσο και αν το θελήσει, δεν υπάρχει δρόμος και χάρτης για εκείνο το πλοίο, μόνο ένας θάνατος αργός και του νερού η μνήμη. 

Μα ποτέ τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Και έτσι μες στην καρδιά της νύχτας, αντίκρισε στ’όνειρό του εκείνο το πλοίο, υπέροχα φωτισμένο. Είχε περασμένες τις γιρλάντες από την πλωριά μεριά ως την πρύμνη και στο κατάστρωμα ζευγάρια από αιώνες νεκρά, που χορεύανε ένα υπέροχο βαλσάκι. Οι ντάμες με κρινολίνα και λευκά φορέματα και οι καβαλιέροι με τα καλοκαιρινά τους κοστούμια. Και όσο περνούσαν οι ώρες όλοι τους μοιάζανε τόσο νέοι ώσπου επέστρεψαν σε μια ηλικία παιδική. Οι ναύτες σαν κατάμαυρα λουλούδια, φιγούρες αρχιτεκτονικές στέκανε με τις επίσημες στολές τους, καθένας σε κάποιο πόστο μυστικό. 

Ακούστηκε ένας θόρυβος υπόκωφος, σαν να σέρνει τις αλυσίδες του ο γέρος χρόνος και εκείνο το πλοίο, το νεκρό και το σκουριασμένο, με την βοήθεια των αστεριών και των άλλων, των πλασμάτων των θαλασσινών, κίνησε για τα νησιά της ζωής μας. Έσκισε τα νερά και οι ναύτες τώρα τον χαιρετούσαν, βγάζοντας το καπέλο τους και γνέφοντας ευτυχισμένοι που αξιώθηκαν τα πελάγη, τόσα χρόνια μετά. Και ήταν μονάχος του σε εκείνο το ακρογιάλι το ομηρικό και καμιά μαρτυρία δεν υπήρχε για όσα παράδοξα ελάμβαναν χώρα μες στο όνειρό του.

Το πλοίο χανόταν τώρα στον ορίζοντα και στην θέση του γεννιόντουσαν θαύματα κοραλένια. Μονάχα την επόμενη μέρα, σαν είδε ακίνητο και θλιβερό το κήτος, εννόησε πως όλα αφορούσαν ένα όνειρο και πέρασαν και πάνε. Μα εκείνος, πάνε χρόνια τώρα που κάθε βράδυ ονειρεύεται εκείνο το πλοίο και ελπίζει πως σε κάποια θαλασσινή διαδρομή θα το δει να πλέει περήφανο και αθεράπευτα νεανικό. Θα είναι ένα πλοίο, σαν εκείνο το ιστιοφόρο του Καμύ που από έρωτα, προσκρούει με όλο του το δέμας στ’αβαθή και από την πρόσκρουση όλα βροντοκοπούν. Ένα πλοίο που γέρνει από έρωτα. Και ύστερα μεταμορφώνεται σε ένα μελαγχολικό ναυάγιο, σαν άνθρωπος που γύρισε το πλευρό του και ταξίδεψε. Ένα τραγούδι λέει πως τα σκουριασμένα πλοία και οι σκουριασμένοι άνθρωποι, «γνωρίζουν όσα και η καταιγίδα». Δεν είναι ψέμμα, δεν είναι ψέμμα.

Α.Θ