Απόστολος Θηβαίος | Ξέφρενοι Κρουνοί

© Imogen Cunningham

Γαλαζωπές σημειώσεις
Για την φωτογράφο
Ιμάτζιν Κάνιγχαμ
(1883 – 1976)

Καθόλου δεν είναι γαλαζωπό το στενό μου σήμερα. Όλα είναι σταχτιά, δρόμοι, πάγκοι, άνθη, περαστικοί, μοιάζουν με κατάμαυρες μονοκοντυλιές μες σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Ένας φωτογράφος τραβά μερικές λήψεις από την μακέτα που διαφημίζει κάποιο φιλόδοξο έργο. Ο σταθμός αυτοκινήτων θα δώσει μια κάποια λύση στις συνοικίες τριγύρω. Μα και πάλι, τίποτε δεν θα είναι το ίδιο. Ίσως να πρέπει να μάθω να ζω κάπου μακριά από το γαλαζωπό μου στενό. Ο φωτογράφος ονομάζεται Εστεμπάν, το γράφει η πλαστική ταυτότητα που πασχίζει να μην πέσει από το πουκάμισό του. Εστεμπάν, αν είχες κατ΄ελάχιστο μια αντίληψη της φωτογραφίας μες στην ζωή δεν θα άφηνες αχαρακτήριστο εκείνο το ζευγάρι. Δυο νέοι σκύβουν πάνω από την πεζογέφυρα, από κάτω περνούν μυστικά ποτάμια και χρόνια. Μοιάζουν με εκείνες τις φιγούρες που διέσωσε η προικισμένη Ιμάτζιν Κάνιγχαμ μες σε έναν αιώνα από καρέ και στήμονες και άγρια άνθη. Ίσως να παριστάνουν τους αγνώστους μα τούτη ακριβώς την ώρα για κάτι μυστικό συνεννοούνται. Κοιτάζουν το νερό, οι αποστάσεις ανάμεσά τους γίνονται μηδενικές.

«Απόψε, στου Ερλ, θα έρθεις, έτσι δεν είναι;
Δεν ξέρω, ίσως δεν πρέπει.
Στο τραπέζι μας, στου Ερλ, θα σε περιμένω.
Θα έρθω, μα πού πηγαίνουμε;
Το τραπέζι μας θα είναι φροντισμένο.
Πρέπει να προσποιηθούμε πως δεν γνωριζόμαστε.
Απόψε, στου Ερλ, άσε με να φύγω πρώτος.
Εντάξει.

