Η Ινές των τυφλών

[…Ευρηματικός, ικανός να συνταιριάξει δυο κουλτούρες, δεινός κιθαριστής,
ο Amancio D’Silva που έφυγε τόσο νωρίς,
συντροφεύει κάθε βήμα
της Ινές.
Η Βομβάη που φλέγεται από ζωή
είναι το θέατρο
ετούτης της ιστορίας…]

Η Ινές δεν είναι πάνω από δέκα χρονών. Όταν ξημερώνει στην Βομβάη και όταν πέφτει άγρια να σε κομματιάσει η ζέστη, η Ινές ξεχύνεται στους δρόμους. Λέει καλημέρα με τον τρόπο της, σε ένα αυτοσχέδιο πηγάδι πλένει τα μαλλιά της. Σε μια αυτοσχέδια μεγαλούπολη η Ινές προχωρεί και προχωρεί και είναι αδειανή η καρδιά της από ψέμα και μίσος. Δεν έχει γονιούς η Ινές, μήτε αδέρφια και όλη της η ζωή δεν είναι άλλο από τα αδέσποτα που την παίρνουν στο κατόπιν, σαν μια παράταιρη, κακοκουρδισμένη χορωδία. Μα υπάρχει τόση αγάπη εκεί έξω και εκείνα τα αδέσποτα αντικρίζουν την Ινές σαν τον δικό τους άνθρωπο. Και εκείνη τίποτε δεν τους αρνείται. Γυρεύει αποφάγια από τα ακριβά εστιατόρια της Βομβάης και τους τα προσφέρει απλόχερα. Αν δεν ήταν η Ινές θα είχαν κιόλας χαθεί στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Αν δεν ήταν η Ινές η δυστυχία θα έπεφτε αλόγιστα πάνω σε όλα τα πρωινά της πόλης.

Να την που φτάνει τώρα στο ξεπεσμένο μέγαρο της πόλης. Μια υποτυπώδης περίφραξη τριγύρω οριοθετεί τον χώρο του Στρατιωτικού Νοσοκομείου της Βομβάης. Ω, τι ανείπωτη θλίψη μες σε εκείνους τους θαλάμους. Σαν τα πουλιά οι νοσοκόμες με τις ολόλευκες ποδιές τους διασχίζουν τους διαδρόμους. Κάτι λίγοι άρρωστοι που ίσα ίσα τα καταφέρνουν εδώ και λίγες μέρες καπνίζουν σκεφτικοί κάτω από μεγάλα, σοφά δέντρα. Οι νοσοκόμες τους χαμογελούν, εκείνοι απορροφημένοι στους συλλογισμούς τους δεν δίνουν σημασία, μονάχα βήχουν από τον καπνό και διαβάζουν επίμονα το ίδιο εκείνο γράμμα. «Όταν έρθεις θα φτιάξουμε έναν μικρό κήπο με λογιών δέντρα και την αγάπη μας που θα γεμίζει μια ολάκερη γούρνα. Από εκεί θα πιούμε. Ξέρεις, ο πατέρας πέθανε, ο πυρετός τον κατέβαλε και χθες τον αποχαιρετήσαμε κάτω στο ποτάμι. Καθώς έφευγε εμείς τραγουδούσαμε μια προσευχή που λέει πως γυρίζεις ένα ωραίο απόγευμα και καθώς σε ξεχωρίζω στο βάθος, οι εποχές φυλλομετρούνται ώσπου να φθάσει η άνοιξη, αγαπημένε».

Τα γράμματα μοιάζουν με πολύ λυπητερές ιστορίες δίχως τέλος. Κρατούν εντός τους μια στιγμή αισιοδοξίας ή θλίψης και ώσπου να κιτρινίσουν ή να ξεθωριάσουν για πάντα σημαίνουν πράγματα ανείπωτης τρυφερότητας για έναν στρατιώτη σε εκείνο το στρατιωτικό νοσοκομείο στην πολύβουη Βομβάη που στέκει στο περιθώριο της ζωής, αυτής που ξέφρενα κυλά και κυλά στους δρόμους της πόλης. Όπως τα χρόνια, όπως τα χρόνια. 

