Απόστολος Θηβαίος | Κατά Ματθαίον

© Ματθαίος Ζευγόλης

Εντυπώσεις από την γραφή του Ματθαίου Ζευγόλη

Με αφορμή τις ποιητικές συλλογές του
και το μικρό εγχειρίδιο διηγημάτων.
Συναξάρι της αληθινής, της σκληρής
και γι’ αυτό μεταφυσικά λυρικής σχεδόν ζωής

[…Άμα γυρίσει ο καιρός το πρόσωπό της θα γεμίσει. Όπως φεγγάρι ξέφρενο και όπως ποτέ δεν θα συμβεί στις μορφές που καίγονται. Οι σκοτωμένες φωτογραφίες, να το ξέρεις και να το θυμάσαι, είναι μισή ζωή, μισή πένθος. Κάτι συγκρατούν, μια λεπτομέρεια, την αμυχή στ’ απάνω χείλος που σε πρόδωσε. Αλήθεια, τι να ‘γινε τ’ αλλοτινό σου χαμόγελο, ποτέ δεν μου είπες.

 Κοιμούνται στα συρτάρια, φτερουγίζουν με το πρώτο σκοτάδι της νύχτας, ανθίζουν μες στα συρτάρια, φτιάχνουν ρίζες, δακρύζουν. Οι σκοτωμένες φωτογραφίες σημαίνουν τ’ απόφωνα από μια εποχή που χάθηκε και πάει. Σημαίνουν πράγματα θαυμαστά και παλιά, σαν τα παιδικά χρόνια του Ίκαρου.

Άμα γυρίσει ο καιρός τα υπόλοιπα της ομορφιάς σου θα δεις, θα σμίξουν και θ’ ακουστούν ξανά τα τρυφερά σου επιθαλάμια. Άμα γυρίσει ο καιρός, μονάχα αν γυρίσει. Τότε θ’ αλλάξουν τα χρόνια τα σκληρά , η δύσκολη νιότη, η επίμονη δυστυχία σου. Τα συρτάρια το ξέρουν και δεν μιλούν, τα πράγματα το ξέρουν και δεν μιλούν.Οι φίλοι σου το ξέρουν και δεν μιλούν. Σε αντικρίζουν μισή, γέννημα θρέμμα μιας σβησμένης φυλής, με τα μάτια σου που πίνουν θάλασσες και είναι βαθιά και μεγαλοπρεπή. Είναι βασιλικές τα μάτια σου, φλόγες μικρές που καίνε εντός σου.

Πήρε τη σκισμένη φωτογραφία και διάβασε. 1950, έαρ. Έπειτα φαντάστηκε για χρόνια το κρυμμένο της υπόλοιπο. Είδε τ’ άλλα μάτια που ‘χαν κρυφτεί, είδε τ’ άλλο στόμα, κλειστό και σφραγισμένο. Είδε τ’ άλλο θάμπος εκείνου που ξοδεύεται στους ουρανούς και τις τελετές. Μέτρησε τις δεκαετίες, αρίθμησε τα χρόνια επιστρέφοντας.Γύρεψε τ’ άλλο μισό, τρυφερό μου απόγευμα, χόρεψε τα βήματα ξανά και ξανά. Είπε, το πρόσωπό μου λίγο λίγο χάνεται. Εκείνο το μισό ίσως να φέγγει ακόμη μες στους υπόγειους αγωγούς, θαύμα μαζί και φως. Έκρυψε με τρόμο την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Στο βάθος του συρταριού, εκεί που κατοικούν τα υλικά των ποιητών.Εκεί έκρυψε το μισό της πρόσωπο. Κάτω απ’ τ’ αρχαία όστρακα και τα πλαστικά άνθη και τα κλειδιά τα ανεξήγητα.
Θα ζήσω μ’ αυτό το σφαγμένο πρόσωπο, ψιθύρισε και επανέλαβε τα βήματα, ξανά και ξανά σ’ έναν χορό φανταστικό και ανεξάντλητο. Ήταν μια απέραντη και λεπτή τέχνη εκείνη η ομορφιά της.

