Απόστολος Θηβαίος | Uccello de barca

© Bernard Plossu

μορφές αδύναμες, ελαττωμένες που κάποτε κατέκτησαν την χώρα του αφάνταστου
και για αυτό χάθηκαν μες στο γαλάζιο σύθαμπο

Το βαρκαρόπουλο με τα λαδιά τα μάτια, μαυρισμένο σαν ψαλμός αρχαίος που έχει ειπωθεί τόσες χιλιάδες φορές έσπρωξε την βάρκα στην γλίστρα. Και έτσι λαγγεμένη η ζωή των δυο φίλων πήρε μια αίσθηση θαλασσινή, γιομάτη εγκαρτέρηση και προσευχή. Δεν ήταν άλλος μες σε εκείνη την νύχτα, έξω από το βαρκαρόπουλο και εκείνον. Μαζί πλανήθηκαν ως το ξημέρωμα πάνω στις λέξεις μιας ιστορίας μυστικής και απίστευτης πολύ. Κάτι από εκείνη την αδόκιμη φιλία σώθηκε για πάντα, κάτι σαν σύνοψη και σαν εκκλησίασμα των άστρων. Πάνε χρόνια από τότε και το βαρκαρόπουλο το πήρε το κύμα. Τώρα με τα χιονισμένα του μαλλιά ο φίλος που απέμεινε μόνος θυμάται σκόρπια εκείνη την παράδοξη ιστορία, όπως ακριβώς την εξιστόρησε το βαρκαρόπουλο μίλια μακριά από το κατάγιαλο. 

Θα ‘ταν κάποια νύχτα του Αυγούστου, δεν θυμάμαι πολλά και ο φόβος με κυριεύει κάθε φορά που μιλώ για εκείνη. 

Βύθισε τα κουπιά μες στο νερό που έμοιαζε με λίμνη και ίσιωσε το φεγγάρι που ‘χε απομείνει μισό και ξαπλωμένο, ένα χιλιοειπωμένο λιανοτράγουδο και τίποτε.

Ησύχαζε ο αγέρας και οι αγνές ψυχές βυθίζονταν στην αγκαλιά του νεαρού θεού ύπνου. Ήταν απέραντοι οι ίσκιοι και όλα με χάιδευαν με την αίσθηση της πεταλούδας που φτερουγίζει νευρικά, λίγο πριν το βέβαιο τέλος της. Κανείς δεν μιλούσε, ο κόσμος με τα ανάλαφρο, καθοδηγητικό βήμα της φύσης προχωρούσε προς το ξημέρωμα. 

Η καρδιά του φίλου σκιρτούσε μα δεν είναι ώρα για τέτοιες, βέβαιες παραδοχές. Σώπασε και άφησε την ιστορία να ξετυλιχτεί, όπως το όνειρο του παιδιού που μες στην βαθύτατη νύχτα ανήκει σε ένα άλλο είδος, λιγότερο ανθρώπινο, τόσο αθεράπευτα ιδεώδες.

Και  έτσι όπως ησύχαζαν οι αρχαίοι ναοί, συνέβη το θαύμα. Τα αγάλματα που ως τότε παρέμεναν άψυχα κάτω από τον έναστρο ουρανό, γύρεψαν μια θέση μες στον κόσμο των ανθρώπων. Αργά, με κινήσεις λεπτές ο κούρος πάνω στο τύμπανο του ναού σάλεψε και πήδησε κάτω στο χώμα. Ολόλευκος και δίχως μάτια πλανήθηκε για λίγο στον χώρο και ακολούθησε το φεγγάρι με ένστικτο πρωτόφαντο. Ποια απρόσεκτη επιθυμία τον καθοδηγούσε, κανείς δεν θα το πει.

Τώρα ο χρόνος είχε παγώσει. Τα πουλιά πετούσαν στα χαμένα, ρωτώντας αδιάκοπα με πρωτόγνωρη αγωνία κάτι για την ύπαρξη. 

Το άγαλμα έφερε μια βόλτα τριγύρω στον ναό και έσκυψε να γευτεί την δροσιά της βαθιάς νύχτας. Τότε ήταν που μέσα από τους ελαιώνες φάνηκε ένα κορίτσι με νερένιο πρόσωπο. Ήταν ολόλευκη και έλαμπε μες στο ανύπαρχτο. Και όταν έσμιξαν, χιλιάδες χρόνια πριν, μες στους καταιγισμούς των αστεριών, φανερώθηκε η αληθινή τους φύση. Με αργές, πέτρινες κινήσεις πλησίασαν και έσφιξαν τα χέρια των, το θυμάμαι σαν να συνέβη τώρα. Νύχτα υγρή των ερωτευμένων και των παιδιών, κρατήστε μυστικό ετούτο το θαύμα.

