Αγγελική Κορρέ | Σιγκιρίγιες για τον ταύρο του Τερουέλ: Περί πολέμου (ανέκδοτο), απόσπασμα

© Γεωργία Τσόκου

Η γλώσσα μου ως αυγή, λοιπόν – τη βλέπω· δυστυχία μου!
Κατάρα! Αστράφτει· κι απελπισμένος νοσταλγώ τη δύναμη του πένθους.
Ω, κοίταξέ τους! Κλαίνε για μια ψυχή· και λένε:
Ακούει η ψυχή. Μα κάποιοι άλλοι: Όχι! Κλαίτε και θα την παρασύρετε
Στο κλάμα· κι αυτή του αγίου ακόμη δεν θα πει
Πως βλάσφημοι είστε που κλαίτε τη χαρά του – τον θάνατο·
Θα πει πως είναι ο ένοχος της θλίψης σας
Και κάλλιο να ’χε από της γης την κόλαση καεί.
Μα εγώ μιλάω για άλλα· λέω: είν’ ένα πένθος· κάτι με κινεί·
Σπλάχνα μου, εγερθείτε· μάτια μου, ορμήστε, ζήστε!
Μορφάζοντας, πάντα μορφάζοντας.
Είναι άλλη θλίψη να κλαίει ο άνθρωπος δίχως να συσπάται
Όχι μια παρειά, το μέτωπο, το στόμα, μα ούτε ένα βλέφαρο.
Ω αγάπη των γενεών!
Ω θώρακες τεντωμένοι απ’ τον δυνατό άνεμο,
Οστά των σωμάτων, στήθη, πελέκεις από κάτασπρο χάλυβα,
Ποιος δρόμος μάς δείχτηκε και δεν τον διασχίσαμε,
Ποια θυσία μάς ζητήθηκε και δεν την κάναμε;
Κι η ενοχή ακόμη θα ’ναι ένα έλεος για μας
Κι απ’ την πορεία των ζωντανών θα εκδιωχθούμε.
Κάψτε με, αν είμαι ένα κομμάτι της Ιστορίας,
Αν είμαι το υπάρχον του κόσμου, αφανίστε με από το πρόσωπό του,
Αν είμαι το αίμα που περιμένετε, κοντεύω,
Κι αν με θελήσετε, πριν με θελήσετε, μόνος μου θα ’ρθω.
Παραφροσύνη, ω ήλιε, να είσαι εχθρός μου
Όταν δεν έχω μάτια, στόμα, δέρμα να καεί
Και στο κρεβάτι της ομορφιάς ξυπνώ μονάχος
Από του σκουληκιού τον ύπνο τον μακρύ.
Ποιος, εάν μου πρέπει να το μάθω, είμαι εγώ; Ποιος; Ρωτώ.
Αυτή που εγώ αγαπώ πιο πολύ από τη ζωή των ζώων
Κι όταν μιλά στρέφω προς τα κει τα κεφάλι μου
Σαν να προσεύχομαι χαμένος στο τέλος των τεσσάρων σημείων.
Ποιος είμαι, εάν είμαι; Ποιος; Ρωτώ.
Είμαι ο πόνος που κοιμάται επάνω στην καρδιά μου.
Καλόδεχτο σφυρί, την τρομερή την κάσα της λαλιάς ας σπάσεις∙
Όπου το βέλος πέφτει, το μέταλλό σου ρίξε του μπροστά,
Σώσε, λύτρωσε τη γη, τον τόπο.
Σιωπή! Απόψε ορκιζόμουν πως είδα το φεγγάρι
Να ανατέλλει και να δύει δυο φορές
Μια νύχτα αφότου ονειρεύτηκα πως κάποιος ζητούσε
Να μου χαράξει το πρόσωπο καλά με ένα μαχαίρι,
Και μόλις που ’χα τη λαβή του στον λαιμό,
Όταν, με νεύρο σαν να σπάζει το ίδιο μου το δέρμα,
Παρακάλεσα, δεν ξέρω ποιον, να βγω από το σώμα αυτό
Και να γίνω πάλι εγώ, που μ’ ένα μάτι μακρινό
Κοίταζα τ’ όνειρό μου.