Η Ινές σπρώχνει την βαριά, σιδερένια πόρτα. Ο φύλακας της χαμογελά, μια νοσοκόμα της χαϊδεύει τα μαλλιά και της προσφέρει μια φέτα ψωμί με μέλι. Τι θησαυρός αυτός για την Ινές. Τα αδέσποτα στέκουν στον ίσκιο της μεγάλης λεύκας έξω ακριβώς από την περίφραξη, σίγουρα, βέβαια και ευτυχισμένα πως για εκείνα θα υπάρχει για πάντα η Ινές. Τώρα θα πιάσει δουλειά. Το δικό της καθήκον δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Βλέπετε, η Ινές έχει σαν καθήκον της να συντροφεύει τους τυφλούς στρατιώτες. Τους παίρνει από το χέρι και τους συνοδεύει στην αυλή του στρατιωτικού νοσοκομείου. Τους μιλάει για τον ουρανό, τους περιγράφει το σχήμα που έχουν τα σύννεφα, τους ψιθυρίζει παιδικά τραγουδάκια και σκοπούς νοσταλγικούς. Και εκείνοι την κρατούν από το χέρι και η Βομβάη φλέγεται εκεί έξω. Τους διαβάζει τους τίτλους των εφημερίδων ακουμπώντας το δάχτυλό της πάνω σε κάθε έναν από τους χαρακτήρες που εξηγούν τούτο το παράξενο παρόν. Τους διορθώνει τους γιακάδες και κάνει ότι μπορεί για να χαμογελάσουν μια στάλα. Ω, Ινές τι παράξενη και μεγάλη καρδιά που έχεις, σαν την Βομβάη που φλέγεται εκεί έξω και μεγαλώνει, δίχως να γίνεται σοφότερη. Τους λέει ακόμη ιστορίες και τους χαϊδεύει τα μαλλιά όταν μελαγχολούν. Και εκείνοι την ρωτούν ποιο είναι το όνομά της και όταν βρέχει, την ρωτούν αν η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος που φθάνει από μακριά στα στενά της Βομβάης συνοδεύεται από έναν μολυβένιο ουρανό. Και η Ινές τους απαντάει σε όλα και ως το απόγευμα τους κάνει συντροφιά στην αυλή του νοσοκομείου. 

Πριν σουρουπώσει η Ινές παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Τα φτωχοκάλυβα και οι παράγκες έχουν αυξηθεί στους δρόμους της Βομβάης. Και η ζωή τραβά τον ανήφορο της και όλα λιώνουν σαν ζαχαρένιοι κύβοι προτού πέσει η νύχτα. Πίσω της ένας ολόκληρος στρατός από αδέσποτα και χαμίνια που ακολουθούν την Ινές και δεν νοιάζονται ούτε στο ελάχιστο για την ζωή στις πόλεις. 

Η Ινές της Βομβάης είναι τα μάτια εκείνων των στρατιωτών. Και η Βομβάη, η σκηνή της ζωής τους. Η Ινές δεν είναι άλλο από μια αδύναμη λάμπα που ανάβει μες στη δυστυχισμένη ζωή εκείνων των στρατιωτών. Και αποκαλύπτει ένα σωρό πράγματα, άλλοτε ποιητικά και πάλι απλά και καθημερινά που φαντάζουν πολυτέλεια για τους τυφλούς στρατιώτες. Η Ινές της Βομβάης εξασκεί την ανθρωπιά της δίχως θεατές στην αυλή εκείνου του νοσοκομείου και το τρυφερό της χάδι κάνει κάπως ανεκτή την ζωή εκείνων των αδέσποτων.

Α.Θ