Ίγκορ Μπόμπιρεβ: Ποιήματα από την εμπόλεμη ζώνη | Επίμετρο – Μετάφραση: Ξένια Καλαϊτζίδου

Ίγκορ Μπόμπιρεβ

Ο Ίγκορ Μπόμπιρεβ γεννήθηκε το 1985 στο Ντονιέτσκ Ουκρανίας όπου και σπούδασε Ιστορία. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε μια σειρά ρωσόφωνων περιοδικών και ιστολογίων και έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, ενώ στα ελληνικά μεταφράζονται για πρώτη φορά σ’ αυτό το αφιέρωμα. Τα μισά από τα παρατιθέμενα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή Όλοι ξέρουν ότι στον πόλεμο στο σπίτι μου έπεσε οβίδα (2016).

Ο Μπόμπιρεβ ξεχωρίζει ανάμεσα στους σύγχρονους ρωσόφωνους ποιητές χάρη στην ελλειπτικότητα της φόρμας και την περιεκτικότητα του λόγου. Η λιτή μινιμαλιστική βιωματική γραφή του, τον κατατάσσει στους νέους ποιητές, βρισκόμενους στο μεταίχμιο δύο ποιητικών γενεών που διακρίνονται στη σύγχρονη ρωσόφωνη ποίηση. Η πρώτη εξ αυτών, της «νέας εξομολογητικής ποίησης», χαρακτηρίζεται, ως επί το πλείστον, από σχετικές με το ατομικό και συλλογικό τραύμα της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού κόσμου, διατυπώσεις που με την ειλικρίνεια και την παραστατικότητά τους προσιδιάζουν στην αμερικανική «εξομολογητική ποίηση», χωρίς όμως να έχει καταστεί ακόμα δυνατή η πλήρης επίγνωση της ιστορικής πραγματικότητας, εξαιτίας του πρόσφατου σοκ και της αξιακής σύγχυσης που επικρατούσε τη δεκαετία του 1990. Η δεύτερη δε, νεότερη, ποιητική γενιά, απελευθερωμένη από το φορτίο των ιδεοληψιών και της απογοήτευσης από την πτώση της ΕΣΣΔ, επικεντρώνεται στην προσπάθεια συνειδητοποίησης της κατάστασης που βιώνει και την αναζήτηση ξεκάθαρων περιγραφών γι’ αυτήν, ενώ διαμέσου συμπύκνωσης και «πεζού» λόγου επιτυγχάνει μια αμεσότερη ταύτιση και επικοινωνία του αναγνώστη με τον δημιουργό.

Ο Ρώσος ποιητής της Ουκρανίας ασπάζεται ωστόσο και κάποιες παλαιότερες ποιητικές παραδόσεις –κατά κύριο λόγο, αυτή του συμβολισμού– ενώ είναι κατά τόπους εμφανείς οι καβαφικές επιρροές στην ποίησή του. Συν τοις άλλοις, η οξυδερκής ματιά του, σε συνδυασμό με την εμβριθή ιστορική γνώση που κατέχει λόγω της ειδικότητάς του, του δίνει τη δυνατότητα σύνθεσης ποιημάτων με ιστορικό υπόβαθρο εξαιρετικής ακρίβειας.

Αυτή η οξυδέρκεια επέτρεψε στον Ίγκορ Μπόμπιρεβ να παίξει τον ρόλο ενός λογοτεχνικού πολεμικού ανταποκριτή στην ρωσο-ουκρανική σύρραξη. Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ο ποιητής άρχισε να κρατά ημερολόγιο περιγράφοντας την καθημερινότητα του πολέμου και τα σχετικά με αυτόν συναισθήματα φόβου και εγκλωβισμού. Το ημερολόγιο αυτό, μέσω εφημερίδων και λογοτεχνικών ιστολογίων, παρουσίασε στο αναγνωστικό κοινό έναν μέσο άνθρωπο της αυτοανακηρυγμένης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ, πολίτη μιας «γκρίζας ζώνης» που δεν χωρά ούτε στον εκχυδαϊσμένο εξευρωπαϊσμό της Ουκρανίας, αλλά ούτε και στον μετασοβιετικό ρωσικό πατριωτισμό, μουδιασμένο από την φρίκη του θανάτου γύρω του, και κάτοικο μιας «σταλκερικής» Ζώνης όπου η συνήθης πραγματικότητα έχει χάσει το νόημά της αλλά, καθώς φαίνεται, καμία άλλη δεν μπορεί να υπάρξει.