Ορίστε, πάρτε με, σεις γενιές, που η φλόγα σας τα μαρμαρένια
Τείχη έχει αγκαλιάσει, που άσαρκο έτσι δεν μπορεί
Να με προσβάλει: πάρτε με, πάνω στα δάχτυλά σας ν’ ανεβώ
Καθώς όλα τα περασμένα χρόνια ίππευε η ψυχή μου
Κι ο κάματος δεν μου ’κανε τη χάρη, κι ανάσαση δεν έβρισκα
Σ’ ίσκιο ή σ’ ήλιο, μήτε νερό με ξέπλυνε ποτέ, μήτε μαντίλι
Στύφτηκε απ’ το αίμα μου. Κι όμως, εγώ είχα αλήθεια χτυπηθεί.
Εσείς, γενιές, που αγαπάτε η μια την άλλη, κι ο θάνατος
Δεν γλιτώνει απ’ τα λόγια της χαράς σας, και είναι σάρκα
Απ’ τη σάρκα του η σάρκα των σφαχτών, κόκαλο
Απ’ το κόκαλό του ο ήχος των καμπάνων: πάρτε με,
Που έτσι άσαρκο φωτιά καμιά εμέ δεν με προσβάλει,
Αλλά το φως μου έχω χάσει, έτσι που αν μέσα στη νύχτα
Χέρι ως καπνός το χέρι μου τραβήξει είτε φωνή σαν θρόισμα
Το όνομά μου να της πω ζητήσει, εγώ θα πω: εγώ είμαι,
Εγώ! Δεν θα τελειώσει ο κόσμος γιατί δα ζωντάνεψε η καρδιά μου.
Έχω τα λόγια μου μπροστά στις τραγωδίες,
Έχω και την αισχρή ομορφιά, διπλά κι εγώ αισχρός, μπρος στις σφαγές,
Για τις ψυχές προσεύχομαι, κι η προσευχή μυρώνει την αποφορά μου·
Τι με μεθάει μπρος στο ξυπνητό κακό; Να ’ναι οι νύφες
Με τ’ ανθοδεμένα χέρια τους, ή μήπως τα θολά αγέρια της ερήμου;
Εγώ ένα ξέρω: πως δεν μπορώ να δω. Βαρύς
Τον δρόμο της μέρας περπατάω, μονάχος τρώω, σαν σ’ όνειρο,
Το λίγο μου ψωμί. Δε θα στεριώσετε σεις μέσα μου –
Μέσα σε σας θε να στεριώσω εγώ.
Τα γέρικα άλογα τ’ απόφαγαν οι σκύλοι, τα χαλινά τους βράσανε
Στη χύτρα των μετάλλων και τα χρυσά τα δόντια των φτωχών
Είναι σε μια στέρνα. Οι δύσμοιροι οι νεκροί.
Ω εσείς φλόγινες γενιές, δεν τραγουδιέται το τραγούδι μου,
Καίγονται μόνο οι ουρανοί: η πίστη μου γεννιέται –
Να, θανάτου θάνατο δεν περιμένω εγώ πια,
Όχι, θανάτου θάνατο δεν περιμένουμε εμείς πια,
Ούτε και ξανοιγόμαστε όσο σηκώνουν τούτοι οι ώμοι,
Αλλά ο δρόμος είναι ανοιχτός για όποιον θέλει να ’ρθει ώς εδώ –
Ας είναι κι ένας:
Αυτός που αγαπάει μόνο τη ζωή του.
Βλέπω λοιπόν τη χώρα αυτήν όπου μονάχος κανείς πάει
Κι απ’ όπου ούτε την καρδιά του δεν θα έχει όταν θα φύγει.
Ό,τι κι αν συμβαίνει εδώ, λοιπόν, προς τι;
Εγώ αυτό που είπα πως βλέπω είναι μιλιά που δε μιλά,
Κοιλιά που δεν πεινάει, πληγή απ’ αγκάθι που τραγωδία κάνει
Τον θυμό – λέγε, αίμα που επιθυμεί ο πνεύμονάς μου, τι αγαπάμε;
Σιωπή. Να κρατηθώ δε γίνεται απ’ αυτό που επιθυμώ.
Βλέπω λοιπόν τη χώρα αυτήν, με των μετάλλων της το τάνυσμα,
Όλα τα ζώα και τα σκοινιά τα περασμένα δόντια ή τα πετσιά,
Τον χρόνο επάνω στων εκκλησιών τους το κατώφλι, την αυλή
Της οικογένειας των αργυραμοιβών, γεμάτη λουλούδια,
Και τις τρύπες στους φράχτες απ’ όπου τ’ αδέσποτα παιδιά
Σχεδιάζουν τις κλοπές· ο αέρας ρίχνει μέχρι και τα κλαδιά των πεύκων.
Αυτό που μου ζητείται θα το πω, μα θα ’ναι ψέμα.
