Απόστολος Θηβαίος | Κακοτεχνίες

© Vivian Maier

Η μόδα
Είναι μια
Υπόθεση
Συναρπαστική.
Που κρατά για λίγο
Και
Αφήνει σημάδια

 

[…Ήταν όλοι εκεί. Οι επίσημοι, οι δημοτικοί φορείς, οι άνθρωποι του πνεύματος. Όλοι στέκονταν μελετημένα σε μια σειρά, σε μια κακότροπη προσπάθεια να συγκρατήσουν το ελληνιστικό τους παρελθόν. Γελούσαν, λες και πίσω τους τακτοποιούσαν με τον πλέον επωφελή για το έθνος τρόπο, την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης. Η πράξη τους θα έχει, υπέθεσαν έναν βαθύτατο αντίκτυπο στις επερχόμενες γενιές. Ίσως από εκεί ξεκινήσει η καινούρια μας ιδέα, ίσως πάλι να ξεκίνησε κιόλας και εμείς αφηρημένοι στους έρωτες και τις καταστροφές μας, δεν βλέπουμε, δεν ξεχωρίζουμε τον άσχημο δρόμο. Τους ακούω σκουριασμένος να το πιστεύουν ακράδαντα. Δεν πειράζει που υπήρξε βασιλέας. Η μοίρα του ήταν αυτή. Το άγαλμα του Πειραιά συμβολίζει μια σκληρή στιγμή για το γένος και ταυτόχρονα την αφετηρία μιας άλλης εποποιίας. Δεν είναι φειδωλή η ιστορία αυτού εδώ του τόπου σε μορφές και αναστήματα. Ωστόσο είναι ένα είδος ταπείνωσης, μια μορφή σύγχυσης το γεγονός πως οι σύγχρονοι, Έλληνες ντεσπεράντο που κυνηγούν λυσσαλέα την πρόοδο, πάντα σφιγμένοι και καλά προετοιμασμένοι στα ευρωπαϊκά σαλόνια, απόψε κατρακυλούν. Υποθέτουν πως μια ηθική ανάταση μπορεί να συντηρείται στα ρεπό τους με λόγια σπουδαία και την σιγουριά εκείνων που πρώτοι δίνουν τον ρυθμό σε έναν βασανισμένο, δίχως απόκριση τσάμικο…]

 Έστειλαν κάποιον γρήγορα στο Μαρούσι. Δεν βρήκε κανέναν. Μόνο τα κλειστά ιδρύματα.

Χτύπησε τις πόρτες; Ρώτησε αν τον είδα; Μήπως τον είδατε, πείτε μου; Σας παρακαλώ, είναι μεγάλη ανάγκη. Χρειαζόμαστε την συνδρομή του,  εκείνη την φαντασία του. Αν η σκηνογραφία εγκριθεί από τον ίδιο, τότε η σφραγίδα μας μπήκε. Για το έθνος και τις πνευματικότητες, πείτε του. Και για το μέλλον και ότι άλλο συλλογιστείτε, καλό θα είναι.

Τον άκουγαν με προσοχή, καταλάβαιναν με βαθιά συμπόνια το δράμα του επισκέπτη. Μα την κρισιμότερη στιγμή, τίποτε δεν έλεγαν. Μόνο έγνεφαν με συμπόνια, ξανά συμπόνια, συσσίτια, αγάπη όπως τρόπος ζωής. το γνέμα με όλη την έκφραση. Περηφάνια, ηρωισμός και πένθος. Έτσι είχαν φτάσει ως εδώ και τον ίδιο δρόμο έδειξαν. Αποφασιστικά, σαν να μην υπάρχει λάθος. Είπαν,

Ρωτήστε στην πλατεία. Έχει κόσμο και φώτα. Ήταν τα αποκαλυπτήρια ενός εξαιρετικού ανδριάντα που ξεσκούριαζε μες στην πανοπλία του. Μα τώρα ήρθε σαν επισήμανση και δεν ξέρει κανέναν, ο λαός του ζει διωγμένος στην έρημο. Και έχουν αφήσει για όλη την νύχτα τις γκαζολάμπες. Για να μην φοβάται, λέω εγώ. Ίσως και για να μην τελειώσει αυτός ο κατήφορος της προόδου που τόσο συναρπάζει, με το χαρακτήρα της επανάστασης  που μαίνεται. Μα θα βρείτε παρέες, ακόμη τον θαυμάζουν. Πέτυχαν, είπαν το παράστημα, το έθνος δάκρυσε, ένας δυο ψέλλισαν θαύμα. Οι άλλοι τους έπνιξαν με τα χέρια τους και η τάξη επανήλθε. Σαν βρεγμένα ρούχα στεγνώνουν του λόγου τους, αιώνες στα δέντρα με τις εποχές αυτοί οι άλλοι. Πάνω ακριβώς από την αυτοκρατορική πορεία, παραπλεύρως του βουνού.

Περπάτησε ευθεία όλο τον δρόμο. Ο καλοβαλμένος κύριος με το λευκό κοστούμι σταμάτησε ατάραχος. Τον καλησπέρισε, όμως κατά βάθος η φωνή που έφτανε  μιλούσε για την πνευματικότητα που κατέρρευσε δίχως αιτία πριν από λίγα λεπτά. Ανέβαινε η φωνή του και σε μια στιγμή ακούστηκε στον κόσμο, διασκευασμένη για το εξωτικό και πένθιμο παρόν.

