Απόστολος Θηβαίος | Ραψωδίες Λ

© Robert Frank

Σημείωμα για την Αλλόκοτη Ιστορία του Πίτερ Σλέμιλ και την Ψυχή του Ψαρά, έργα των Adelber Von Chamisso και Oscar Wilde αντίστοιχα.

[…Όταν τέλειωσε η ιστορία όλοι νιώσαμε παράξενα. Σηκωθήκαμε σαν να το ‘χαμε συμφωνημένο από πριν και σταθήκαμε λοξώς κάτω απ’ τα φώτα. Μετρηθήκαμε, ο καθένας χώρια μες σ’ εκείνο το σαλόνι, Οκτώβρης του 1989, πολιορκημένο απ’ τον καιρό το Βερολίνο μας ξέρναγε σ’ άλλους τομείς. Είδαμε τον ίσκιο μας και είπαμε πως όλα βαίνουν καλώς, αγκαλιαστήκαμε ο ένας με τον άλλο. Και ύστερα ήπιαμε ως το πρωί παραγγέλνοντας στο τζουκ μποξ τραγούδια των γελαδάρηδων, ολομόναχοι και ευτυχισμένοι, καταμεσής της ερήμου, μες στην ξύλινη παράγκα που βγάζει ίσια στις μεγαλουπόλεις. Τα κορίτσια μας, οι ίσκιοι μας, τα βεστιάρια που σκορπίζουν στον άνεμο, καπέλα, φουστάνια, κίτρινα λινά, πρωτίστως αυτά, λωρίδες ήλιου πλανώνται στον αέρα, σαν σημάδια, δοκιμάζουν την πίστη μας. Οι ίσκιοι μας, όμως, αυτοί πάνω απ’ όλα ευθύνονται για την ευτυχία μας. Ονομάσαμε έναν σκύλο Όσκαρ και του πετούσαμε μικρά κλαδιά για να τα φέρει. Όμως εκείνος κατασπάραξε όλους τους συντρόφους μας, εκείνους που είχαμε αγαπήσει, τους μικρούς, χαρτονένιους Ινδιάνους μας, τις βασίλισσες τις έριξε στο νερό και έγιναν τα ολόχρυσα ψάρια του μεσημεριού.

Κάποτε νιώσαμε όσα πράξαμε. Τον ίσκιο μας, που τον είχαμε λησμονήσει, αίφνης θυμηθήκαμε και ο κόσμος γκρεμίστηκε. Κολέτ, μην είδες την ψυχή μου, αν πέρασε από τη μικρή σχισμή της καρδιάς μου, πες μου Κολέτ.

Είναι μάταιο, μάταιο. Κορίτσια με τέτοια ονόματα ποτέ δεν αποκρίνονται. Είναι αποφασισμένα να προσμένουν ένα σημάδι, εκεί στην Μπέρμπον Στριτ, κάτω απ’ όλα τα φεγγάρια. Ώστε, εκείνες οι φήμες πως κάποιος βρίσκεται πάντα στο κατόπι μας, με το κατακόκκινο λουλούδι του, ένας όμορφος περατάρης, ζωγραφισμένος από ανοιξιάτικα χρώματα είναι πέρα για πέρα αληθινές. Ώστε ο Πίτερ Σλέμιλ δοκιμάστηκε στ’ αλήθεια. Δεν ξέρω πώς μα θυμάμαι όλους τους ζωντανούς να σκύβουμε το κεφάλι εμπρός στον Όσκαρ, ακριβώς όπως έπρατταν πριν από εμάς οι Φιλισταίοι. Όσα μας αποκαλύφθηκαν εκείνη τη νύχτα, τα σήματα, τ’ άστρα, συνιστούν αυτό που ονομάσαμε ανεκπλήρωτο και άρνηση του Θεού…]

