Νικόλας Περδικάρης | Πώς να γίνεις πατσαβούρι

© Robert Doisneau

Η Μένια δεν σιδέρωνε ποτέ γυρίζοντας το κεφάλι προς την ανατολή. Καμιά φορά, μιλούσε στο τηλέφωνο στερεώνοντας το ακουστικό ανάμεσα στο μάγουλο και στο σαγόνι, αφήνοντας τα χέρια της να ταξιδέψουν αφηρημένα πάνω-κάτω στο ύφασμα. Τα παιδιά, ο σύζυγός της, έλειπαν από το σπίτι για ώρες. Έτσι, δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να τη δουν όταν ο ήλιος της χάραζε μια χρυσή φλέβα στο μέτωπο. Πολύ περισσότερο δεν κατάφερναν να την ακούσουν καθώς φλυαρούσε με τη φίλη της, σχεδόν μηχανικά, κεντώντας πού και πού κανένα καψιματάκι στ’ ασπρόρουχα.  

Μια μέρα τέτοιας συνηθισμένης αξίας, το πουκάμισο αποφάσισε ν’ αποδράσει γλιστρώντας αθόρυβα από τη σιδερώστρα. Η Μένια, η κυρία του, στόχευε ματαίως στο κενό. Την είχαν ερεθίσει ευθαρσώς, σε σημείο στιγμιαίας παράλυσης, κάτι πρόστυχες κουβέντες της φίλης Σόνιας για αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και πρόταξη του υποσυνείδητου.  Από την άλλη, το κολλαριστό πουκάμισο βαριόταν τη ζωή του. Δεν είχε συμπληρώσει ούτε βδομάδα στο σπίτι και επιθυμούσε διακαώς να τσαλακωθεί. Ανήκε στον αφέντη του, ναι. Μα εκείνος απουσίαζε σχεδόν πάντα πρωί-βράδυ. Δεν είχε φορέσει το καινούριο του ρούχο ούτε για δοκιμή. Η κυρία σιδέρωνε. Ο κύριος γλεντούσε. Ίσως και όχι.

Τα φωτάκια των συσκευών έδιναν οπωσδήποτε την εντύπωση πως η οικογένεια λειτουργούσε. Όταν όμως οι μπαταρίες έπεφταν και τα ηλεκτρονικά κείτονταν νεκρά, καταλάβαινες με ευκολία πως στην οδό Ζαβού οι μηχανές υπερτερούσαν των ανθρώπων. Τεχνολογικές καινοτομίες έπασχαν από υπερφόρτωση καθηκόντων, αλλάζοντας βάρδιες από το σούρουπο ως το επόμενο ξημέρωμα.  Ο ήλιος έφευγε πάντα αργά, έχοντας πρώτα μείνει για αιώνες στην ίδια θέση, χωρίς κανείς να παρατηρεί τις μεταβολές που σχετίζονταν με την εμφάνιση ή την απουσία του. Με τη δύση του έπαυε να χαράζει χρυσές γραμμές στα κούτελα, καλώντας στο πόστο του άλλους πλανήτες που θα μπορούσαν, θεωρητικά τουλάχιστον, να διαχειριστούν με περισσότερη δεξιότητα τις νυχτερινές αλλοφροσύνες ανθρώπων και πραγμάτων.

Πριν φανερώσει σ’ έναν άκαρδο κόσμο τις πρώτες του πτυχώσεις, το πουκάμισο, χωρίς η Μένια να το πάρει χαμπάρι, είχε ξεφύγει από τη χαραμάδα της εξώπορτας με σκοπό να ξεχυθεί στο δρόμο, να γίνει πατσαβούρι. Το λευκό του χρώμα, η μοσχοβολιά του, μα κυρίως η κενότητά του (κυκλοφορούσε ελεύθερο αφού κανείς δεν το ‘χε φορεμένο) εντυπωσίαζε ομολογουμένως τους περαστικούς που το ‘δειχναν με δέος ο ένας στον άλλον.

