Απόστολος Θηβαίος | Σκοτωμένος Μίλτος

© Harry Gruyaert

Βασισμένο στο πέταγμα της μαύρης πεταλούδας του μοναστηριού του Πόρου, στην γεωμετρία ενός σπάνιου φαινομένου που επαναλαμβάνεται το μήνα Αύγουστο. Μα τούτα είναι γνωστά πράγματα και αν δεν αναπλάσουν κάτι από την φαντασία μας, τότε για πάντα νεκρά θα λήξουν ως μέσα στην συνείδησή μας.

Οι κούκλες της γειτονιάς το είπαν καθαρά. Αυτές ξέρουν και ανεβαίνουν από το λιμάνι με την πελώρια επιθυμία του πρόσκαιρου πλούτου και τα πονηρά τραγούδια τους. Φωνάζουν και ασχημονούν και εμπορεύονται τις καρδιές τους δίχως ντροπή. Ας είναι, αυτές οι κούκλες της γειτονιάς, οι ολοδικές μας κούκλες συνιστούν την καλύτερη απόδειξη πως ο έρωτας δεν διαθέτει τίποτε το θρυλικό, πως στα αλήθεια πρόκειται για μια ταπεινή συναλλαγή ανάμεσα στους στρατιώτες και τα κορίτσια, ανάμεσα στους ταξιδιώτες και τα κορίτσια, ανάμεσα στους φοιτητές της θεολογικής σχολής και τα κορίτσια. Ανάμεσα σε όλους μας και τα κορίτσια. Όλοι κάποτε έχουν να κάνουν μαζί τους και τα κορίτσια μαθαίνουν πάντα να σιωπούν. Ο δρόμος φέρνει λογιών μυρωδιές, πότε θάνατο και πότε μια προχωρημένη άνοιξη. Αυτό δεν είναι σούρουπο εκεί επάνω, μοναχά  ένας κατακόκκινος καρκίνος στην μέση του ουρανού. Κάτι σκόρπιες εικόνες εδώ και εκεί ομορφαίνουν κάπως την βρώμικη γειτονιά, μα τίποτε σπουδαίο. Αυτή η φωτογραφία τόσο γρήγορα θα ξεθωριάσει.

Υπάρχει όμως στα αλήθεια μια εποχή που τα κορίτσια σταματούν να θυμίζουν τα κολλαρισμένα καπλάνια της νύχτας. Τα φορέματά τους γυαλίζουν κάτω από τον ήλιο, γιατί τα κορίτσια του ναύλου, αν και φορτωμένα με χιλιάδες, σκληρές έγνοιες κρατούν στην ψυχή τους κλειδωμένη μια πάνσεπτη αγάπη. Τα κορίτσια σχηματίζουν μικρές παρέες, τα πόστα τους χαρισμένα στα αλογάκια με τους αμαξάδες που βρίσκουν την ευκαιρία να βγάλουν μια δυο κούρσες παραπάνω. Μήπως απαντήσατε την Λόρα, η Άναμπελ ανηφόρισε στην παλιά πόλη, η Βίβιαν μόλις που μας χαιρέτησε. Δεν θύμιζε σε τίποτε την κούκλα του κομμωτηρίου με τα αλάνθαστα χείλη και την απέραντη ομορφιά. Ετούτο το απόγευμα η Βίβιαν προσπέρασε κάπως άκομψα την παρέα, ραγίζοντας τις πλάκες των δρόμων.

Τα αλογάκια περνούν βαδίζοντας με μικρούς σεισμούς, το ένα πίσω από το άλλο με πυκνές χαίτες και ωραία, φολκλορικά χάμουρα στα χρώματα των Αζτέκων. Μην γυρεύετε σήμερα τα κορίτσια, το αποψινό βράδυ δεν μοιάζει με κανένα, τα αγόρια θα πρέπει να κάνουν υπομονή απόψε. Μα ρωτάτε, γιατί; Μα γιατί, σαν σήμερα και κάθε τέτοια εποχή στην αυλή του μοναστηριού μας συντελείται ένα σπουδαίο θαύμα. Μια κατάμαυρη πεταλούδια, μισή ποίημα, μισή βλέφαρο γεννιέται από τους βράχους και ανάμεσά μας καίγεται. Ω, τίποτε δεν έχετε δει! Πρόκειται για την μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού, κάποιος έγραψε ένα ποίημα για αυτήν, μα τώρα πια οι στίχοι του φαντάζουν θολή μποτίλια Κλαιρ, κοίταξε την δουλειά σου και μην ανακατώνεσαι σε ξένες ιστορίες. Εμπρός, με είκοσι δολάρια μεροκάματο σημαίνει πως η θέση σου Κλαιρ βρίσκεται στα λατζέρικα της πόλης. Λυπάμαι Κλαιρ, όμως είκοσι δολάρια δεν σου χαρίζουν καμιά ευκαιρία. Πάει πέρασες Κλαιρ, μην κλαις. Να, πάρε αυτά και χάρισέ τα στην μαύρη πεταλούδια του μοναστηριού. Ίσως σε φροντίσει περισσότερο από τον ίδιο σου τον εαυτό.

Η πεταλούδα με όλη την ένταση της ζωής της τινάζει τα φτερά της και μεταμορφώνεται στην ψυχή μιας μυστικής αυλής . Μοναδική της συντροφιά κάποιος ποιητής με πρόσωπο γεμάτο φως , κάτι σαν το αναμμένο φεγγάρι του Λεοπάρντι απάνω από τα νερά. Μονάχα εμπρός του γεννιέται και δείχνει το φύλλο της.