Ο Όσκαρ Ουάιλντ εκδίδει γύρω στα 1900 μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. Κείμενα που καταλογογραφούνται σήμερα στο είδος των παραμυθιών. Παράξενες αλληγορίες μιας ψυχής προσανατολισμένης στο ωραίο, το ανθρώπινο και γι’ αυτό μεγαλειώδες και γεμάτο έρωτα. Μερικές δεκαετίες νωρίτερα, όταν η γαλλική αυτοκρατορία σφραγίζει τον κόσμο με την παρουσία του εμβληματικού Βοναπάρτη, ο Adelbert von Chamisso εκδίδει την Αλλόκοτη Ιστορία του Πίτερ Σλέμιλ, ταράζοντας την ευρωπαϊκή κριτική και θέτοντας υπό την επίδρασή του μια σειρά από δημιουργούς του μέλλοντος. Το δοκίμιο του Thomas Man αναφορικά με το παράξενο διήγημα του Chamisso επισημαίνει τον γκροτέσκο τρόπο με τον οποίο ο Γάλλος δημιουργός εμπνεύστηκε τον ήρωά του.

Τόσο ο Ο. Wilde όσο και ο von Chamisso καταθέτουν το έργο τους σε διαφορετικές, χρονικές περιόδους. Όμως μες στις ιστορίες τους μοιάζει να κυλά το ίδιο αίμα. Πρόκειται για ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας, μια λεπτή, πανομοιότυπη απόχρωση που επιβεβαιώνουν οι δυο ιστορίες. Οι κατευθύνσεις τους συνιστούν διαφορετικές πορείες. Και οι ατμόσφαιρές τους κρατούν η καθεμιά τους τις ειδικές συνθήκες που τις γέννησαν. Ωστόσο, στα αγωνιώδη οράματα του ίσκιου, έτσι όπως προβάλλονται στον κόσμο αλλά και στη βαθιά λύπη του βοτανολόγου, έπειτα από μια σκληρή και μεγαλοπρεπή ζωή υφίσταται μια κοινή φλέβα, ένας παρόμοιος παλμός ή μια μυστική αντιστοιχία. Κανείς δεν γνωρίζει από πού έρχεται ο Πίτερ Σλέμιλ. Κανείς δεν υποψιάζεται πως εκείνος με το μαχαίρι που χαράζει το φως γύρω σου μπορεί να κλέψει κάτι τόσο αγαθό.

 Η ψυχή του Πίτερ δεν είναι άλλο απ’ τον ίσκιο του μικρού ψαρά που βάλθηκε να ζήσει στον Θαλασσόκοσμο του Wilde. Οι έμποροι που ζυγίζουν το χρήμα δεν την λογαριάζουν για πράγμα αξίας. Λένε, τίποτε δεν κοστίζει αφού δεν υπάρχει και δεν μετριέται. Γελούν αν κανείς τους πουλά τον ίσκιο του και ύστερα τον διώχνουν μέσα απ’ τη στοά, με φωνές και τη βουβή αποδοκιμασία του πλήθους. Όμως όσο και να την περιφρονούμε, η ψυχή ή ο ίσκιος μας αποτελεί το μόνο, ολόδικό μας περιουσιακό στοιχείο. Όταν θα πρέπει να ταξιδέψουμε τίποτε άλλο δεν θα μας ζητηθεί. Κανένας χρησμός, κανένα αίνιγμα, μονάχα ο ακριβός μας ίσκιος. Εκεί, επάνω στην προβολή μας πάνω στα πράγματα θα φανούν τα χρώματά μας, θ’ αποκαλυφθούν οι μπογιές που ονειρεύτηκε ο τελευταίος ήρωας της λογοτεχνίας μας. Ο Πίτερ και ο μικρός ψαράς κινδυνεύουν να πεθάνουν απ΄την αγάπη. Γυρνούν τον κόσμο, γεύονται τ’ ανταλλάγματά του, κοινωνούν τ’ αντίδωρα της ζωής, παραμένοντας υποταγμένοι στη μοίρα των φανταστικών θησαυρών.

