Μελαχρινό μου

Μύθος μπλεγμένος με τα ρεμπέτικα του Μάρκου. Η Θεσσαλονίκη, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου που όλο ρωτά για τον αδελφό της, όσο η Σύρα πλανιέται μες στα νερά και η παλιά της η πόλη

από καημό πικρό καρδιοχτυπά.

Νυχτερινό το μαγαζί και ωραίος ο ουρανός. Να ιδείτε κάτι άστρα και κάτι φεγγάρια στο στερέωμα, «λίρες χρυσές σε μαύρο υφάδι, ριγμένες για τα μάτια σου μονάχα, Θεσσαλονίκη μου». 

Μα το κορίτσι δεν έδινε καμιά σημασία. Στεκόταν κάτω από την λάμπα, το πρόσωπό της γέμιζε ολάκερους καθρέφτες.

«Έλα Θεσσαλονίκη μου, εγώ που σε αγαπώ, δώσε μου ένα φιλί μονάχα κυρά μου».

Μα το κορίτσι δεν αποκρίνεται, μονάχα πουδράρεται, καμωμένο από χέρια ζωγράφου, κάπως εξωτική και λαϊκή, σαν τα κορίτσια που ανταμώνεις μες στα παλιά ρεμπέτικα. Είναι η Θεσσαλονίκη, το πιο όμορφο κορίτσι του Αϊβαλιού, μύθος σωστός τα ματόφριδα της που τα φτιάχνει με το σπίρτο. Πηγαδίσια τα μάτια της, πόσοι και πόσοι δεν πνιγήκανε εκεί μέσα. Όταν βγαίνει στο πάλκο, πώς τα χάνουν οι βλάμηδες και πώς κλαίνε για το γούστο της. Να δεις Θεσσαλονίκη μου τι δώρα θα σου κάνουν, υφαντά από τα Παρίσια και ολόχρυσα δαχτυλίδια και ένα περιδέραιο βασισμένο στην Κυρά των Όφεων, δημιούργημα απέραντης ομορφιάς. 

«Μίλα μου Θεσσαλονίκη μου, τι θες για να σηκώσεις τα βλέφαρά σου. Μήπως να σου χαρίσω την καρδιά μου Θεσσαλονίκη; Αυτό θες; »

Εκείνη δεν αποκρίνεται μονάχα κρατά το βλέμμα της στυλωμένο στα πλοία του λιμανιού που πάνε και έρχονται. Αυτοί θα ξέρουν, συλλογίζεται και ένα δάκρυ της κυλά και πέφτει πάνω στη δαντέλα. Λίγο ακόμη και θα σπάσει η Θεσσαλονίκη και οι βλάμηδες θα μείνουν όλοι πλανεμένοι, να στηρίζουν την θλίψη για τον χαμένο τον έρωτα σε χέρια ροζιασμένα, υστέρημα του καιρού. Άλλο ένα δάκρυ να ρίξεις Θεσσαλονίκη μου, θα καεί ο τόπος και λόγο δεν θα ΄χουν οι άνθρωποι για να ζήσουν. Επειδή αν δεν είναι από την ομορφιά σου καμωμένη η μέρα, ξόδεμα θα΄ναι και δαπάνη περιττή. 

Ακούγεται μακρινή η ορχήστρα, τα μπαγλαμαδάκια, χίλια σπασμένα ποτηράκια σε αρχαίο μωσαϊκό. Και μελαγχολούν οι βλάμηδες και ρουφούν την ευωδιά των νυχτερινών περιβολιών καθώς γυρνούν ζαλισμένοι στις παράγκες τους. Από παντού ακούγεται το όνομά της και στους τοίχους θα ιδείς γραμμένο το όνομά της.

Μα θα ΄ταν χθες το βράδυ που το ομορφότερο από τα παλικάρια σίμωσε στον καθρέφτη της. Την είδε που έκλαιγε, την είδε που ήταν όμορφη πολύ σαν το τραγούδι του αηδονιού μες στο γλυκοχάραμα. Κρίνος λευκός η Σαλονίκη στα βάθη του καθρέφτη, σαν κάτω από απέραντα στρώματα νερού. 

Τότε ήταν που γύρισε από τα ξένα και με το πρόσωπό της τον ρώτησε. «Δεν μου λες βλάμη μου, μην είδες τον αδερφό μου εκεί που γυρνάς;»

«Ποιος είναι κυρά μου;», ρώτησε το παλικάρι και έπεσε μια σκοτεινιά παντού τριγύρω, σαν να πνίγονταν όλοι οι ήλιοι της ζωής μας. 

«Ο Μεγαλέξανδρος, αυτός είναι βλάμη μου. Πες μου αν τον είδες, τι χρώμα είχε η χαίτη στην κεφαλή του και από ποια θάλασσα  κρατούν τα δυο του τα μάτια;»

«Δεν ξέρω κυρά μου για τι πράγμα μου μιλάς. Εγώ τα δυο σου χείλη θέλησα μονάχα».

Μα η Θεσσαλονίκη δεν αντέχει αυτόν τον καημό. Και τώρα φυσούν θύελλες μες στο κεντράκι και πετούνε τα τραπέζια και χορεύουν οι γιρλάντες οι πολύχρωμες. Σκαρί γίνηκε το μαγαζάκι και στα νερά χορεύει, μετέωρο σαν πλοίο δίχως τ΄αγκυροβόλι του. 

Και τρέχανε οι βλάμηδες εδώ και εκεί να σωθούν από την κυρά Θεσσαλονίκη που πικράθηκε απόψε και δεν θα τραγουδήσει ποτέ ξανά.

Μέρες μετά από εκείνο τον χαλασμό, τον βρήκανε παγωμένο. Ένα λευκό κρίνο μεγάλωνε ανάμεσα στα δυο του μάτια και κάρφωνε το κενό. Ωραίος που ήταν εκείνος ο βλάμης, έτσι αφημένος που ΄στεκε στην αγκαλιά της κερά αθανασίας.

Και η Θεσσαλονίκη; Αυτή ακόμη τριγυρίζει στα μαγαζιά του λιμανιού, βάφει τα φρύδια της με σπίρτο και περνάει τα χείλη της με γλυκό κεράσι. Και όλο ρωτά, «μην είδατε τον αδερφό μου τον Μεγαλέξανδρο;»

Μα κανείς δεν αποκρίνεται. Και η Θεσσαλονίκη τον εαυτό της κοιτάζει που γερνά μες στον φανταστικό καθρέφτη του θαλάμου των ανίατων περιπτώσεων και των πικρών ερώτων.

Α.Θ