Βρίσκονταν μες στο πέλαγο, ακολουθώντας τον δρόμο του φεγγαριού. Το βαρκαρόπουλο άφησε τα κουπιά, πήρε δύναμη και συνέχισε.

Οι δυο τους στάθηκαν πίσω από πέπλο δωρικό, όπως εκείνο της Ελένης με το μακρύ ανάπτυγμα και την λοξή αιγίδα. Τους κρύβανε οι μικρές εκείνες ώρες, οι θαυμάσιες. Και τότε εκείνη άφησε τον χιτώνα της να πέσει. Και εκείνος από φόβο την εφίλησε και ευθύς οι δυο τους γινήκανε περιπτώσεις ανθρώπινες και ανομολόγητες. Όλα έμοιαζαν στοχαστικά και δεν ανήκαν σε εκείνη την εποχή. Ο χρόνος πλάταινε και  η νύχτα φάνταζε άπλετη, όπως την θέλουν τα επιγράμματα. Ως το χάραμα σκάβανε ο ένας του άλλου το στήθος ώσπου να βρουν ψυχή ανθρώπινη. Και ήταν τότε που μες στην κόρη του Ευθυδίκου  σάλεψαν μάτια ποιήματα και παρειές και των χεριών της τα αντίδωρα. Και ήταν τότε που το άγαλμα του νέου με την περίσσια ομορφιά που αρκεί για αυτόν εδώ τον έρωτα, την έσφιξε στα χέρια του, όπως κάνουν οι άνθρωποι στις μεγάλες τους στιγμές. Ζήσανε οι δυο τους μια νύχτα ακέραιη, με εμπιστοσύνη τρυφερή και με την μυρωδιά του βασιλικού που φύεται στην ρίζα του μονόλιθου. Τους είδα που φεύγανε για τους κήπους και ήταν η σάρκα της νύχτας που έντυνε την θεσπέσια, εκείνη περίσταση. Γύρευαν ο ένας από τον άλλον, εδώ και αιώνες ολάκερη την αγάπη για τον εαυτό τους. Κοιταχτήκανε βαθιά και κλάψανε πολύ, επειδή χρειάστηκαν δυο χιλιάδες χρόνια για εκείνο το φιλί μες στην νύχτα της πιο φριχτής προδοσίας. Κάποιος θα έλεγε πως θέλησαν την νύχτα και τα άστρα και τα θαύματά της μονάχα για εκείνους. 

Τελευταίο πλάνο το επόμενο πρωί όταν έφθασαν οι πρώτοι επισκέπτες του αρχαίου ναού. Περιεργάζονται το μνημείο και παρακολουθούν προσεκτικά την ξεναγό να εξηγεί το πώς και το γιατί του ιερού. Κάποιος  αναρωτιέται για τα αδέσποτα αγάλματα στο βάθος του περιβολιού. Όμως καμιά φορά δεν υπάρχει απάντηση και πρέπει κανείς με τα δικά του χείλη να φιλήσει τις ομορφιές αυτού εδώ του κόσμου. Τότε και μόνο τότε θα μπορούσε με όλες τις πιθανότητες αντίθετες, να συναντήσει στην άλλη πλευρά τα ολοζώντανα αγάλματα εκείνης της νύχτας.

Το βαρκαρόπουλο σώπασε. Αν η νύχτα είχε ηχεία θα έπεφτε μια σιωπή, ίδια πέλαγο. Και ήταν από εγκατάλειψη εκείνες οι μικρές στιγμές πίσω από τις ντάπιες του ονείρου.

Προτού φέξει είπανε αντίο. Και οι αρχαίοι ήχοι απέμειναν ορφανοί και η κόρη του Ευθυδίχου επέστρεψε στην προθήκη του ναού. Ένα φύλλο που έσπασε και ο κόσμος που ποτέ δεν θα είναι ίδιος ξανά. Αν προσέξεις θα ιδείς το υγρό χώμα κατάμεστο από τα χνάρια των αγαλμάτων. Όμως εσύ δεν κοιτάζεις ποτέ το χώμα και μια ανεπανάληπτη πλήξη σου κατατρώει την ζωή.

Προτού καν μιλήσει ο φίλος, το βαρκαρόπουλο είχε τα χέρια του πετρωμένα. Κάτω από το φως του φεγγαριού που γέμισε γοργά και απρόσμενα έστεκε πετρωμένο. Από μια άκρη του πελάγου, -ποτέ και κανείς δεν θα το μάθει, ακούστηκε μια φωνή. 

Γεννήθηκα άνθρωπος, τι παραπάνω να θελήσω.

Και όλα γίνηκαν γαλάζια όπως τα θέλει αυτή η στήλη και όπως το επιβάλλει το δοξολόγημα ενός πρωινού που κατηφορίζει στις καρδιές μας από όλες τις πλευρές του ύπνου και του καλοκαιριού.

 Απόστολος Θηβαίος