Εκείνη εργάζεται στο μαγαζί με τα ελαστικά. Καταγράφει τις προμήθειες, κωδικούς λάστιχα και τάσια περνούν από τα χέρια της. Κρατάει το μηνιάτικό της και ελπίζει πως έχει και για εκείνη ένα κάποιο σχέδιο ο Θεός. Κάπου στα μεσοδυτικά, ποιος το ξέρει.
Όμως αυτός ο τελευταίος ποτέ δεν φτερουγίζει μονάχος τους ανθρώπινους ουρανούς. Πάντα εκείνο το δαιμόνιο θα σφυρίζει παραπλανητικά, γυρεύοντας την υπαναχώρηση, την παραίτηση, την αμφισβήτηση, την αδύναμη πίστη. Τα μαλλιά του είναι ίσια και καλοχτενισμένα. Τα σχέδιά του ματαιωμένα, στις τσέπες του φυλάει αρκετή από την αιωνιότητα. Κατάγεται από ένα ορεινό χωριό και είναι μια ολόκληρη χειρονομία αυτό το σκύψιμο και αυτή η λατρεία που επιστρέφει προς όλες τις κατευθύνσεις της ζωής του, την χαμένη της φυσικότητα. Το καπέλο του έχει μια κατάμαυρη κορδέλα που αναγράφει PANAM και δεν προδίδει κανενός είδος φόβου το βλέμμα του.
Αργότερα εκείνη θα φύγει πρώτη. Έχει στα χέρια της μια αγκαλιά βιβλία, επαναλαμβάνει στο νου της όλα τα συγγράμματα που θα πρέπει να συμβουλευτεί. Η Ιμάτζιν εξακολουθεί να συλλαμβάνει με τον φακό της ολόκληρα μυθιστορήματα. Ένα κεφάλαιο της ζωής για την πόλη περιέχεται σε αυτές τις μαρτυρίες. Μια μεγάλη μεταφορά ενσαρκώνει το μυθιστόρημα που αρθρώνει η διεισδυτική ματιά της. Μια μεγάλη μεταφορά για την πόλη και τους ανθρώπους και τις μικρές τους ιστορίες. Μια μεγάλη ποίηση που κρύβεται πίσω από το απεγνωσμένο κοίταγμα εκείνων των δύο νέων, σε ότι καθηλώνει την προοπτική της λεωφόρου καθώς κατηφορίζει προς το κέντρο μιας πόλης.
Έπειτα στο όνειρό μου η πόλη ησυχάζει, μια έφηβη πλησιάζει και αρχίζει να χορεύει. Σε όλο το μήκος του δρόμου έχει παραταχτεί το φως και με τρομάζει. Την λένε Μαρία και έχει γραφτεί σε κάποιον σύλλογο με θρησκευτικό προσανατολισμό και τάσεις αποδοκιμασίας αυτής εδώ και καμίας άλλη ζωής. Οι περαστικοί που περνούν δεν κρατούν τα ψώνια της ημέρας. Μόνο προχωρούν φουρκισμένοι μες στην κατάμεστη αγορά ψάχνοντας για κάποιον αδέσποτο εραστή. Εκείνη η έφηβη, η Μαρία διαθέτει αρκετά στρώματα παλιάς ζωής. Μα τούτη την ώρα η χοντρή επίστρωση φαντάζει ανίκητη. Στο πλάι της δυο τρεις φίλοι, κάτω από ένα ντροπιασμένο φεγγάρι παίζεται η σκηνή της. Το κλείστρο έκανε τον γνώριμο θόρυβό του και όλα τα κεφάλαια της ζωής της ολοκληρώθηκαν.
Η Ιμάτζιν Κάνιγχαμ γεννήθηκε το 1883 στο Πόρτλαντ της πολιτείας του Όρεγκον. Σε μια εποχή σοβαρών αποκλεισμών που σήμερα αν και φαντάζουν ξεπερασμένοι έρχεται κάθε τόσο ο καιρός για να δείξουν τα γερά τους δόντια, σίγουρες κατασκευές από σύρμα και απαγόρευση. Φράγματα καμωμένα με δόντια καρχαρία, στοπ. Πέρασε πολύς καιρός ώσπου να διδαχθεί τα μυστικά του πορτραίτου. Έκτοτε μες στην grisaille του καιρού της η Ιμάτζιν θα ξεχωρίσει και θα δεσμεύσει μορφές, προσωπογραφίες, γειτονιές , όνειρα. Εκείνο το ζευγάρι δεν άντεξε και τράβηξε για τον μόλο, όλα τα μυστικά τους πέσανε κάτω από την γέφυρα και σκοτωθήκανε. Τραβάνε τώρα για τον ωκεανό. Ένα κορίτσι που χορεύει, μια μεταφορά ακέραια για το κατακαλόκαιρο των Ηνωμένων Πολιτειών, σκληρός καιρός που αφήνει τα σημάδια του σε όλες τις πολιτείες. Δίπλα του ευτυχισμένοι οι φίλοι. Σε λίγο ο κρουνός θα σπάσει και όλη η γειτονιά θα πλημμυρίσει, τα πουλιά θα έρθουν για να πιουν και εκείνο το κορίτσι θα μεγαλώσει μια στάλα. Έπειτα αρχινά το μυθιστόρημα, που δεν είναι τίποτε λιγότερο από την διαφορική ανάλυση του κακού, αυτού του δαίμονα που γράφει την συνέχεια στο κάδρο της Κάνιγχαμ, την καρδιά του κοριτσιού που κιόλας μεγάλωσε. Μια εξήγηση του τρόπου που παραβιάζεται ο κρουνός και έναν χάρτη για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν όταν επιστρέψει η τρομερή και διαμελισμένη ζωή. Η λογοτεχνία του μυθιστορήματος βρίσκει την λύση εκεί που ο τραχύς νατουραλισμός γράφει μια σελίδα λαϊκής ιστορίας. Τα πορτραίτα της Κάνιγχαμ περιέχουν όλη την ανθρωπιά που αποσιωπούσε πάντα μια αντίστοιχη και αιώνια, αδέξια στιγμή μας.
Στο μεταξύ ο φωτογράφος έφυγε και το ζευγάρι ερωτεύτηκε ακόμη περισσότερο. Ίσως να κάηκε κάτω από τους ήλιους, κανείς δεν ξέρει. Η Ιμάτζιν, παράταιρη για τούτο τον κόσμο φόρεσε τα στρογγυλά γυαλιά της και πέρασε στην αθανασία. Μονάχα η έφηβη στην φωτογραφία από τις σκηνές της Αμερικής παραμένει απαράλλαχτη, μια ωραία σταθερά σε ξένη γη. Πρόκειται για μια μάρτυρα, για έναν άνθρωπο που κατέχει το μυστικό της ζωής και που γνωρίζει το σημείο ως το οποίο θα μπορούσε κανείς να κοντράρει την ζωή. Πρόκειται για αυτό που γνωρίζει η ίδια η Κάνιγχαμ, αυτό με το οποίο εμπότισε τα αστικά της πορτραίτα, δίχως διάθεση για αποκρύψεις. Το μερίδιο του Sebald αφορά την νοσταλγία. Είναι μια ανθρώπινη επινόηση και δεν ευθύνεται σε καμία περίπτωση η Κάνιγχαμ και οι μαγικές της λήψεις. Μόνο για καρέ που συλλαμβάνουν εντός τους την ποιητική δραστηριότητα μπορεί να κάνει λόγο κανείς , μόνο για τελετές που διέσωσε για πάντα ο φακός της Ιμάτζιν Κάνιγχαμ. Δίχως φλυαρίες.

Απόστολος Θηβαίος