Απόστολος Θηβαίος | Η Λι από το Σάλεμ

© Josef Bartuška

Μες στον φθινοπωρινό καιρό που όλα τα απογυμνώνει, ξεχωρίζουν τα κατάμαυρα κλαδιά. Η μεταφυσική μας έχει πάει περίπατο, μαζί και η φαντασία μας. Η Αθήνα εκεί έξω γνωρίζει καλά πως ίσως και τα δυο αυτά στοιχειά του κόσμου να χάθηκαν για πάντα. Η πόλη και ο καιρός που στην περίπτωση του Σάλεμ τίποτε δεν σκέπασε. Και έτσι απόψε ακούγονται και πάλι καθαρές οι φωνές του πλήθους που μισεί τα φεγγαρόμορφα κορίτσια, κραυγές κακών πνευμάτων που χαλούνε τον κόσμο. Φωνές του Σάλεμ, ενός κολασμένου χάους πεντακοσίων χρόνων. Το γαλάζιο μου στενό ξεχειλίζει απόψε από μεταφυσική.

Από δω! Αυτό μόνο και οι φυλλωσιές που χαλούνε τον κόσμο και η βροχή. Πέρα μακριά τα σκυλιά, στ΄αλήθεια ακούω τις ανάσες τους παντού, μα γρήγορα τ΄άφησε όλα πίσω. Έπρεπε να τρέξουν, να τρέξουν μακριά, πολύ μακριά από τα φανάρια που τρέμουν και από τα χελιδόνια.  Μην θαρρείς πως παλεύουν για να ζήσουν, τα κρατούν φονιάδες, αυτοί δεν συγχωρούν τίποτε. Έτσι, κατά το ξέφωτο, μα πρέπει να΄μαστε γρήγοροι, ένα φιλί και ξεχύνονται. Πρέπει να περάσουν γρήγορα, τα σκυλιά έχουν καλά πνευμόνια και τα αφεντικά τους διψούν για αίμα. Σταματούν, τους φαντάζομαι με πρόσωπα περγαμηνές, χαλασμένο γυαλόχαρτα μες στο βλέμμα τους, κίνδυνος. Μα πρέπει να τρέξουν, να κρατήσουν την θερμοκρασία τους ανεβασμένη, αλλιώς η παγωνιά της νύχτας θα τους πάρει τα κεφάλια. Κάτι σαν τ΄όργανο του Διευθυντηρίου που έδρασε αδιακρίτως. Πέρασαν, πλάι τους αρχίζει το ποτάμι και ο δρόμος είναι ελεύθερος. Μπορούν να βαδίζουν στις όχθες μέρες ολόκληρες, κανείς δεν τους βλέπει από τον δρόμο, πρόκειται για την τέλεια κάλυψη. Και αν φουσκώσουν, τα νερά λέω, αν φουσκώσουν, τότε μα τα νερά ποτέ δεν φουσκώνουν και άλλωστε πάντα κάποιοι κατορθώνουν και τινάζονται μες από τα δίχτυα, σαν την καλή και ελεύθερη ψυχή του Ιωνά. Ωραία όλα αυτά, καλές οι αναμνήσεις, όμως πρέπει να βιαστούν. Μονάχα που τα σκυλιά θα δυσκολευτούν πλάι στο νερό να τους μυρίσουν και κάπου κάπου θα μπερδευτούν από κανένα κουφάρι ή αυτόν τον ετρουσκικό λαγό που δεν πιάστηκε ποτέ και ελεύθερος μες στις ερημιές πλανάται. Αυτό είναι καλό, ναι καλό. Ο γέρικος λαγός βαδίζει πάντα εμπρός από την εποχή του, μεθυσμένος, ξέφρενος, άπιαστος. Το πεπρωμένο τους είναι εκείνο του θύματος μα ίσως η ζωή το ΄χει αλλιώς γραμμένο. Ίσως το Σάλεμ να απομείνει μονάχα μια τρομερή ανάμνηση, μια απειλή που πέρασε και πάει. Υπάρχει μια θάλασσα για να σφραγίσει την απόσταση και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο, καθόλου. Πρέπει να βιαστούμε, το ξημέρωμα φθάνει μα τώρα οι όχθες δεν σηκώνουν καμιά διαφορική ανάλυση, όλοι οι άγνωστοι χορεύουν εκεί εμπρός τους. Κάνε καλέ μου Θεέ να φθάσουμε ως την προκυμαία και έπειτα μια καινούρια σελίδα θα γραφτεί. Κάτω από τον έναστρο ουρανό που ούτε θυμάται το Σάλεμ και ούτε τ΄αγάπησε ποτέ. Επειδή εκεί δεν ήταν πατρίδα παρά μόνο ένα ύψωμα γεμάτο από τις στάχτες, ένας μοντέρνος βωμός που στάθηκε τάφος για δεκάδες. Θέρισα όλα τ΄άστρα και τότε εκείνος συλλογίζεται πως είναι ακόμη παιδί και προσέχει για τους δυο τους με καρδιά και ψυχή. Να, η προκυμαία και ήταν το συναπάντημα το ίδιο της ομορφιάς, ένα τέλος στην ασχήμια του κόσμου. Μα τώρα τα σκυλιά έρχονταν από παντού και οι δικαστές πάνω στις φοράδες μόλις έφθασαν κραδαίνοντας τ΄άγρια κατηγορητήρια. Οι καμτσικιές γδέρνουν τον αέρα και οι δυο τους δεν έχουν πια άλλο δρόμο. Ως εδώ, ως εδώ αποκρίθηκε εκείνος και μες στα ρουθούνια του άναψε μυρωδιά πεθαμένου φυτολογίου. Μια γυναικεία φιγούρα του 19ου αιώνα τους έδειξε με τον σταυρό. Κανείς δεν ήξερε ποια είναι τάχα οι ληστές και αν υπάρχουν τέτοιοι, μα είχαν κάνει τόσο κόπο και έπρεπε να σκοτώσουν, γρήγορα, παθιασμένα, χορταστικά. Φτιάξε θορύβους, μυρωδιές, φιλιά της είπε την ώρα που τους τραβούσαν. Το παλιό εμπορικό φάνταζε γεμάτο με μαλλί και κλωστή και σκόνη αιώνων. Εκεί μέσα τους δίκασαν και ύστερα, προτού σηκωθεί ο ήλιος καλά τους κρέμασαν βιαστικά στο ίδιο εκείνο ξέφωτο, εκεί που πριν από λίγες ώρες έγραφαν τις καλύτερες σελίδες της ζωής τους. 