Άμα γυρίσει ο καιρός θα σμίξουν οι παλιές φωτογραφίες. Και σ΄όλα τα σπίτια θα ξεχυθούν απ΄τις αρχαίες σιφονιέρες βροχή οι παλιοί μας φίλοι, σήματα ταραγμένα από μια άλλη εποχή. Άμα γυρίσει ο καιρός οι φωτογραφίες θα σχηματίσουν απ’ την αρχή εκείνο το υπέροχο, μουσικό ολόκληρο και η παλιά μελωδία θ’ ακουστεί στη διαπασών. Είναι βέβαιος πια.

Και σε ρωτώ γιατί είσαι μισή, διαλυμένη μ’ άπειρη ομορφιά και μάτια πνιγμένα στον ήλιο. Σε ρωτώ μα εσύ ανήκεις σ’ εκείνη τη μυστική κατεύθυνση. Είναι νύχτες και στόματα σφραγισμένα που τίποτε δεν λένε και απ’ τη φωνή σου σώνεται μονάχα τ’ αρχαίο νερό. Γιατί είσαι πηγή και κρήνη και αέτωμα της ζωής μου, μισή μου πίκρα και έρωτα μισέ μου.

Κρέμασε τα χρόνια σκουλαρίκια και χάθηκε απ’ το χωριό. Πίσω της σέρνει γενιές και ανέμους. Χαμηλώνουν οι φτερωτές και φιλούν τα πόδια της. Είναι η Δέσποινα φωνάζουν τα παιδιά και όλο βαραίνει ο καιρός. Να βρέχει λέει, χρόνια διάττοντα εις τους αιώνας.Είναι μια φλέβα στου λαιμού σου την ήπειρο. Είναι μια φλέβα που χτυπά, ολόκληρα τα αίματα και οι ψυχές σκύβουν και σου φιλούν τα χέρια.

Μια από αυτές τις ώρες θα σ’ αφήσω ελεύθερη μες στων συρταριών την άπειρη ερημιά.
Θα σε προσμένω πάντα εφηβικός μες στων διηγημάτων τις στροφές, νησί μου εσύ και περιβόλι. Θα σε γνωρίσω απ’ τους στίχους των τραγουδιών που θα φοράς για σκουλαρίκια, τ’ ακούς; Και έτσι μισή, απ’ την αρχή θα σ’ αγαπήσω…]

¥

Στις ιστορίες απαντάς με ιστορίες. Αυτά τα σήματα δεν αντιμετωπίζονται με άλλον τρόπο. Φθάνει ένα καθρεφτάκι και οι κορυφές θα ανάψουν. Μοιάζει μάταιο κάθε προσπάθεια αποτίμησης να καλοβλέπει μονάχα τα τεχνικά ζητήματα, δίχως να μπορεί να δει αν το αίσθημα που έθρεψε λίγους στίχους όλον αυτόν τον κίνδυνο και όλον αυτόν τον έρωτα, συνιστά την λεγόμενη κοινή υπόθεση. Γιατί μόνον έτσι απαντάς με τον πλέον ιδανικό και αμετάφραστο τρόπο σε όλα όσα μεταδόθηκαν σε αυτήν την ξαφνική επικοινωνία.

