Απόστολος Θηβαίος | Ταιριάζουν οι επαρχίες στην Στρέλλα

© Helen Levitt

Αυτή η Κόνιτσα
Που σε προσμένει
Δώθε από το καινούριο
Είναι ένας αυθεντικός
Ένας γνήσιος καθεδρικός
Κάθε καιρού ελληνικού.

 

Με αφορμή
μια εξαίσια φιλολογική βραδιά,
ένα αβέβαιο οδοιπορικό
που αρχίνησε αναπάντεχα,
από τούτο εδώ,
το γαλάζιο μου στενό.

 

Καμιά φορά, πήραν να διαβάζουν σκόρπια κείμενα από την ανθολόγηση. Ήταν μια συλλογική αφιέρωση στο οικείο. Εμείς που δεν ξέραμε για ποιο πράγμα μιλούν οι αφηγητές, δεν φύγαμε, δεν κλειδώσαμε απ΄έξω τις καρδιές μας. Νιώσαμε το πνεύμα της ζωής και των ανθρώπων, όχι το γράμμα που λαθεύει. Ήταν μια βραδιά αφιερωμένη στους τόπους και τα σημάδια. Μια αίσθηση παγωμένου χωραφιού μας κατέκλυσε, καθώς πρόβαλε μες στην υποβλητικότητα του ερημικού και του ξεχασμένου, η Κόνιτσα, η Κόνιτσα.

 Η βραδιά προσχεδιάστηκε με κύρια αφορμή μια σπουδή επάνω στο θέμα της νοσταλγίας και θα΄ταν άδικο, τόσο άδικο, αν κανείς δεν μάθαινε πως όσοι ενεπλάκησαν, κατόρθωσαν να μεταδώσουν την υποβλητικότητα που απαιτείται σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, όσο οι αποχαιρετισμοί.

«Περπάτησε ίσια πάνω τον δρόμο που ερήμωνε μισό αιώνα τώρα. Ξέσκεπα τα σπίτια, μισοριγμένα τα χαγιάτια, τα παράθυρα καρφωμένα απ΄άκρη σ΄άκρη. Από τότε που έπεσαν οι Τροίες τα παράθυρα κοιτούν μυστικά σε άγνωστα σαλόνια.  Άκου μέσα, που ξυπνούν τα μοιρολόγια για τους τόπους που λησμονήσαμε. Για τα σπίτια, τα πράγματα, τα σαμοβάρια, τις καρέκλες, τους σοφράδες με τα σημάδια από τα χέρια. Για τα δέντρα που μεγάλωσαν πια και δεν θα τα γνωρίσουμε, μήτε θα βρούμε το χάραγμα που κάναμε εκείνη την Πασχαλιά. Μαζεύτηκαν τα πουλιά στο κατόπι του. Ποιος είσαι, πώς έλεγαν τον πατέρα σου, δείξε μας το σπίτι σου. Μα εκείνος δεν το ξεχώριζε πια, μες στην ψυχή του είχε ανοίξει μια άβυσσος και εκείνος ένας Αργοναύτης χαμένος, μια δύσκολη περίπτωση. Να΄ταν εκείνο στην κορφή του λόφου που το πνιξαν οι καρυδιές ή εκείνο εκεί στο χείλος του χρόνου που ΄χει απείραχτα τα τζαμωτά του. Να΄ναι εκείνο που έθαψε ο χιονιάς, ίσως αυτό που γιορτάζει μες στο απόβραδο. Πνεύμα μου γαλάζιο, να ΄σαι εσύ που στέκεις σαν ροδιά στον πάτο του φαραγγιού, άραγε.

Το΄χε χάσει πια εκείνο το αίσθημα που σου σιγολέει, εδώ είναι, αυτό είναι το σπίτι σου. Τριγύρναγε πικραμένος, συλλογιόταν τα ονόματα. Οι απουσίες του ΄φεραν δάκρυα, του΄παν στον κόρφο του, όλο εμπιστοσύνη, από εμάς είναι καμωμένη η ζωή. Λάσπωσε τα παπούτσια του, δεν νοιάζεται.

Έρχεται μια ώρα που φωνάζει και τινάζονται τ΄άγρια. Αργά, μεθοδικά τραβά κατά το ξωκλήσι. Τον πάνε τα βήματά του, εκείνος δεν σκέφτεται, δεν θυμάται. Τον οδηγεί αυτή η καρδιά που μπλέχτηκε απόψε στο μαγνάδι. Τον παίρνει από το χέρι, του λέει, εδώ απάνω είναι ο Θεός, σε περιμένει. Όλος ο κόσμος ησυχάζει και έχει ένα πλάτεμα ο ουρανός αλλιώτικο, βαριά είναι αυτή η μολυβένια του σιωπή. Εδώ θα γυρνάς του λένε τα χρόνια και τα πράγματα, εδώ μωρέ, στα ίδια σπίτια, τους δρόμους, τις πλατείες που ρήμαξαν, εδώ θα γυρνάς, ανάμεσα στις πηγές και τις νύμφες και τους σκοτωμένους θα γυρνάς. Πες μας μωρέ τι γίνηκε εκείνος εκεί ο κόσμος που αφήσαμε, θα σε ρωτούν με σβόλους χώματα στα στόματα αυτοί οι τελευταίοι, με βαθιά πράσινα χέρια και της λαμπρής τα ρούχα. Πες μας μωρέ κρατήθηκε ο κόσμος ο δικός μας, τα σπίτια μας, το μερτικό μας στην ζωή μωρέ, το θυμάται κανείς, άραγε.