Η υποκειμενοποίηση του εγκλωβισμένου (αλλά όχι συμβιβασμένου) τυπικού ρωσόφωνου της Ουκρανίας, από ανθρωπιστική, και όχι ταξικά φορτισμένη, σκοπιά, αποτέλεσε κεντρικό στόχο στην ποίηση του Ίγκορ Μπόμπιρεβ, στο σημείο που του έδωσε κίνητρο να επιστρέψει στην πόλη του από την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη όπου για ένα σύντομο διάστημα της οξύτερης φάσης του πολέμου είχε βρει καταφύγιο. Παρά την αποσπασματική καταγραφή του εμπόλεμου σκηνικού και την φαινομενικά απαθή στάση του, απευθύνει ένα δριμύ κατηγορώ στις εκατέρωθεν εξουσίες, για την ιδιωφέλεια και τη βαναυσότητα, που δημιουργούν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, την οποία αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί. Ταυτόχρονα, καταδεικνύει την χειραγώγηση των πολιτών από την εξουσία μέσω ΜΜΕ, υπογραμμίζοντας την αθωότητα και την ευπιστία των παλιότερων γενεών, των οποίων οι αντιλήψεις διαμορφώθηκαν βάσει των ιδεολογημάτων της σοσιαλιστικής εποχής. Μολαταύτα, στη φωνή του Ουκρανού ποιητή διακρίνονται ο κυνισμός και η ειρωνεία, όπως και οι εγγενείς αυτών μελαγχολία και απαισιοδοξία. Στα εξαιρετικά λακωνικά ποιήματά του λοιπόν, άλλοτε σχεδόν τηλεγραφικά –λόγω του ότι κάποια μηχανιστική αίσθηση αποτελεί αναπόφευκτο παράγωγο του συνήθους τρόπου γραφής του, από κινητό τηλέφωνο– και άλλοτε υπαινικτικά, το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο.

Τέλος, άξιο λόγου είναι ότι η βίωση της ήττας και της συντριβής του ιδανικού, του κάλλους και του Έρωτα, καθώς και η μετατροπή της δημιουργικής διαδικασίας σε πράξη αυτοθυσίας και νοηματοδότησης «εν εαυτώ» απαρτίζουν την κυρίως θεματολογία των ερωτικών ποιημάτων του Ίγκορ Μπόμπιρεβ που εμπνέεται από τους κλασικούς και τους «καταραμένους» ποιητές. Υπάρχει μια ανεπαίσθητη κοινή γραμμή που ενώνει τα αντιπολεμικά, τα ιστορικά, τα ερωτικά και άλλα ποιήματα του Ίγκορ Μπόμπιρεβ και κάνει τη φωνή του αναγνωρίσιμη· στο επίκεντρο της ποίησής του βρίσκεται ο σύγχρονος άνθρωπος που πρωταγωνιστεί σε μια τραγωδία αδήλου έκβασης.

Ποιήματα:

*

συχνά περνάω έξω από ένα σπίτι
όπου στον πόλεμο σκοτώθηκαν τρία άτομα
πρέπει να ειπωθεί πως σκοτώθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους
πρώτη πέθανε μια γυναίκα
που της κόπηκε το κεφάλι
όταν πήγαινε κάπου με το παιδί της
δεύτερο πέθανε ένα αγόρι που δούλευε παρκαδόρος
θυμάμαι ο θάνατός του έγινε μεγάλο θέμα
και το έγραψαν πολύ οι εφημερίδες
καθώς πυροβολήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή
πρέπει να ειπωθεί πως αυτοί οι τρεις θάνατοι
γιατί ο τρίτος ήταν ένας άνδρας
που του κόπηκε το πόδι
σχημάτισαν κάποιο μαγικό τρίγωνο
όπου κάθε είκοσι μέτρα κάποιος είχε σκοτωθεί
νιώθω βάρος όταν προσπερνάω αυτό το μέρος
ίσως και φόβο
οπότε πάω μέσα απ’ την αυλή

*

η γιαγιά λέει πως η οβίδα έπεσε έξω από το τζάμι
μα της λένε ότι δεν ισχύει
γιατί δεν είπαν τίποτα στην τηλεόραση γι’ αυτό

*

πολλές φορές  μου λένε πως όλα είναι μια οπτασία
και κανένας πόλεμος δεν υπάρχει
ίσως και να ισχύει
αλλά όταν αρχίζουν οι βομβαρδισμοί
κάνω ηχητική εγγραφή γι’ αυτούς τους ανθρώπους
μα πάλι λένε [ότι αυτό] «δεν είναι τίποτα»

*

η γιαγιά πέθανε και την έβγαλαν από το παράθυρο
όλοι ένιωσαν θλίψη
σαν να έσβησε μέσα κάποιο φως
κι όλοι σώπασαν

*

θυμάμαι μια φορά ο ποιητής β.
είπε δε ρίχνουν μόνο σε σας βόμβες
γιατί να προσπαθείτε να τραβήξετε την προσοχή μας
ω μέγα ποιητή θα μπορούσες κάλλιστα να ‘χες πει
πεθάνετε σιωπηλοί όπως οι εβραίοι στα στρατόπεδα
σιωπηλοί όπως στα στρατόπεδα του στάλιν
μα όχι δεν μπόρεσες να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό

*

κανείς δεν υπάρχει για να ξεχωρίσουμε
κανείς δεν έχει απομείνει
μόνο εκείνοι που ήταν άνθρωποι
πήγαν να κηδέψουν τον εαυτό τους
γιατί πολλοί από μας|
δεν κηδεύτηκαν μάταια