Με μια ιστορία διάλεξε τούτο το μικρό σημείωμα να συστηθεί στον κόσμο. Μια νουβέλα, ας πούμε που δεν τα κατάφερε, επειδή γεννήθηκε σε μια εποχή ακατάλληλη για τους ποιητές. Τα  έξαλα παιδιά που βαδίζουν τον σταθερό τους δρόμο, συνομιλώντας με το σύμπαν, την παράδοση και την γενετική εκείνη λεπτομέρεια που αντιστοιχεί σε κλίσεις έμφυτες, ανθρώπινες. Ο Ματθαίος Ζευγόλης συνεχίζει το τραγούδι και την προφορική αφήγηση ενός τόπου που τον συνθέτουν ραψωδίες, νύμφες και το κόκκινο αχείλι. Απ’ τον Απείρανθο ως την Αθήνα που γερνά μαζί μας οι στίχοι του ακούνε απ’ το ίσο του κόσμου. Και κάνουν το μυστήριο θαύμα, την πέτρα γλώσσα και εργαλεία τους ανέμους. Μια βαθιά, αδιόρατη ρίζα τους διατρέχει ως ανάμεσα στα μάτια. Πρόκειται για τους αναγεννησιακούς τεχνίτες που συγχρονίζονται με τη μορφή και με το αποτέλεσμα, ανάβοντας βεγγαλικούς γαλαξίες.  Τους ίδιους που μετεωρίζονται πάνω απ΄τον σκοπό τους, μοντάροντας μοναδικά την εικονογραφία του κόσμου.

Και ύστερα, απάνω που βρίσκει τον ρυθμό του και όλα μπορεί να τα πει, γίνεται αναλαμπή και σπάνια ομορφιά, καιόμενη, με έναν μεταφυσικό ηρωισμό. Ο στίχος του θα πει ξανά το ποίημα, ανοίγοντας παράθυρα σ’ όλες τις κατευθύνσεις του κόσμου μια φορά και πάντα. Τα αυτόματα των στίχων απασφαλίζουν και κραδαίνουν το σύνθημα στον απάνω κόσμο. Ακόλουθος στα ψηφιδωτά της Πάφου και ηχείο της πέτρινης λύρας που διηγιέται απλόχερα τον ρου του δαιδαλικού τοπίου. Παντού και σ’ όλες τις εποχές υπήρξαν φωνές που έμειναν κρυμμένες σαν βόρειες χώρες για να συντρέξουν τον αγώνα της πλάσης να σωθεί ετούτη η σπαρακτική ζωή. Ο Ζευγόλης ανήκει στον τόπο του, είναι άνθρωπος καταφατικός κύριε Βόρινγκερ, της Μεσογείου.

Η δονκιχωτική μορφή στις Τρεις Στιγμές του Μ. Ζευγόλη ή αλλιώς το παρισινό ανάλογο της μόνης, αυθεντικής, γαλλικής δημοκρατίας που εξέπνευσε μες στις σοφίτες και τα δώματα, θυμίζει έτσι όπως εισβάλλει στις σελίδες του βιβλίου, τη μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού του Πόρου. Ένα σπάνιο είδος απ’ τη ζωή των ανθρώπων και των πραγμάτων. Μια τολμηρή απόπειρα ν’ ανάψει η φωτιά κόντρα στον άνεμο, έτσι όπως ποτέ δεν κατορθώθηκε. Θρυλικές οξυγραφίες από το ανεκπλήρωτο και σκηνές απ’ τα παιδικά χρόνια του Ίκαρου. Πάει να πει τις μυθολογίες τις γράφουμε εντός μας με ανεξίτηλα χρώματα ώστε να επιβεβαιωθεί ο θείος Πλάτων και η ομιλούσα ζωγραφική του.

Τα διηγήματα του Ζευγόλη εικονογραφούν τον κόσμο μισό, κόσμο πικρό. Γι’ αυτό και το εξώφυλλο με τη μισή φωτογραφία. Τούτο το φεγγάρι δεν θα γεμίσει. Το πρόσωπό της, βγαλμένο από ινδιάνικα σπέρματα δεν θα πληρωθεί ποτέ. Από αίνιγμα η μορφή της και από χρόνο συντελεσμένο αναπόδραστο τα σπαράγματα των διηγημάτων Εκείνης που δεν χόρεψε . Όπως μου λες τ’ ονομά σου, έτσι μάθε από την αρχή την ιστορία. Τη λαϊκή, την ανόθευτη που θέλει τον Αχιλλέα πλάι στους Ελπήνορες φωτεινό παράδοξο του παραμυθιού που φωτίζει τον δρόμο της μνήμης μας. 

