Απόστολος Θηβαίος | Η λήθη Απελευθερώνει

© Sabine Weiss

Άσεμνοι οικήτορες
Εισέβαλαν στα έρημα σπίτια
Άρπαξαν ότι μπορούσαν,
Κυρίως ζωές.
Έτσι γράφεται
Η ιστορία

 

Μια ιστορία από
Τα μεσάνυχτα
Των αιώνων

 

Η Σάρα θυμίζει περισσότερο σαπισμένο, θαλάσσιο ξύλο.  Η ανθρώπινη υπόστασή της έχει χαθεί εδώ και χρόνια. Για τους κατοίκους της περιοχής η Σάρα ενσαρκώνει κάτι ανάλογο με τα δέντρα και τα κύματα και τα περιβόλια. Το φέρσιμό της κανέναν δεν ενδιαφέρει, καμιά φορά λέμε γελώντας πως του λόγου της ανήκει στους πεθαμένους. Ναι, δεν λαθεύουμε. Η Σάρα γνωρίζει τους αιμάτινους κύκλους, το γέρικο κουφάρι της λησμόνησε για πάντα την ζωή και ίσως πια να είναι ανήμπορο να αγαπήσει. Κάθε πρωί σέρνει τα βήματά της στην πλατεία Ελευθερίας, κρατά ένα ζευγάρι παιδικά παπουτσάκια στα χέρια της και σαν να χαμογελά. Τα σπίτια γύρω από την πλατεία είναι καινούρια, με ωραίες εισόδους, αετώματα, θριγκούς και θύρες με ύφος δωρικό και εξαίρετης τεχνοτροπίας ρόπτρα. Κανένα δεν γνωρίζει η Σάρα, τα δικά της σπίτια έχουν πεθάνει εδώ και δεκαετίες. Οι φίλοι της ταξιδεύουν ογδόντα ογδόντα μες σε αφόρητες συνθήκες. Κάποιοι άντρες χαιρετούν κρατώντας τα κασκέτα τους, οι στρατιώτες κλείνουν τις βαριές πόρτες της άμαξας, κάποιοι χαιρετούν κλαίγοντας. Χαιρετούν το σώμα και την πόλη. Κάτω από την γλώσσα τους συγκρατούν το μέλι και το γάλα μιας ολόκληρης ζωής. Οι στρατιώτες την διώχνουν, τότε και τώρα, η Σάρα τριγυρνά με τα παιδικά παπούτσια στην ποδιά της, τότε και τώρα.  Οι φίλοι της γεννήθηκαν για τον θάνατο, παιδιά μιας απαρηγόρητης εποχής, άνθρωποι σποραδικοί.

Η Σάρα γέννησε ένα παιδί κοντά στα είκοσι της χρόνια. Ο σύζυγός της διέθετε δική του επιχείρηση εμπορίας εδωδίμων ειδών και όλοι είχαν να λένε για τον τρόπο του. Εκείνη ομόρφαινε την ζωή του  και εκείνος φρόντιζε να φτιάξει με τα χέρια του την μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.

Σάρα, έχει περάσει τόσος καιρός πια, κανείς δεν θυμάται, της απαντούν εκείνη που την γνωρίζουν. Της δίνουν λίγα κέρματα, μα η Σάρα τα αρνείται και όλο ρωτά για το αγόρι της.

Κάθε πρωί, ψιθυρίζει, γελά και το σπίτι ξαναζεί σαν πελώρια καρδιά. Και έπειτα, σαν θέλει να παίξει κλωτσά τον ήλιο. Μα πάνε μέρες που έχει χαθεί.  Ήρθαν και τον γύρεψαν κάτι αξιωματικοί, μου χάρισαν ένα κίτρινο αστέρι, μου είπαν να το φορώ για πάντα, πως μου το στέλνει εκείνος. Μου άφησαν τα παπούτσια του, χαμογέλασαν αγγίζοντας πρόστυχα το πρόσωπό μου. Συγχωρέστε με κύριοι, γνωρίζω τον αριθμό του, βρίσκεται στο μέσα των χεριών του. Είναι γραμμένος παντού, κυρίως μες στα μάτια του. Ναι, αν κοιτάξετε εκεί θα δείτε χιλιάδες άλλους αριθμούς και ακόμη τον δικό του. Φωνάξτε τον αριθμό του και από τις γαλαρίες θα σηκωθεί μιας αδάμαστη κραυγή κύριε. Μήπως μάθατε κάτι για εκείνον; Το σπίτι μας ήταν εδώ, εδώ ακριβώς. Διέθετε έναν φωτισμένο εξώστη και επάνω του βρισκόταν γραμμένη ολόκληρη η ιστορία της Θεσσαλονίκης. Η λαβή της αυλόπορτας ήταν ένα μικρό κεφάλι τράγου, τα κάγκελα ακολουθούσαν το σχήμα και το ύφος των κληματίδων, μια γοργόνα και ένας ναύτης σε καλωσόριζαν. Ξέρετε κάτι για εκείνο το σπίτι; Δεν έχει πού να επιστρέψει αν το θελήσει και τέτοιες ερωτήσεις δεν διαθέτουν έτοιμες, ησυχασμένες απαντήσεις, κύριε.

