Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Rip It Up #5

Άλαμουτ / Σινεμάς

Είμαστε ο Σινεμάς! / Reprise  

Το καλοκαίρι. Για άλλους είναι ο υπνόσακος και το ταξίδι στην ανεμελιά μιας παιδικής ηλικία που δεν έχει χαθεί, που επιμένει, έστω και μερικές εβδομάδες το χρόνο να επανέρχεται και να χαμογελάει πλατιά. Το καλοκαίρι. Για άλλους είναι η αποθέωση της φιλαναγνωσίας, κλείνονται στις σελίδες και ανοίγονται στο σύμπαν, και πάλι, της παιδικής ηλικίας που τρέφεται με περιπέτειες και με μια φαντασία που θέλει να είναι αχαλίνωτη. Το καλοκαίρι. Για άλλους είναι ο κινηματογράφος, η μεγάλη οθόνη, ο σινεμάς, που σημαίνει, και πάλι, επιστροφή σε μια παιδική ηλικία όπου επιτρέπονταν τα πάντα, να είσαι σήμερα ο Ζορρό, αύριο ο Πειρατής Λαφίτ, χθες ο Πράκτωρ 007. Ας πάμε σινεμά, απόψε, αυτή την Κυριακή, και την  επόμενη Κυριακή, ας πάμε πάλι σινεμά!

Εμάς μας πήγαιναν, υποχρεωτικώς ας πούμε, με το σχολείο. Στον κινηματογράφο. Στον κινηματόγραφο. Στον σινεμά. Ένα σωρό πολεμικά είδαμε έτσι. Με το σχολείο. Ήταν μέρος της πατριωτικής αγωγής, επί δικτατορίας των συνταγματαρχών. Όλοι ήξεραν, κι αυτοί, οι δάσκαλοι, που μας πήγαιναν εκεί, ότι ήταν, για μας, η ώρα της τρελής καζούρας. Πλάκα, πλάκα, και πάλι πλάκα. Γέλια. «Χόρευε, σκύλα», να λέμε, ξανά και ξανά, μιμούμενοι τον Λάκη Κομνηνό, στον πολεμικό υπερκολοσσό Οι Γενναίοι του Βορρά. Πολυβόλα, καλπασμοί, ολίγοι γυναικείοι μηροί, θελκτικοί, μέσα από χαλάσματα και σκισμένες φούστες, μπαρουτοκαπνισμένες, ο Φερνάντο Σάντσο (μα πού τον βρήκαν!) Κρητίκαρος αντιστασιακός να πηρουνιάζει ναζήδες, ο Καρράς μια γερμαναράς μια αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού, ο Πρέκας να ωρύεται στο Ρούπελ, βόμβες, κραυγές, ίντριγκες, γέλια παρανοϊκής βραχνάδας, ο προδότης Δήμος Σταρένιος, σενάρια επί σεναρίων γραμμένα στο πόδι, σκαρωμένα με βερμούτ, «Χόρευε, σκύλα», «Ελάτε να τα πάρετε», Καραγιάννης/Καρατζόπουλος και Φίνος Φιλμ, Βέρα Κρούσκα.

Κι εμείς να μεγαλώνουμε πασχίζοντας να τα ξεχάσουμε, καθότι ήρθε η Μεταπολίτευση και επήλθε το Καπνισμένο Τσουκάλι, το οποίο επίσης πασχίσαμε μετέπειτα να ξεχάσουμε, αλλά πώς να ξεχάσεις τους Αντάρτες των Πόλεων, με Φέρτη & Ναθαναήλ & Κατράκη & Μούτσιο & Μιράντα Κουνελάκη, με Μαρή να υπογράφει το σενάριο και Δαδήρα τη σκηνοθεσία, αλλά αυτά τα μαθαίνεις πάντα αργότερα, όπως αργότερα μαθαίνεις πώς να τις ξαναβλέπεις όλες αυτές τις τώρα λεγόμενες cult ταινίες, καλτ κρεασιόν ας τις πω, ναι, αργότερα, κάτι δεκαετίες μετά, μαθαίνεις πώς να εκτιμάς τον παλαβό μόχθο εντός τους, των ηθοποιών το κόλπο να παίζουν όχι μονάχα με τις φωνές και τα παλαβά που έλεγαν αλλά με τα βλέμματα, πολλά βλέμματα να ανταλλάσσονται μάλλον ερήμην του σκηνοθέτη, του σεναρίου, της πλοκής, των πάντων.