*

κι ας μην υπήρξε ανάμεσά μας τίποτα θνητό
(αράδα άξια ολόκληρου ποιήματος)

θα διαβάζουμε
κι αυτήν την αράδα θα σκεφτόμαστε
νανουρίζοντάς την σαν βρέφος
θα της μάθουμε να μιλάει
χέρια και πόδια θα της φυτέψουμε
θα περπατήσει
στα ερείπια της θήβας
θα δει τις εκβολές της ιπποκρήνης
θα παραμιλάει για την αιθιοπία

*

είδα στον ύπνο μου ότι φωνάζω «σ΄αγαπάω»
και μου απαντάνε «βεβαίως, αλλά δεν έχει ενδιαφέρον»

είδα στον ύπνο μου ότι θέλω να σε πνίξω
και στέκεσαι μειδιώντας «όχι, δε θα με πνίξεις»

είδα στον ύπνο μου ότι είμαι ξαπλωμένος μετά από πολύωρο μαρτύριο
κι εσύ κάθεσαι πεντακάθαρος στο γραφείο
μετρώντας λεφτά

*

η θεότητα μάλλον πλήττει ακούγοντας προσευχές
συνήθεις τελετές
με την επανάληψή τους
με τη λάμψη των σπαθιών
με τον ρόγχο των ζώων
με τα χτυπήματα των ακοντίων
από καιρό δεν εκπλήσσουν
παίρνοντας τον χαρακτήρα της καθημερινότητας

στα χρόνια αυτά ο ναός κάηκε τρεις φορές
οι βάρβαροι έβγαλαν τα φύλλα χρυσού που έστρωναν τα αγάλματα
όμως το πρόσωπο της θεότητας έμεινε
απαράλλαχτο

με τα χρόνια η πλήξη έγινε ιδιότητα της φύσης του
περισσότερα λόγια και ακόμα περισσότερα αντικείμενα
θεότητα δεν κάνει να εκπλήσσεται
κι όπως θα ‘λεγε ο Επίκουρος γι’ αυτό η θεότητα είναι ατάραχη

*

ο αλέξης ήταν όπως πάντα όμορφος
κι ο βιργίλιος χάζευε τους βοστρύχους του
ωραία ένιωθε σαν αγροτόπαιδο
τα ηλιοκαμένα μπράτσα και τα μυώδη χέρια του
απέπνεαν μια αθωότητα όταν ιδρώτας έσταζε πάνω στα μούσκουλα

ο βιργίλιος κοιτούσε κι η έλξη που ‘νιωθε μεγάλωνε…

*

με το χάραμα το στράτευμα άρχισε να παρελαύνει
οι ερυθρόχρωμες μπέρτες σαν φλόγες γυαλίζουν στο ορεινό μονοπάτι
σε κάποιο βαθμό το πορφυρό της  χαραυγής τους αντιστοιχεί
επιτρέποντας να δούμε πως ακόμα και οι πέτρες
νιώθουν καμιά φορά ντροπή

*

πώς λάμπει η πανοπλία στο φεγγαρόφως
ίσως ιππότης να την ονειρευτεί
κι ίσως παιδί
οι ιππότες είναι πάντα παιδιά

θα χτυπούν θα καταστρέφουν
και θα φωνάζουν
πονάει μαμά, πονάει πολύ

Επίμετρο – Μετάφραση: Ξένια Καλαϊτζίδου

Η Ξένια Καλαϊτζίδου γεννήθηκε το 1989 ως Ξένια Σορόκινα στην Πένζα της Ρωσίας όπου και ολοκλήρωσε την υποχρεωτική της εκπαίδευση. Με τα ελληνικά ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή στα 14 της.  Τα ρωσικά είναι η μητρική της γλώσσα και η βασική γλώσσα μετάφρασης. Ασχολείται με τη δημιουργική γραφή και η κυριότερη γλώσσα στην οποία γράφει είναι τα ελληνικά. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ένεκεν” η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο: Ήρωες άχαρων πόλεων, ενώ το 2019 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της Τα Ψυχομετρικά σε αυτοέκδοση που διανεμήθηκε σε μορφή χειροποίητου zine. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην Ανθολογία 77  βραβευμένων ποιητών στα φεστιβάλ ποίησης Θεσσαλονίκης 2000-2005 της Ε.Σ.Λ.Ε. και σε άλλα έντυπα. Έχει μεταφράσει Ρώσους κλασικούς και πρωτοποριακούς ποιητές και πεζογράφους, Εβραίους αναρχικούς ποιητές της Αμερικής από την Γίντις, ποιητές και πεζογράφους της Μπενγκάλι, κι άλλους Ασιάτες ποιητές από την αγγλική με επιμέλεια στην Μπενγκάλι και Ουρντού. Υπήρξε για δέκα περίπου χρόνια τακτική συνεργάτιδα του λογοτεχνικού περιοδικού “Ένεκεν”, ενώ, άρθρα, μεταφράσεις και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί επίσης σε λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστολόγια. Ζει στη Θεσσαλονίκη όπου διατηρεί συνεργασίες με διάφορα μεταφραστικά γραφεία.