Τις νύχτες με τον πολύ αέρα η φωνή της χάνεται, η πλατεία που φωτίζεται, το πλήθος που στερεύει. Όπως τότε που σε μια μόνο νύχτα έπεσαν σαράντα οχτώ χιλιάδες αστέρια.  Κάθε τόσο στέκει στους τοίχους και προσεύχεται με όλη της την καρδιά.  Και όταν συνέρχεται, όλο και πιο σπάνια πια, θυμάται πως κάποιοι άλλοι κληρονόμησαν για εκείνη την χαλασμένη της ζωή. Και τότε θυμάται καθαρά το άδικο χέρι που τον πήρε μακριά της, τους μονωτήρες στο βάθος του σταθμού, τις φωνές, τα άγρια σκυλιά, φόρα το άστρο σου, χιλιάδες τόνοι χρυσάφι, χιλιάδες σκοτωμένοι στα πολύ βαθιά στρώματα του κόσμου, ήχοι και φωνές από τις μέσα επιφάνειες.  Η Σάρα προσμένει μονάχα την ώρα του θανάτου.

Είδα να πετούν τις πρώτες πέτρες και τα παράθυρα να σπάνε. Η Σάρα που ξυπνά σε μια άγνωστη ώρα, που γονατίζει, που γερνά, που καίγεται  τριγυρνώντας κάθε νύχτα μες στην δίνη της ιστορίας.  Τα βήματά της στην αιώνια ομιχλώδη Θεσσαλονίκη των ποιητών, θυμίζουν παιδιά που κρυώνουν  και άταφους νεκρούς.  Τα ωραιότερα παιδιά της εποχής της έφυγαν πεσμένα μπρούμυτα με μια κατακόκκινη φλέβα να δένει το χθες τους με το απέραντο σήμερα.  Πολύ αργότερα της μίλησαν για καζάνια, χαλίκια, μαύρα κορμιά, ολετήρες, της αποκάλυψαν πως κανείς δεν θα επιστρέψει, της έδειξαν έναν καινούριο, γκρεμισμένο κόσμο.

Εδώ θα ζεις, σε αυτήν την πόλη, ξένη ανάμεσα στους ξένους, γυρεύοντας να νοικιάσεις και πάλι την ζωή που σου έκλεψαν. Όμως Σάρα, πρέπει να καταλάβεις, να νιώσεις βαθιά μέσα σου πως  δεν υπάρχει θεολογία για να ερμηνεύσει εκείνη την εποχή.  Μόνον τα λόγια που κρύφτηκαν στα δόντια, οι συζητήσεις που ποτέ δεν έγιναν, το αγόρι σου που  έσμιξε με τον άνεμο μες στον θρυλικό χειμώνα του Άουσβιτς.

Σάρα, σου χρωστώ μια απερίγραπτη συγνώμη. Και έτσι ελάχιστος, σκύβω στο χώμα και υποκλίνομαι , ζητώ μια βροχή να πέσει πάνω μου. Ξύνω την σκουριά μιας ολόκληρης πολιτείας που θυμάται. Όπως στα ποιήματα Σάρα . Φύγε, τρέξε μακριά , κάποιος σφυρίζει ξανά κοντά του τα σκυλιά και τα φίδια. Θα γίνουμε άνθρωποι Σάρα, ξανά, ένα φιλί στο στόμα του κοριτσιού. Στο πολύ βαθύ μέλλον, κάποτε Σάρα θα βρεθούμε ξανά. Στην ίδια πλατεία, ακίνητοι σαν μεγάλα άλμπατρος ρωτώντας για εκείνον τον καιρό, για τα παιδιά μας και την ανίκητη βαρύτητα της μνήμης.

Απόστολος Θηβαίος