Απόστολος Θηβαίος | Ιστορίες του ψαρομαχαλά

© Brassaï

Ν.Κ., αργοναύτης,

 

Με τον όρο αφισέτο, νοείται η πολύχρωμη και αποφασιστική αφίσα στην γωνιά της οδού απέναντι από την πύλη Σαγκρέδο στην καρδιά του ψαρομαχαλά. Μια παράδοξη και εύθυμη ιστορία με μπόλικο, ζωντανό χρώμα και μια λεζάντα. Ίσαμε το μήκος της βινιέτας και με γραφικό χαρακτήρα μια ιδέα καλλιγραφικό μονάχα, έτσι που να διακρίνεται από τους βιαστικούς διαβάτες. Το αφισέτο που τοποθετήθηκε απόψε σε κάθε γωνιά δείχνει μια παράταιρη παρέα, η σκληρή μοίρα δεν σημαδεύει τα πρόσωπά τους, φτιάχνουν λέξεις με αγάπη και με κέφι εφηβικό. Η γλώσσα τους μοιάζει με εκείνη που μιλήσαμε κάποτε.

Η αφίσα προκάλεσε αντιδράσεις. Θα μπορούσαν να λάβουν διαστάσεις, το πλήθος δεν συλλογίζεται όταν ξεχύνεται στις λεωφόρους. Οι αρχές συμμάζεψαν κάπως το πράγμα, φύγετε, εδώ δεν έχει τίποτε να δείτε, μονάχα τον θανάσιμο έρωτα, ο παράδεισος μπορεί να περιμένει είπαμε όλοι και χαθήκαμε με τα πρώτα κρύα. Σειρά έχουν τα καφωδεία, οι κεφάτες παρέες, οι πρόστυχες ταβέρνες, εκεί που συζητιέται από την αρχή το ζήτημα της αιωνιότητας του κόσμου, γωνιές και βεστιάρια με φθαρμένες στολές, βροχή από στρας, άσπρο χιόνι και άκαμπτη μοίρα. Αυτός ο χρόνος ο αχαλίνωτος που κυλά με έναν άγριο τρόπο, έξω από το παράθυρο, στην παραφορά του δρόμου, γέρικη, ποταμίσια λίμνη, πένθιμη προσευχή που θα πνίξει τις σοδειές μας. Μόνο αυτό κατέχει μια κάποια σημασία για τις παρέες που συνωστίζονται έξω από τα θέατρα και που όταν επιστρέφουν στον φακό για χάρη του μέλλοντος καιρού, βάζουν ένα λιθαράκι πάνω στο βαρύ ρετάμπλο του κόσμου.

Οι αφίσες σκορπίστηκαν, κάποιες πνίγηκαν μες στα νερά. Η παράξενη παρέα που κέρδιζε τον άνεμο, γέλιο το γέλιο, ξεμάκραινε με ότι χάθηκε τούτη την νύχτα. Πάντα θα μιλούν για εκείνους και επιστρέφοντας μέσα από τα δάση, έξαλλοι ποδηλάτες από την αρχή θα φτιάχνουν το μονοπάτι που τους πήρε. Κούφια παραμύθια, η παραδεισένια ατμόσφαιρα, οι λέξεις του θεού και της φριχτής πολιτείας, τίποτε δεν λησμονήσαμε όσο και αν εκτελέσαμε πιστά τις σκηνογραφίες.

Κάποιος Αθηναίος χάραξε αυτά τα χρώματα επάνω στο αφισέτο και απόψε κινδυνεύει να χαθεί. Τον γυρεύουν από σπίτι σε σπίτι επειδή λογαριάζουν πως ένας άνεργος Κόλιτζ που τριγυρνά αρπακτικά έξω από τα κάστρα μας, συνιστά τον  πιο αξιόλογο κίνδυνο αν τάχα σκεφτείτε πως με πάθος αγάπησε κάποια φορά τις ζωγραφιές και το φέρσιμο αυτής της τέχνης.

Στον μαχαλά, χωρίς διακοπή παζαρεύουν οι θεοί το δίχως έλεος όνειρο. Γέρνουν στον ύπνο του κόσμου και τον ληστεύουν, καρέ από άγρια ζώα με έφεση στο ρίσκο. Νίβουν το πρόσωπό τους, κάνουν κομμάτια τους καθρέφτες, ουρλιάζοντας δεν είμαι εγώ, κανείς δεν ερωτεύεται όπως παλιά, δεν είμαι εγώ, μια φαγιέντσα που λιγοψύχησε εμπρός στον πολύ άνεμο.

Όλα τούτα έλαβαν χώρα κοντά στην πύλη Σαγκρέδο, μες στην ψίχα της πολιτείας. Ό,τι σώζεται είναι γραμμένο εδώ μα και στο αρχείο των παλαιών προμαχώνων όπου φυλάσσονται πράγματα πολύτιμα, όπως το αρχείο του Βλαχογιάννη και η προσευχή του Νίκου Καρούζου και ένα σωρό συμβόλαια για πάντα εκπληρωμένα. Η εθνική, κατά τον κόσμον ζωή.

Απόστολος Θηβαίος