Να τ΄αγοράσουμε όλα με τα μάτια, σημειώνει ένας πανέμορφος Θωμάς Γκόρπας. Να τ’ αγοράσουμε όλα με την καρδιά, του απαντάς, δούλοι αγαθοί της τέχνης μας. Να μάθουμε από την αρχή πως η ποίηση είναι πράγμα σκληρό, δίχως ευγένεια, πως οι ιστορίες διαμορφώνουν το απάνθρωπο πεδίο βολής. Δίχως στρατούς, ελάχιστα δεμένοι με τα ερείπια και απόλυτα ταυτισμένοι με την αίσθηση του απαράλλαχτου κόσμου μας να πλησιάσουμε τους άμβωνες. Μυρωδιά ήλιου μεσημεριάτικου, ποδοβολητά ονείρου, ξέφρενοι ιππείς που δραπέτευσαν, ποιος ξέρει από ποιο ποίημα, ποιο σκοπό. Υπαινιγμοί καμωμένοι από λέξεις, φώτα αυτόχειρα απ’ τις κουρτίνες και τα κλιμακοστάσια που βγάζουν σε άγνωστα υπόγεια. Αν δεν ήσουν ποιητής, περισσότερο από κάθε τι θα σου άρμοζε να ‘σαι φωτογράφος. Μια ύπαρξη αφοσιωμένη στην επισήμανση της στιγμής. Ο φακός σου, ερυθρό αιμοσφαίριο και θάμπος εξωτικό. Συλλέκτης των χιλιάδων αποστομωτικών υπομνήσεων πως υπάρχει ακόμη ζωή εκεί μέσα σου.

Το έργο του Ματθαίου Ζευγόλη εκτείνεται από την γλυπτική ως την αφήγηση. Και αν όλες οι τέχνες σύμφωνα με τον σοφό γέρο Πέιτερ προσβλέπουν στην κατάσταση της μουσικής, τότε ερμηνεύονται αυθεντικά και αδιαμφισβήτητα οι παύσεις των ποιημάτων που σημαίνουν χιλιάδες θρόνους σπασμένους στην αυλή σου. Στα ποιήματά του συμβαίνει το θαύμα, γίνονται πράξη οι υποψίες των ποιητών πως τα λόγια της αγάπης δεν μαραίνονται ποτέ. Στη γλώσσα του κόσμου που μιλά ο Μ. Ζευγόλης τα κλειδιά συνιστούν κάτι πράγματα μάταια, αφού όλες οι πόρτες στέκουν ορθάνοιχτες τότε και τώρα και πάντα. Για τους μυημένους στον πόνο των ανθρώπων, στους τεχνίτες που αποστρέφονται τη συμμετρία των θανάτων τα ύπουλα φιλιά , τους μυστικούς ακροβάτες και τα σύννεφα μες στο δωμάτιο. Για όσους ονειρεύτηκαν  μια κατακόρυφη απεικόνιση του κόσμου σύμφωνα με όσα μας δίδαξε ο λιγόλογος μα θαυμάσιος Κορέτζιο.

 Ωστόσο πίσω απ’ τα αρχαία ρολόγια προσμένουν γράμματα να διαβαστούν. Έξω στην πόλη, περιμένουν τα κορίτσια με την άνοιξη παντού γύρω τους, σαν αυθεντικά και λυρικά μπλουζ. Θέλω να πω, πέρα απ’ τις δημόσιες αμαρτίες μας, έξω από την εγκαρτέρηση της ελπίδας και τις αγωνιώδεις αναπαραστάσεις κάθε λογής τοπίων απελευθερώνονται κάποτε σε μια σκοτεινή γειτονιά δυο τρεις στίχοι. Είναι τελετές, διάφανα πρίσματα για ν’ αγγίξουμε τους φωτισμούς των περασμένων εντυπώσεων. Θαυμάσιες πολαρόιντ παλιών δεκαετιών και σιωπή στην άκρη για ώρα ανάγκης.

Απόστολος Θηβαίος