η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού πετάει από πέτρα σε πέτρα,
τα παιδιά προσπαθούν
να την πιάσουν αλλά δεν το κατορθώνουν
είναι η Άγια-Πεταλούδα

Η Κλαιρ δεν δίνει δεκάρα για την μαύρη πεταλούδα. Βλέπεις, αν δεν υπήρχε εκείνος ο ποιητής το κοκκινάδι θα είχε χαθεί από τα ζυγωματικά της Κλαιρ που έτσι λυπημένη, σχεδόν έχει αποκτήσει έναν καινούριο, στραπατσαρισμένο εαυτό. Ο κακός πυρετός  φέρεται τόσο σκληρά στην Κλαιρ, η ζωή δεν κυλά πάνω στα συντρίμμια κορίτσι μου. Οι άλλες συνεχίζουν, χαιρετούν τους περαστικούς. Ένα κορίτσι μοιάζει να διαθέτει εντός της έναν ολόκληρο στρατό από ελπίδες, για εκείνο η μαύρη πεταλούδια συνιστά κάτι περισσότερο από ένα ποίημα. Θα μπορούσε να είναι μια πόλη, μια χώρα, μια ολόκληρη ήπειρος, μια Ατλαντίδα, το φως που καίει απάνω στα πυροφάνια των δρόμων. Ωστόσο σε εκείνο το κορίτσι αρκεί που μες στον Αύγουστο μπορούν για μια φορά να στέκουν πιθανές όλες οι απαντήσεις, πίσω από το αφοπλιστικό πέταγμα της πεταλούδας. Ίσως τα κορίτσια που θυμίζουν τις παζολινικές μορφές του ιταλικού νότου, εκείνες οι ντυμένες στα μαύρα με τα βρεγμένα τους μαλλιά, ίσως αυτά τα κορίτσια να ήταν κάποτε πατρίδες, όμως σήμερα η  ζωή τους είναι μια σκληρή αγρύπνια, ένα μοντάζ από αγόρια και εφήμερους εραστές. Ίσως να γνωρίζουν το όνομά της, τον τρόπο που σχηματίζεται η γραμμή στα φτερά της από ρινίσματα, λέει σιδήρου.  Αυτή η πεταλούδα, όσα υποσχέθηκαν οι ποιητές απάνω στο ωραίο τους τραγούδι, οι δρόμοι που αλλάζουν θέση  και γερνούν αφάνταστα πράγματα. Μια πεταλούδα ή ένας κόσμος καταδικασμένος να χαθεί , μια επιβλητική επισήμανση για τις εποχές Κλαιρ που ολόιδιες  λιγοστεύουν από τότε που. Πού χάνεσαι Κλαιρ κάθε Αύγουστο, χαλώντας το όνειρο, πού, πες μου Κλαιρ;

Η μαύρη πεταλούδα παραμένει στις καρδιές μας καθ΄όλη την διάρκεια του μηνός Αυγούστου. Ακόμη περισσότερο όταν πια κρύβεται στα βράχια όπως παράξενος χειμώνας. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η ζωή μας καμιά δεν έχει σύνδεση με αυτήν την ανεξήγητη ιστορία. Όμως αν συλλογιστείς εκείνους τους ποιητές που πλανήθηκαν για πάντα θυσία σε μια κατάμαυρη πεταλούδα του μοναστηριού, δεν είναι να απορείς που βρήκαν σε εκείνη μια άλλη λέξη για την πατρίδα, μια άλλη λέξη για την μητέρα και τον πατέρα, για το όραμα και για την ομορφιά. Κάθε τέτοια μέρα τα μάτια τους, όπου και αν είναι, ξερνούν δάκρυα, τα ροκανίδια πετούν στον άνεμο, μαγνητισμένα από τον ήλιο του πρωινού. Οι βαλσαμωμένες τους ζωές ανακτούν την έντονη ροπή του καλοκαιριού και οι σκηνογραφίες, ω Κλαιρ αυτές οργανώνονται ερήμην μας, πίσω από κλειστές κουίντες, ω Κλαιρ μονάχα μια φορά τον χρόνο, μονάχα μια φορά στην ζωή σου η μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού με τις χιλιάδες σπάνιες σημασίες και τον μοιραίο δρόμο του αφανισμού. Να σε ακούω μες στα ποιήματα, μια απόμακρη φωνή. Επειδή η μαύρη πεταλούδα συνιστά το πιο σπάνιο είδος Κλαιρ, κάτι σαν φωνή τραγουδιού παθητικού ενός νέου στο αθηναϊκό κέντρο.

Έπειτα η πεταλούδα αφανίζεται κάτω από τον κίτρινο ήλιο, τα κορίτσια επιστρέφουν στην πρόστυχη βάρδιά τους, οι ποιητές γυρεύουν το αχειροποίητο μες στις κάμαρές τους, ανίδεοι, ανήκουστοι, ανυπεράσπιστοι, γρατζουνώντας το ανυπόφορο λούστρο της ζωής. Οι ιστορίες τους τελειώνουν άδοξα, όπως η ζωή της μαύρης πεταλούδας του μοναστηριού που σημαίνει τόσα μες στην μεσημεριάτικη μοναξιά της, ίδια παιδιού και τρελού. Ύστερα τρέχει ο δεμένος στην ψυχή χρόνος, όπως πρώτα και είναι η σιγαλιά ο πιο σκληρός αντίπαλος των κοριτσιών. Ετούτη η ιστορία παλιώνει με την σειρά της, μαζί με τα αντικείμενα του κόσμου, όμως η πεποίθηση του αφάνταστου, ενσαρκωμένη στο πέταγμα της μαύρης πεταλούδας του μοναστηριού παραμένει ανίκητη μες στην περίκλειστη αυλή του μοναστηριού, κρυμμένη σε  κοιτάσματα φθινοπωρινής δροσιάς.

Απόστολος Θηβαίος