Απόστολος Θηβαίος | A happy blue year

© Jacques Henri Lartigue

Είναι μεθυσμένος, τώρα μπορεί με ασφάλεια να το ισχυριστεί. Διαθέτει στην φαρέτρα του κάθε δυνατό επιχείρημα, έξω από το τραύλισμα σαν λέει το όνομά της. Προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του μα είναι κομμάτι δύσκολο. Όλα μεταμορφώθηκαν σε μια τρικυμιώδη θάλασσα. Δεν πρέπει κανείς να παίρνει στα ελαφρά μια φουρτουνιασμένη θάλασσα μια και μπορεί να σε καταπιεί σαν ένα μικρό επιβατηγό που βρέθηκε για κακή του τύχη στο μάτι του κυκλώνα. Δεν χρειάζεται να προσπαθεί άλλο και αφήνεται στην απατηλή νωχέλεια του οινοπνεύματος. 

Γύρεψε στις τσέπες του να δει τι είχε απομείνει. Ίσως χρειαστεί μερικά δανεικά για απόψε και πρέπει να θυμηθεί πως τα παιδιά θα αδειάσουν νωρίς την παμπ. Τότε είναι που δεν θα υπάρχει κανείς για να του σταθεί. Είκοσι δολάρια, δεν είναι κάτι. Βάζω στοίχημα άλλα τόσα πως μέχρι αύριο θα τα έχετε πάρει πίσω. Από εμένα τον ίδιο. 

Τα μέτρησε προσεκτικά μα πάντα την κρίσιμη στιγμή έχανε τον ειρμό του, αναγκαζόταν να ξεκινήσει από την αρχή. Μα όσες φορές και αν δοκιμάσει υπάρχει εκείνη η αδύναμη στιγμή που τον κάνει να τρέμει. Όπως εκείνο το τραύλισμα σαν λέει το όνομά της που δεν προέρχεται από κάποιο μοναχικό μεθύσι. Έλυσε την γραβάτα του και έψαξε, ποιος ξέρει τι, μες στον σωρό με τους λογαριασμούς. Τακτοποίησε μερικά χαρτιά, κλείδωσε την πόρτα του γραφείου καλύπτοντας εκείνα τα δύο μέτρα με αναρίθμητους τραυματισμούς, ευτυχώς κανείς σοβαρός. Έπειτα έκλεισε το παράθυρο και έβαλε στον εαυτό του ακόμη ένα ποτό. Κάθε φορά που άναβε η μαρκίζα των πετρελαιοειδών στ’απέναντι πεζοδρόμιο αντίκριζε κάποιον άλλον στο τζάμι. Και έτσι μετάνιωσε και το άφησε ορθάνοιχτο. Η παγωνιά όρμησε μες στο δωμάτιο, όσο ο ίδιος καλούσε έναν προς έναν τους αριθμούς της εξυπηρέτησης πελατών. 

Καλησπέρα σας, χρόνια πολλά. Θα ήθελα να σας επιβεβαιώσω πως η πληρωμή σας θα γίνει τις αμέσως επόμενες ημέρες. Ξέρετε, ανησύχησα που δεν καλέσατε και είπα τόσα γίνονται, άνθρωποι είμαστε, ας κάνω εγώ το πρώτο βήμα. Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας ακούω και ξέρω πια πως είστε καλά. Από πρώτο χέρι μάλιστα. Το λοιπόν, μείνετε ήσυχη, θα εκπλαγείτε με την συνέπεια που οφείλει να δείχνει κανείς σε τέτοιες υποθέσεις. 

Το κορίτσι στην άλλη άκρη της γραμμής επαναλαμβάνει, αν επιθυμείτε στα αγγλικά πατήστε το ένα, αν επιθυμείτε να περιηγηθείτε εκ νέου στο αρχικό μενού παρακαλώ πιέστε μηδέν, μηδέν, μηδέν. 

Ίσως την επόμενη φορά να έχει περισσότερη τύχη. Ή έστω να έχει για μια φορά και εκείνος ελάχιστη, δυο στάλες τύχη μονάχα, αυτό χρειάζεται για να βγάλει την βραδιά. Δυο στάλες τύχη.

Δεσποινίς, εταιρία ενέργειας εκεί; Μα δεν ξέρετε τι χαρά μου δίνετε που σας ακούω. Πίστεψα πως έκανα κάτι λάθος, πως παρεξηγήσατε κάποια κουβέντα μου, ένα σχόλιο, ίσως ατυχές, οφείλω να το παραδεχτώ και ας μην το θυμάμαι. Μην γελάτε, δεν είναι καθόλου αστείο. Ανησύχησα και αν λογαριάζετε για ρηχή την σχέση μας, μάθετε πως σας πληρώνω για να σας έχω και αυτό φανερώνει ανάγκη ή επιθυμία, ποιος ξέρει, όλοι τα μπερδεύουν πια. Την τάδε του μηνός, όπως είπαμε, μονάχα να καλείτε και εσείς πού και πού. Ξέρετε, βασίσαμε τις ζωές μας σε αυτές τις κλήσεις, τουλάχιστον είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε τα προσωπικά μας στοιχεία. Σχεδόν είχαμε ξεχάσει ποιος κατοικεί τους καθρέφτες του σπιτιού, του ανελκυστήρα που βγάζει ίσια προς την λεωφόρο μιας καριέρας. 