Και εκείνος με τα φθινόπωρα στις πλάτες του, με τ΄ασημένιο του κεφάλι τίποτε δεν λέει, μήτε τα μάτια του τολμά να σηκώσει επάνω στους τοίχους με την βαθιά ζωή. Αμίλητος αφήνει πίσω του τα υποστατικά που του γελούν μυστικά, με κάτι σαν τρίξιμο και σαν χαμόγελο γιατί τον γνώρισαν και θυμήθηκαν ποιος είναι. Γεια σου μωρέ, του φωνάζουν οι άγγελοι με τα λευκά τους πουκαμισάκια, τα μεταξωτά, τα κισμιρένια που΄χουν το χρυσό  υφάδι. Πλάι τους κοιμούνται οι αργαλειοί με τα ροδάνια τους σταματημένα. Περνούν την αιωνιότητα όλο νωθρότητα και ευτυχία μες στα σταματημένα καφενεία. Τώρα υφαίνουν στρατιές σιωπής και μονάχα μια μισοσυνειδητή ανάμνηση κρατά τον κόσμο στην θέση του. Γεια σου μωρέ, του λένε οι άγγελοι που φορούν ακούραστα το πνεύμα της πέτρας και του βουνού. Και εκείνος δεν αποκρίνεται. Στέκει, ανάβει τον καπνό του και μπαίνει προσκυνητής μες στο ξωκλήσι, σαν τάχα να βαδίζει πρώτος αυτός μες στον μονόλογο της Ελένης. Εδώ τ΄άφησε το κορμί του πριν χρόνια και δεν υπάρχει τώρα άνθρωπος και όνειρο να τον ελεήσει. Είναι όλα πετρωμένα, πελώριες Μήδειες που εκδικούνται.

Άφησε τα τελευταία σπίτια πριν πέσει η νύχτα, πήρε τον δρόμο βιαστικός. Άμα γύρισε είχα χαθεί το χωριό και τα σπίτια του και μόνον στ΄άναμμα του κεραυνού κάτι πρόλαβε και είδε. Πέφτανε βροχή τα βιολετιά μες στον ορίζοντα και έγερνε το κεφάλι της η Κόνιτσα από έρωτα, από έρωτα. Και φτερούγιζε σαν βασιλική και σαν κλίτος, η Κόνιτσα, η Κόνιτσα.»

Άμα τέλειωσε η ιστορία, το ακροατήριο χειροκρότησε, καθώς συνηθίζεται. Κάπως μηχανικά και κάπως αβέβαια. Ὀλοι σκορπίσανε έξω στον κόσμο, κρατώντας καθένας μια δική του αιωνιότητα. Θα την λευκάνει του καιρού το καμίνι, ο χρόνος θα κατακτήσει τα ξεροπήγαδα, τους λάκκους που σχηματίστηκαν, τα χνάρια στις πέτρες, είπαν μέσα τους, δεν μπορεί, θα σβηστούν. Πόλη πλεούμενο, του αφρού διήγημα τούτη η Κόνιτσα και κάθε άλλη, μνήμη ασυμβίβαστη μες στον αττικό αέρα. Ακριβώς όπως ειπώθηκε, ακριβώς όπως πριν από χρόνια με επίκεντρο την Αίγινα. Δεν προλαβαίνει να ανθίσει στις μέρες μας ο ανθός της νοσταλγίας και το ποτάμι όλα τα σαρώνει. Εμείς φεύγουμε μαζί του.

Μόνο σε κάποιο φιλμ, χρόνια μετά, κάποιοι ξεχώρισαν τι ήταν εκείνο που ήρθε και κάθισε σαν κατάμαυρο πουλί πάνω στην ψυχή τους. Δεν ήταν η επαρχιακή πολίχνη, όχι, ποτέ δεν ήταν. Επρόκειτο για την ατμόσφαιρα, την τόσο νεφελώδη που θέλει τον ήρωα να περιδιαβαίνει την παιδική φωνή του. Που θέλει την αγάπη του για την Στρέλλα βαθύτερη, πλατύτερη. Ετούτο είναι το πλησιέστερο για να σας περιγράψω την φοβερή αίσθηση εκείνης της φιλολογικής βραδιάς.

Απόστολος Θηβαίος