Στο μεταξύ οι άνθρωποι φορούν ξανά τα επίσημά τους, ταφτάδες και κοστούμια με παλιομοδίτικα τα πέτα. Αναμαλλιασμένοι από τους ύπνους και τους έρωτες τρέχουν και κλαίνε, γρήγορα γρήγορα μερικοί άνδρες κανονίζουν μια τελετή. Η ώρα περνάει, το πρωί δεν θα μπορούν αν πάρουν τα πόδια τους. Οι ωραιότεροι του πλήθους σχηματίζουν την πρώτη γραμμή και θρηνούν. Πάμε παιδιά, ποζάρετε, μην αφήνεστε, όσο πιο κομψοί, τόσο πιο καινούριοι. Αλλιώς χαθήκαμε και γελούν, μα κάπως εκνευρισμένοι πια.

Στην ουσία είχαν δουλέψει το τελάρο, με λίγη λαδομπογιά, τίποτε σοβαρό. Όπως κάνουν οι Βάσκοι ψαράδες με το τίποτε του καιρού, τα ξύλα, τα φύκια που ξεραίνονται μακριά από τον βυθό τους. Τεχνικές του ΄34 με ΄37. Το μέγεθος της πνευματικότητας επανήλθε σοβαρότερο από ποτέ. Έτσι επιστρέφουν οι ασθένειες, κύριε, κάπως αγριότερες απλά για να αποτελειώσουν κυνικά την δουλειά. Δεν υπάρχουν συμπάθειες εδώ. Λένε πως σκοτώθηκε ένας περαστικός που προκαλούσε τον βασιλέα, αλλά όλα αυτά αμφισβητούνται. Δεν εννοώ τον θάνατο, αυτός είναι μια βεβαιότητα. Το μισό κορμί του βρίσκεται τώρα κάτω από τον βασιλέα και αυτό το είδος του θανάτου μπορεί ο καθένας δίχως αμφιβολία να το θεωρήσει κορυφαίο. Ποιος το φαντάστηκε και ποιος μπορεί να συγκρατήσει τους ποιητές από αυτήν την σπάνια δόξα που ανοίγεται εδώ χάμου. Όλοι δικαιούνται μερίδιο και το έθνος τις αδυναμίες του. Κάποιος απόρησε για το ύφος της τελετής. Είπε κάτι σαν, το κρίμα είναι πως αυτοί αναδεικνύουν το άγαλμα. Ωστόσο η πνευματικότης αυτή, αποδείχθηκε γι΄άλλη μια φορά σαθρή και επικίνδυνη. Θα μπορούσε ίσως να είναι ελαφρύτερη, με μορφές συντεταγμένες στην αναζήτηση της αλήθειας, με πρόχειρο ένδυμα, όμως κομμάτι της συνείδησης που μεταξύ μας πλάθεται με την γλώσσα και τις μικρές, ατομικές μας ιστορίες. Με τα χέρια στις τσέπες, δίχως ξίφος, με την καρδιά εκείνου του παραμυθιού που φτωχαίνει την ομορφιά του κόσμου με αντάλλαγμα την ανθρωπιά. Η αλήθεια, κύριε, τώρα τελευταία κυνηγιέται απροκάλυπτα, καθώς πασχίζουμε σιωπηρά να βγάλουμε την ρετσινιά από πάνω μας. Πορεύεται μαζί με το εθνικό, σαν κάποια που θυμάται ξαφνικά τον πρώτο της έρωτα. Συγχωρέστε με κύριε, σπανίζουν οι συναντήσεις εδώ και είπα να κάνω μια μικρή κουβέντα Ομολογώ πως σας κούρασα, μα πάσχισα να περιγράψω τα φτερά αυτής εδώ της εποχής. Αντίο σας. Δεν υπάρχει αυτό που λένε, τρυφεροί αποχαιρετισμοί. Μόνο η φιλική κουβέντα δυο αγνώστων που διασταυρώθηκαν μια μέρα στον δρόμο των μυστηρίων. Που συμπονούν την ψυχή και της εμπιστεύονται την αιωνιότητα του κόσμου, της υπόσχονται κάτι περισσότερο από φιλοδώρημα.

Δεν είχε σκοπό να πάει παρακάτω. Σταμάτησε και πήρε βαριεστημένα τον δρόμο της επιστροφής. Είχε ξεχάσει τους άλλους, τώρα θα έχουν όλοι πνιγεί. Η ιστορία δεν είναι παίξε γέλασε,  μπορεί να αποβεί μοιραία ακόμη και για τον εαυτό της.

Δεν βρήκατε αυτό που ψάχνατε;, ρώτησαν τον ξένο. Σαν να κλαίνε σιωπηρά και σα να στέλνουν ένα σήμα για βοήθεια, ξανά, πιο απελπισμένα,  δεν το βρήκατε;

Ο νους του είναι στους άλλους. Κάτω από την βροχή σκοτώνονται, κλείνουν τις πόρτες τους, κοιτούν αρπακτικά μέσα από τις γρίλιες. Και αμύνονται.

Φέτος ο κίνδυνος φοριέται από μέσα, κύριε.

Απόστολος Θηβαίος