Έπειτα τα πράγματα ησύχασαν. Και οι κατηγορίες στο Σάλεμ μειώθηκαν, ώσπου μια τέτοια ιστορία να ξεσηκώνει από την σκόνη μονάχα  μύθους και πλαστικά ξωτικά, φτιαγμένα στην Ταιβάν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Φτιαγμένα από την Λι που γράφει κάθε απόγευμα στον γιο της νευρωτικά, πυρετώδικα, αλαζονικά και τις νύχτες βρίσκει καταφύγιο στους ασυρμάτους του έρωτα. Οι καλύτεροι ποιητές της γενιάς της την αναγνωρίζουν και την σέβονται μα καμιά φορά οι ιστορίες πάνε να μπλεχτούν και τότε όλη αυτή η φιλότιμη προσπάθεια να μιλήσει κανείς για την φριχτή Νέα Αγγλία του 15ου αιώνα πηγαίνει ξοδεμένη. Ίσως για αυτό σταματώ, φροντίζοντας τούτην η ιστορία ποτέ να μην ξεπεράσει τον εαυτό της.  Άλλωστε ο Άρθουρ Μίλερ φρόντισε να ξεστομίσει όσα διάβασε σε εκείνες τις δικογραφίες, τις ανυπόστατες, τις γεμάτες κατηγορητήρια ψευδή και ψευδομάρτυρες και δικαστές με αθεράπευτα εκδικητικές καρδιές. Εκείνον τον θίασο που διασκέδασε με το αίμα νεαρών κοριτσιών, σφραγίζοντας με έναν θεαματικό και απάνθρωπο τρόπο την εποχή του που έληγε. Έξυπνοι τάχα, άνθρωποι του Θεού, μα μισαλλόδοξοι και ενθουσιώδεις και μίσεροι, άνθρωποι για τους εξώστες, μορφές συνθηματικές γέμισαν την ψυχή του Σάλεμ με μίσος.  Δυο κορίτσια με απαράλλαχτο το όνομά τους, μια νεαρή σκλάβα από έναν σκοτεινό και απροσδόκητο τόπο, κύτταρο γεμάτο από τον χημισμό ενός χρόνου μεταφυσικού μετατρέπονται στους πρωταγωνιστές της περιβόητης ιστορίας. Αυτής που χάρισε για πάντα στο Σάλεμ μια μακρά και πετυχημένη σαιζόν, τουλάχιστον εμπορικά. Επειδή παντού στους δρόμους, τα μαγαζιά, τα σπίτια, τα ονόματα των δρόμων μπορείς αν το θες να ξεχωρίσει την μεταφυσική που χαλά τον κόσμο. Το πνεύμα του θανάτου στοίχειωσε την πολιτεία, εκεί στ΄ανοιχτά του Όρεγκον. Η μοίρα του την έκανε διάσημη, οι άνθρωποί της μετατράπηκαν σε εμβληματικές μορφές με παγκόσμιο ενδιαφέρον.