Να μείνω λίγο στους Αντάρτες των Πόλεων. Γκαγκάν-γκαγκάν τίτλος. Φυγή από την επαρχία, Καλαμπάκα, Μετέωρα, μένουν πίσω, πίσω μένει και το αδιανόητο μπελαταρικό καμπαρέ με την επίσης αδιανόητη Μιράντα Λιλή Κουνελάκη Μαρλέν, ο Φέρτης την κοπανάει για Αθήναι, έτσι ωραία μπαίνει ο μεσότιτλος Αθήναι, σβάστικα, Μούτσιος ως ταγματάρχης Καρλ Άσμπεργκ, τι πάω και θυμάμαι!, και σκάει ο Φέρτης που τον λένε αλλιώς αλλά αλλάζει όνομα και τον λένε Αλεξάνδρου, και μπαίνει κι η Ναθαναήλ στη μέση, Άννα τη λένε εδώ, και όλα ένα κουλουβάχατο, καθότι ενώ ο Φέρτης/Αλεξάνδρου παριστάνει τον φιλογερμανό για να τη φέρει στους Ναζήδες και να εκδικηθεί που εκτελέσανε τον πατέρα του, τον Κατράκη που τον λέγαν Γκαϊτατζή, ή Καλατζή, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, και ενώ πιάνει παρτίδες με την Αντίσταση και τους των πόλεων αντάρτες, και δίνει ραντεβού αντάρτικα σε βιβλιοπωλεία με σύνθημα «Παρακαλώ έχετε βιβλία του Καραγάτση;», τον βάζουνε οι Ναζήδες μέσω Μούτσιου να παραστήσει τον Ιγνατίου, ή Ιγνατιάδη, κάτι τέτοιο, που είναι τωόντι αντίσταση κι έρχεται από το Κάιρο με πυρομαχικά για να στήσει ένα σχέδιο με κωδικό που προηγείται κάτι έτη του Thomas Pynchon και λέγεται, ω ναι, Ουράνιο Τόξο, και έχει να κάνει με βόμβες και ανατινάξεις μιας γέφυρας στρατηγικής σημασίας και ενός τούνελ στον Πλαταμώνα την ώρα που θα περνάει ένα τρένο τίγκα στους αξιωματικούς των Ναζήδων, συνεπώς ο Φέρτης/Καλατζής/Αλεξάνδρου πρέπει, κατ’ εντολήν του Γκεσταπίτη Ες-Ες Μούτσιου/Άλμπρεχτ, να κάνει τον Μίστερ Αντίστασις, κάτι που ήδη όντως είναι, και να πάψει να κάνει τον γερμανόφιλο που δεν είναι, αλλά οι μάγκες της Αντίστασης του λένε άλλα και εννοούνε άλλα, γιατί το κόλπο είναι ότι άμα τον πιάσουνε οι Ναζήδες και τον τουλουμιάσουνε στο ξύλο (εν προκειμένω το μενού έχει και μαστιγώματα και ηλεκτροσόκια) να τα ξεράσει όλα όσα ξέρει μεν, αλλά να ξέρει τα λάθος που όμως είναι τα σωστά αλλά οι Ναζήδες θα νομίσουν ότι είναι τα λάθος σωστά και άρα θα προφυλαχθούνε σωστά, κατ’ αυτούς, λάθος όμως κατά την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την έκβαση του εν λόγω πολέμου.

Το σχέδιο πιάνει! Το τούνελ ανατινάζεται. Μαζί, ανατινάζεται και η Λογική. Κερδίζουν οι συνειρμοί και ο σινεμάς, δηλαδή η εφηβεία που ποτέ δεν πεθαίνει, και η μανία μας να παραμένουμε στο πλάνο με την καραμούζα στο χέρι και στα χείλη, όσες σφαίρες κι αν τρώμε, να μένουμε εκεί, στο κατσάβραχο, με την σάλπιγγα, στο κάδρο, στο πλάνο, στης ζωής και στου χαμού το παλαβωμένο πάρτυ.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ερωτευμένη Κυψέλη, 08.08.2020

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.