Μα σε μια λόχμη από πεύκα κι από έλατα
Κάτι ξεσπάει και σκοτώνει έναν ή δυο
Κι οι ζωντανοί είναι τώρα καλυμμένοι από λάσπη
Κι ο ένας από δαύτους ψάχνει το κεφάλι του.
Πώς κλαίει έτσι, πώς κλαίει, ας τον κάνει κάποιος να ηρεμήσει,
Δεν είναι νεκρός κι ούτε που γνώριζε εκείνους που πεθάναν.
Δεν μπορώ να τον συντρέξω, δεν το μπορώ κανέναν να συντρέξω.
Ξέρω τι κάνω. Κι αν τώρα έσφιξε τα δόντια του, θα του περάσει.
Έτσι κι αλλιώς, είναι παντού καμένος
Και δεν το βλέπω να μπορεί να κάνει τίποτα καλύτερο για την ώρα.
Λοιπόν, αυτό δεν είναι ούτε αλήθεια ούτε ψέμα –
Ένα κανάτι με διπλή λαβή, νερό και φως, μια στρώση σκόνης ίδια πέτσα∙
Αυτός που θα μου γυρέψει ένα ξυράφι για τα μαλλιά του,
Ένα κουμπί για το πουκάμισό του, έναν σπάγκο για τη λάμα του μαχαιριού,
Λοιπόν, αυτός είναι σωστός άντρας – και είναι ενάρετος.
Άνοιξε τα μάτια σου πια,
Γέρασες, τα ζώα σου έχουν μείνει πετσί και κόκαλο
Κι η κόρη σου, κι αν την κρατάς στα χέρια, είναι ανάπηρη,
Δεν θα δεις καλό απ’ αυτήν.
Εγώ θα σου πω τι θα σου ξημερώσει.
Είσαι μια ξυπόλητη, σκέτη μέγαιρα,
Κάνε έναν κόπο να ψοφήσεις μια ώρα αρχύτερα,
Κανέναν δεν θα πειράξει.
Σκοπεύω το χέρι και βλέπω τη φλέβα που καίει στην πεθαμένη,
Λεπρή κι αθώα όπως βρίσκει κι όχι όπως ξέρει,
Για μας, που δεν έχουμε λόγια, η κατεύθυνσή της είναι φανερή –
Ούτε ένας φίλος ούτε ένας αγαπημένος, ούτε ο θάνατος ούτε ο κόπος,
Ούτε η αγιότητα ούτε η ταπεινοσύνη· προτού θελήσει να σωθεί,
Είναι ήδη σωσμένη με δίχως τίποτα,
Κι ας μην πληρώσει γι’ αυτό, κανείς δεν θα την κακολογήσει.
Όλοι είναι αθώοι στη χώρα τους.
Ας έρθει μέσα μας ένας θρήνος που μόνο θρήνος να μην είναι,
Ανοιχτός σαν το ίσιο περπάτημα των ζώων ενώπιο στη νύχτα
Που τη φωτίζουν όλα τ’ αστέρια και οι πυρές που καίνε απ’ τη μέρα,
Αφήνοντας για χάρη δική μας στη γη τα σημάδια των γεγονότων
Που δεν έχουμε ακόμα ζήσει, αν και γεμάτοι από τον θόρυβο της ζωής,
Για χάρη, γι’ αυτήν τη χάρη, καθώς λειτουργούμε των παιδιών τη λειτουργία,
Καθώς έρχεται σε μας από κάθε μεριά ένας ήχος που όμοιό του
Το χρυσάφι των βουνών δεν μπορεί να πλαντάξει,
Που η φωτιά τ’ αποστρέφεται και το χαλίκι το ριγεί στα παράθυρα των σπιτιών,
Γιατί είναι η χάρη μας αυτή, και μια άλλη γη είναι εδώ, μπρος στην οργή μας,
Να την καλέσουμε με το σημάδι της δικής.
Όπου και να κινήσει, προς την ξένη
Αυτήν Ιστορία, απέναντί μας δε θα υπάρχει
Μήτε αγάπη μήτε λησμονιά∙
Μα τ’ όνομά μου όταν ακούω στον ίσκιο των βαλανιδιών,
Δεν είναι αυτός, είμαι εγώ που τον ακολουθάω.
Περπατά προς το θάνατο και λέει: εγώ αγαπώ!
Μα του θανάτου η όψη έχει την όψη της καρδιάς του.
Τι κι αν το βλέμμα μένει ίσιο, γυρνά ο βολβός
Προς τ’ όραμά του, κι έχει το μάτι μόλις απαντήσει: είναι τυφλός.