Αλέξανδρος Λαβράνος | Ανάμεσα στα σπαράγματα του Γιάννη Τζερμιά

© Poems n’ Crimes Art Bar

Μια πρώτη ματιά στην έκθεση «Σπαράγματα» του ζωγράφου Γιάννη Τζερμιά.

 

Σφάγια, σφάγια, σφάγια, διαφορετικά τοποθετημένα στο χαρτί, μόνο ένα τμήμα τους εμφανές, μιλούν μονάχα μέσα από την ελλειπτικότητα της γραφής τους. Κάθε στοιχείο που λείπει από το ένα χαρτί εμφανίζεται σε ένα άλλο, όμως πάλι μερικώς, δεν ολοκληρώνεται, αναζητά μια επαφή, κι όταν βρει μια ένωση χάνει κάποια άλλη. Η κίνηση αυτή σε κάθε πέρασμα πληθαίνει, οι συγκολλήσεις και οι αποκολλήσεις επαναλαμβάνονται, γεννιούνται αποστάσεις, θεμελιώνονται διαστάσεις, μέσα από τα σπαράγματά του το σώμα αναδημιουργείται ως χώρος. Χώρος ρευστότητας και διαρκούς εκκρεμότητας  προς την αναζήτηση ενός τρόπου να υπάρχει.  Ο τεμαχισμός δεν συντρίβει τη σάρκα, αντίθετα εισχωρεί σε αυτή, γίνεται ζωτικό μέρος της κίνησής της.

Η αφήγηση αυτής της ζωγραφικής γίνεται απτική. Η αφή έχει τη δική της μνήμη και μπορεί να διηγηθεί την ιστορία της. Αλλά για να το κάνει πρέπει να ξεφύγει από την εξουσία των εννοιών, χρησιμοποιεί το σώμα της ως υλικό, προβάλλει την απογύμνωση της σάρκας ως το απόλυτο σημείο της, αφήνει τον τρόμο να δράσει με όλη του την σκληρότητα. Η πληγή και η ευχαρίστηση πια δεν αποσχίζονται και δεν ταυτίζεται η καθεμία  με σταθερές εννοιολογικές εικόνες. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, η μνήμη το ίδιο το αντικείμενο που τη δεσμεύει για να αποδεσμευτεί, έστω εν μέρει. Ένα γυμνό γυναικείο σώμα γίνεται η διαγώνιος ενός πίνακα, σφαχτά και γεννητικά όργανα συλλειτουργούν σε αυτό το κάδρο σαν κολλάζ για να δημιουργήσουν μια νέα συνεκδοχική εικόνα.  Επιστρέφω στους μπλε πίνακες –σφαχτά σαν εκβολές ποταμού- μεταπηδώ σε αυτούς που το μέταλλο έχει τη φυσική του παρουσία στις τομές, περνώ από αυτούς που τα γεννητικά όργανα αποσπώνται αυτόνομα και από τα μικρά κάδρα που η αίσθηση δεν ζωγραφίζεται αλλά ζωγραφίζει. Η αφήγηση έχει γίνει ένα παιχνίδι συμβόλων, ο χρόνος και ο χώρος εμφανίζονται στις αρχετυπικές τους διαστάσεις, είναι μια στιγμή ομορφιάς και μια επιστροφή στις ιερές πηγές της ζωής.

Το σώμα που επιστρέφει κοιτάζεται στον καθρέφτη και το είδωλό του είναι μια καθαρή αφαίρεση. Ένα κίτρινο φως ανέρχεται στο έρεβος, στα σπλάχνα του έχει κόκκινο και σκοτάδι, μια σύνθεση από σπαράγματα, κάθε ένα και μια πινελιά, κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις: ο χώρος του σώματος είναι πια ενιαίος χωρίς όμως να χάνει τίποτα από τη ρευστότητα του. Αν μιλήσει, η φωνή του θα είναι μια εξπρεσιονιστική κραυγή, μια ποιητική απαγγελία που υπερβαίνει τη γλώσσα της καθημερινότητας.

Κι έπειτα πάλι πίσω, στην απλή παρατήρηση του ανατόμου. Όπως το Bauhaus ξεκινούσε από το σημείο και την απλή γραμμή, έτσι κι εδώ το βλέμμα ξεκινά από το οστό και τις απλές ενώσεις, από την απλή αιχμή του αντικειμένου που θα προκαλέσει την πρώτη ρωγμή στο στοιχειώδες κόκκινο.  

Σώματα μετά από απόσταξη, λόγος που δεν πενθεί την απώλεια αλλά την καταθέτει στο ζωγραφικό χαρτί, πλαστικότητα που κράτα τον άνθρωπο όρθιο απέναντι στην ύπαρξή του.

*****

Ο Αλέξανδρος Λαβράνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988 όπου ζει και εργάζεται. Είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου Πειραιά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τα άκρα του τόξου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014 και Ανώνυμη χώρα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016.