 Η βιομηχανία της μεγάλης οθόνης βρήκε στο Σάλεμ εκείνο που γύρευε για να την εκτοξεύσει. Οι παλιές ιστορίες διαθέτουν σπουδαία πέραση και έτσι όπως βαδίζει στα τυφλά σαν φήμη αυτός εδώ ο κόσμος, ατμόσφαιρες σαν εκείνη της μικρής, θαυμάσιας πόλης, κάνει τις καρδιές να σκιρτούν και τα εισιτήρια να αθροίζονται στους στατιστικούς πίνακες που καθορίζουν την έννοια της αμερικάνικης ευτυχίας. Το Σάλεμ παστεριώνεται, όπως το Αούστερλιτς, το Στάλιγκραντ και τόσες άλλες χαμένες πατρίδες. 

Και όμως εκείνα τα χρόνια, πέντε ολόκληρους αιώνες πίσω για την ακρίβεια, ο κόσμος ανακαλύπτει στο Σάλεμ την αιώνια μορφή της αδικίας που περνά από τα χέρια των ανθρώπων σε εκείνα της μοιραίας θεώρησης του κόσμου. Τα κορίτσια που θανατώνονται στην αγχόνη υπογράφουν τις σελίδες αυτού του χρονικού. Φέρνουν στο νου μας τις πομπές που καταποντίζονται ξανά πάνω στον δρόμο, μόνο γιατί το θέλησε η χάρη των αγγέλων. Το πλήθος βρίσκει στο Σάλεμ το πρόσωπο του αιώνιου όχλου, εκείνη την κτηνώδη μάσκα που φορούν όλες οι ανθρωπότητες στο πέρασμά τους. Βρίσκει μια ραψωδία αγαπημένη, για την ακρίβεια τα ξέφτια μιας ολόκληρης, πικρής γενιάς, κυριευμένης από την μανία του θεού. Τα κορίτσια του Σάλεμ και το πάθος που ακολούθησε, αυτός ο τέλειος παροξυσμός έχει ξανασυμβεί. Έχει στοιχίσει ξανά σε ζωές, έχει γραφτεί χίλιες φορές στην ιστορία. Το  Σάλεμ δεν θα πάψει να αποτελεί μια μικρή υπόμνηση στο εκτενέστατο εκείνο κείμενο που μιλά αδιάκοπα για την έξαρση και την κατάπτωση και τον νεκρό θεό που φαντάζει τόσο σκληρός και απρόσιτος.

Στην θέση των εκτελεσμένων κοριτσιών φυτρώνουν πια μανδραγόρες, κάτι ανθρωπόμορφα φυτά που κλαίνε τις νύχτες. Τους ποτίζουν οι κρεμασμένοι που στεγνώνουν και η έννοια του διδακτισμού και της σύστασης που τόσο εμίσησαν οι καλλιτέχνες και οι ποιητές επανέρχεται γδέρνοντας σαν ήλιος όλες τις επιφάνειες. Ακολουθεί προσευχή, πληρωμένη δέκα δολάρια, ειπωμένη από έναν αρχαία πάστορα που προσεύχεται στην ερημιά, αγγίζοντας τάχα το βαθύτερο στοιχείο της μεταφυσικής. Βασανίζεται από την θέρμη του αλκοόλ, μα αυτή η μίμηση είναι όλα όσα του προσφέρει απόψε η πόλη. Ψέματα όλα. Οι μόνες αλήθειες τα ονόματα εκείνων των κοριτσιών. Τιτούμπα, η σκλάβα από την Καραϊβική, Σάρα Όσμπορν και Σάρα Γκουντ. Λένε πως δεν κάνει να γράφει κανείς τα ονόματά τους στο χαρτί μα αυτό δεν είναι καθόλου μύθος γοητευτικός αλλά πεποίθηση που όλοι ανεξαιρέτως ασπάζονται μες στον αιώνα μας. Αυτόν που όλα τα ερμηνεύει για να αφοπλίζεται διαρκώς και με κάθε αφορμή, κάνοντας την υπόθεση χρόνος να φαντάζει απολύτως φανταστική και δυσδιάκριτη.

Απόστολος Θηβαίος