[…Έι Πίτερ, μ ακούς, όπου και αν πας ο ίσκιος σου θα σε καταδιώκει. Μ’ ακούς; Περισσότερο από τα πριν, όταν ήταν δική σου περιουσία, απόκτημα ακριβό, χαρισμένο απ’ το πρώτο σου φως. Πες μας, πού κρύβεσαι; Δεν αντέχεται το φως και σε πονά σκληρά. Γι’ αυτό, ξέρουμε καλά πως όλη σου η ζωή έγινε αυτό το σπαραχτικό Βερολίνο, μισό στις στάχτες, μισό στο φως. Έι Πίτερ, πόσο σου κοστίζει να κατοικείς τον κόσμο, έτσι ανάπηρος, φτιαγμένος από στρόβιλους και μυθικές καταιγίδες, με ρωγμές στην καρδιά σου και αχυρένια χέρια;

 Και εσύ μικρές ψαρά, με τα βρεγμένα σου μαλλιά και την αγάπη που όλα τα πετρώνει μικρέ ψαρά. Την έχασες την ψυχή σου, θυσία στα κατακόκκινα κορίτσια και τους βυθούς. Λοιπόν, πού ακουμπάς τη λύπη σου μικρέ ψαρά όταν αναμετριέσαι μ’ εκείνο το πράγμα που δεν είναι κινηματογράφος; Πώς περνάς τις μέρες σου μικρέ ψαρά; Είσαι εσύ που λες τραγούδια σπαραχτικά πάνω στους ειρηνικούς όρμους; Πώς είναι να πεθαίνεις κάθε μέρα για τη χάρη της, επειδή μπορείς και επειδή αγαπάς; Τι άφησες εκεί έξω στις ακτές, θυμάσαι μικρέ ψαρά; Επειδή μπορείς και ζεις, γι’ αυτό και η καταδίκη σου στα δάκρυα μικρέ μου ψαρά και η ομορφιά σου η γεμάτη πνευματικότητα που φθάνει ως τη δόξa…]

Οι φίλοι μου διαλέγουν ν’ αυθαιρετούν. Βρίσκουν αταίριαστες φωνές και στυλώνουν δεσμούς, συγγένειες μυστικές, το χρώμα των χειλιών και τα μάτια και το κόκκινο μιας κιμωλίας. Τα σημειώματά τους τα πλάθουν άνεμοι και υποψίες. Έτσι ελεύθερα συλλογίζονται τους κόσμους και τα σύμπαντα, σμίγοντας τις φωνές και τα φανταστικά των ποιητών τα αίματα. Στην αποψινή, λυπητερή τους φάρσα για τα χίλια χρόνια του φεγγαριού, ανέσυραν στο φως τον Πίτερ Σλέμιλ και έναν μικρό, ασήμαντο ψαρά, έναν Ελπήνορα για μας που νιώσαμε τα ταξίδια όσο τίποτε. Είπαν η ψυχή μας θα ’ναι ίσκιος και χρωμάτισαν τις ώρες με μια γλυκύτητα επισκοπική. Άνοιξαν τις πύλες σ’ ασβεστωμένες αγροικίες και κοινώνησαν τα μεσημέρια και τ’ αγάλματα και τη θάλασσα με τον πικρό τους λυρισμό. Δανείζεσθε επί σώματι, ψιθυρίζουν οι μύστες πίσω απ’ τα βιβλία με τα πολυγνώτεια και τις οδηγίες για να φτιαχτεί μ’ ακρίβεια το κίτρινο της ανεμώνης και άλλα τέτοια μυστικά. Οι φίλοι μου βάλθηκαν απόψε να τραγουδήσουν την αιώνια ζωή. Η περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής τέθηκε στο επίκεντρο της φαντασίωσής τους. Καλά εξοπλισμένοι με τα σύνεργα ενός φανταστικού μουσείου, προχώρησαν σ’ επινοήσεις και συμπεράσματα, ίσα να παρηγορηθούν για αυτό το ειλικρινές αχανές που είναι η ομορφιά και η ζωή αγαπητέ Χούλιο.

Οι φίλοι μου απόψε είπαν, πρέπει να μάθουμε περισσότερο να αισθανόμαστε. Οι φίλοι μου απόψε καταπιάστηκαν με το παραμύθι του Oscar Wilde και τον δυστυχή Χριστό του Von Chamisso, κάποιον κατά κόσμον, Πίτερ Σλέμιλ με απελπισμένη μοίρα. Οι ψυχές τους μεθυμένες αντιφέγγιζαν στους τοίχους μετατρέποντας σε θαύμα τη σεμνή ετούτη, τελετή. Ό,τι απόψε διασώζεται ιστορείται σ’ αυτές τις γραμμές.

Απόστολος Θηβαίος