Ένας ξαφνικός άνεμος σάρωσε το γραφείο, έριξε έναν χαρτοφύλακα και εκείνος με την σειρά του το μικρό φωτιστικό. Δώρο από κάποιο παλιό συμβόλαιο, φέγγει όλο και πιο λίγο. Μα δεν είναι θέμα λάμπας, ας πούμε πως ολοκλήρωσε τον σκοπό της ύπαρξής του. Τώρα ουρλιάζει στην συσκευή του, καθώς ο άνεμος, άγριος και αυτός όπως κάθε τι στην πόλη, εκεί έξω, τραντάζει την ήρεμη ζωή του. Ίσως να σαρώσει ακόμη και εκείνη την χρονιά που είναι κιόλας μια γριά υποτακτική μες στην απέραντη ιστορία του κόσμου. 

Σε λίγες ώρες ο χρόνος αλλάζει. Τι θα λέγατε λοιπόν να ευχηθούμε εμείς πρώτοι. Λοιπόν, εύχομαι να καλυφθούν όλες εκείνες οι τρομερές εκκρεμότητες που σας ραγίζουν την καρδιά. Και σας αναγκάζουν, βεβαίως να επαναλαμβάνετε διαρκώς ερωτήσεις ταυτοποίησης. Θα συμφωνείτε πως είναι από μόνη της μια φριχτή λέξη. Αντί για αυτό θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο γνωριμία, τι λέτε; Με ακούτε; Σας παρακαλώ, με ακούτε; Είναι σημαντικό, εξόχως θα έλεγα να συγκρατήσετε τα στοιχεία μου πριν την αλλαγή του έτους που θα στοιχίσει  μια επιπλέον χρέωση και τον χαρακτηρισμό μου ως πελάτη με τον όρο «ασυνεπής». Φανταστείτε τι χτύπημα θα ήταν αυτό για κάποιον σαν εμένα που μια ζωή πάσχισε, ναι, πάσχισε (ένας κόμπος στον λαιμό του, αυτό  μόνο, όπως ξεκινάει ένα ποίημα μα πρόκειται για μια τρελή, για μια εξωφρενική απαίτηση να κατορθώσει κανείς μια τέτοια πόζα, μια τέτοια προφορά μες σε καιρούς που η γλώσσα χτυπιέται και η έκφραση ξενίζει, βουτηγμένη στην ψευδαίσθηση που με τόση υπακοή ακολουθούμε, σαν γνήσιοι και συμπαθείς ιθαγενείς) θα καταλάβετε αν ρίξετε μια ματιά στην καρτέλα μου. Με ακούτε; Δεσποινίς; Λοιπόν;

Στέκει εμπρός από το παράθυρο, ανάβει ένα από τα πούρα του, κρατάει την συσκευή στην αγκαλιά του και παγώνει από μέσα προς τα έξω. Ο χρόνος αλλάζει, ένα μεγάλο γρανάζι κάπου βαθιά μες στην καρδιά αυτού εδώ του κόσμου γυρίζει και οι τροχαλίες της γης σαλεύουν για μια στιγμή προτού η σφαίρα διατρέξει τις αιωνιότητες, φιλιά bing bang στα περιστύλια, αποχαιρετισμοί στους σταθμούς, λυπημένες μπαλάντες του Ντέρι, λινουργοί, φοιτητές, πλανόδιοι που πουλούν την ντροπή τους, πολιτείες και φώτα. Και ο πόλεμος λίγα μίλια από εδώ με ένα τραβηγμένο εξαντρίκ χαμόγελο. 

Έκλεισε την συσκευή με τρυφερότητα. Σαν να πρόκειται για κάποιο συμπαθές ζωντανό που έχασε μόλις την ζωή του εκείνο σώπασε.

 Φόρεσε το παλτό του και άφησε ένα σημείωμα στην πόρτα με το λακωνικό και αινιγματικό επιστρέφω. Παντού ο κόσμος γιόρταζε εκείνο το γύρισμα του γραναζιού που λέγαμε. Όμως εκείνος προτίμησε την μοναξιά και ακολούθησε το γαλάζιο φως που φέγγει  στο βάθος κάποιου στενού. Βλέπετε αυτό ξέφυγε από τις αναπαλαιώσεις και τις βελτιωτικές επεμβάσεις των κείμενων υπηρεσιών που αναλαμβάνουν εις μάτην το μακιγιάζ της πολιτείας και παρέμεινε μια αντίστιξη στο γενικότερο πένθος.

Στην κορυφή του εμπορικού κέντρου, έτσι που να φαίνεται και ίσως να γίνεται κομμάτι πιστευτό, άναψε εκείνο το αμίμητο, Καλή Χρονιά. 

Ο κόσμος θα συνέχιζε  λέει να γράφει το χρονικό του δίχως εκείνον που πάντα επιστρέφει και έχει καρφωμένο το βλέμμα του στο μεγαλοπρεπές, εμπορικό μέγαρο. Κάπως έτσι τελειώνει ο ίδιος την ιστορία του.

Απόστολος Θηβαίος