Απόστολος Θηβαίος | 1969

© William Albert Allard

Hey Joe,
where you goin’
with that gun in your hand?
Hey Joe,
I said where you goin’
with that gun in your hand?

  

Ο Τζόυ δεν θα την συγχωρέσει. Το παλεύει σ’ όλο τον δρόμο ως τις παλιές δεξαμενές. Χθες βράδυ, του είπαν, είδαν την Άννι να κυκλοφορεί με κάποιον άγνωστο τύπο. Λένε πως είναι επισκέπτης απ’ το βορά. Ο ποταμός βλέπει και δεν μιλά. Ο ποταμός Τζόυ, αν το θελήσει θα τον κάνει δικό του.

Όλα τα φέρνει στο νου του. Όλα τα ζυγίζει ο Τζόυ, επειδή όπως το έλεγε η μητέρα, Τζόυ, να σ’ ακούω να το λες καθαρά, απόγευμα 1969 διαλυμένος στην αμερικανική ενδοχώρα ν΄αποφασίζεις πως πρέπει να πληρώσει.

Όλα τα φέρνει στο νου του. Όλα τα ζυγίζει ο Τζόυ μες στην παλιά του Φορντ. Πόσο τρυφερά ξυπνά, τις γραμμές στο φαράγγι της πλάτης της και  μια ιδέα από την παλιά αριστοκρατία στους τρόπους της.

Έφεξε και ο Τζόυ δεν έχει πάρει την απόφασή του. Τριγυρνά τους δρόμους, μισοπροφέρει ποιήματα. Στίχοι πεθαίνουν  έξω από το κατάστημα με τους τηλεοπτικούς δέκτες που παίζουν διαφορετικά προγράμματα.

 Ο Τζόυ είναι ένα γερασμένο κάθαρμα, δίχως δουλειά, βυθισμένος στο ποτό, κυλά όπως ποτάμια. Λουφάζει ώσπου να περάσει η μέρα και έπειτα αποφασισμένος στρίβει στην πάροδο και πίνει ως αργά στο κεντράκι του Λάρυ με τα πλαστικά τριφύλλια και τα σημάδια του καπνού.

Πήρε την απόφασή του. Θ’ αφήσει να περάσει λίγη ώρα ακόμη, σκέφτεται καθώς οδηγεί για το ποτοπωλείο.Δεν μπορεί να ‘ναι ψέμματα και άλλωστε πάει λίγος καιρός που η Άννι βρίσκεται με μια άγνωστη φιλενάδα της, γέννημα θρέμμα του Κονέκτικατ ως αργά τη νύχτα. Τζόυ καταλαβαίνω, πως η υποψία δεν αντέχεται, πως η Άννι είναι μισή κορίτσι, μισή άστρο, πως ετούτη η ζωή δεν είναι κινηματογράφος Τζόυ. Πως τίποτε δεν έχει αλλάξει από όσα φαντάστηκες για τον καινούριο αιώνα.

Όταν σημάνει η ώρα της ανατολικής ακτής, ο Τζόυ θα πει.

Όχι, όχι οι πράξεις, οι άνθρωποι είναι τρομεροί όταν τακτοποιούν τις εκκρεμότητές τους.

Ο Τζόυ οδηγεί τον δρόμο του γυρισμού. Τα πουλιά της νύχτας και οι περατάρηδες και οι μοτοσικλέτες περνούν στη διαπασών με τερματισμένο εαυτό. Φορά το δαχτυλίδι του, ονειρεύεται την πρώτη γνωριμία, την πεποίθηση πως αυτός ο έρωτας με τ΄ανεμίζοντα ρούχα και η άνοιξη που δεν λέει να φανεί συνιστούν το ίδιο πράγμα.

Ε Τζόυ, για πού τραβάς μ’ ένα όπλα στα χέρια σου;

Όμως εκείνος δεν μιλά. Ο Τζόυ χάνεται στον δρόμο με τους ζητιάνους, τους πυγμάχους, τις πόρνες, τις στοές. Μες στην αίθουσα του ταμείου των εμπόρων παζαρεύουν το ασήμι.

Αγαπητέ φίλε, ετούτο το μέρος είναι θαυμάσιο. Παιδιά με ονόματα παλαιοχριστιανικά και ρυτίδες βαθιές, προικισμένα με μια σιωπή όπως των δέντρων, παίζουν και γελούν εμπρός απ΄το δέρμα των σπιτιών.  

Ε Τζόυ, για πού τραβάς, μ΄ένα όπλα στα χέρια σου;

Πήγαν και την βρήκαν μετά από μέρες. Ένας καλός φίλος απ΄εκείνους που εκτιμούσε η Άννι ανέλαβε τον δύσκολο ρόλο.

Ξέρεις Άννι, ο Τζόυ δεν φάνηκε χθες. Και τα παιδιά τον αναζήτησαν μ΄όλες τις δυνάμεις τους, αν τα έβλεπες πώς γερνούσαν ουρλιάζοντας απ΄το Σαν Φρανσίσκο ως τα Χαυτεία. Το όπλο του εκπυρσοκρότησε, ο λαιμός του τινάχτηκε όπως σπασμένος αετός, τα χρώματά του λέρωσαν το πάτωμα, τα υφάσματα, τη νύχτα. Ξέρεις Άννι, σ΄αγαπούσε πολύ και χάθηκε με τ΄όνομά σου στα χείλη του. Καταλαβαίνεις Άννι, έτσι  πως αυτή η ζωή, πως τα υλικά της είναι προκατασκευασμένα . Προορίζονταν για τα ταξίδια που ποτέ δεν θα κάνουμε. Αποχαιρετισμός, λοιπόν στους βραχνούς θορύβους και τους εραστές και σ΄εκείνο το υγρό φεγγάρι το γεμάτο ποιήματα που τόσο αγάπησε ο Τζόυ.

Απόστολος Θηβαίος