Έχοντας κάνει μερικά βήματα στο σκοτάδι, το ρούχο βρέθηκε αισίως στο συνοικιακό μπαρ προκειμένου να δοκιμάσει για πρώτη φορά ουίσκι, να ακούσει μουσική. Ο πόθος του για ελευθερία, η ανάγκη του να τσαλακωθεί κυριολεκτικά, δεν το εμπόδισαν ούτε στιγμή να ανέβει στην μπάρα και να παραγγείλει θαρρετά στον μπάρμαν λίγο από το αλκοολούχο μείγμα ανακατεμένο με πάγο. 

Ο άντρας πίσω από τον πάγκο θεωρούσε συχνά τον εαυτό του μεθυσμένο, λόγω της ανικανότητάς του να αφοσιωθεί στο επάγγελμα του νηφάλιος. Σέρβιρε επομένως εντελώς φυσικά το άδειο πουκάμισο, επαναλαμβάνοντας την ίδια ρουτίνα ξανά και ξανά με τους ανθρώπινους πελάτες. Αυτοί κοίταζαν αποσβολωμένοι το ανείπωτο και ανήκουστο: Ένα σκέτο κομμάτι ύφασμα να μπεκροπίνει μπροστά στα μάτια τους, χωρίς ντροπή, χωρίς λογική.

Με την πάροδο της ώρας, ενώ ο λευκός λινός πότης είχε πια στραγγίξει, ενώ η ουσία της σύστασής του παρέμενε παραδόξως σιδερωμένη, σα να ‘χε περίπου βγει από τους ατμούς ή την πρέσα, ο φροντιστής του οινοπνεύματος, πίσω από την μπάρα, ρώτησε το ρούχο:

«Γιατί πίνεις τόσο πολύ; Τι σε απασχολεί;»

Το πουκάμισο απάντησε αποστομωτικά: «Βαρέθηκα την ίσια, αψεγάδιαστη υπόστασή μου. Θα ‘θελα να ‘μουν πατσαβούρι». Αμέσως, ο μπάρμαν του αντιγύρισε: «Μη βιάζεσαι τόσο να ζαρώσεις. Έτσι και αλλιώς η ζωή θα σε χαλάσει». Ύστερα πρόσθεσε κοιτάζοντας το απορημένο λινό: «Θα ‘ρθει καιρός που θα γυρεύεις απεγνωσμένα σκοινί να απλωθείς, κρεμάστρα να χαλαρώσεις το καθαρό σου υφασματάκι, μέχρι που κάποιος θα χαίρεται να σ’ έχει απάνω του».

Όμως η αλήθεια είναι ότι, στα τόσα λεπτά της απουσίας του, η Μένια και ο σύζυγός της ούτε κατάλαβαν πως έλειπε το καινούργιο, λευκό πουκάμισο, που ‘χαν αγοράσει τόσο πρόσφατα από ένα πανάκριβο μαγαζί στην πόλη.

Μεθυσμένο και ωχρό, το καμάρι της γκαρνταρόμπας τους αποχωρούσε κιόλας από τον πλησιέστερο ναό εκούσιας αυτοκαταστροφής. Μολονότι δεν είχε καταφέρει να γίνει κουβάρι, έφευγε με το γιακά φουσκωμένο από περηφάνια. Καθώς περνούσε την πόρτα του μπαρ, πριν ακόμα το μανίκι του συρθεί στο δρόμο ή στο πεζοδρόμιο, ένα αυτοκίνητο όρμησε μπροστά του σηκώνοντας λάσπη, βάφοντας καφε-πράσινη κάθε ίνα φανταχτερού υφάσματος.  Αν μη τι άλλο, το ρούχο δεν άστραφτε πλέον από καθαριότητα, ούτε βεβαίως έμοιαζε να ‘χει περάσει από σιδέρωμα. Όφειλε τώρα να σκεφτεί πώς θα περνούσε το υπόλοιπο της νύχτας. Ακόμα καλύτερα, να αναλογισθεί τι θα ήταν προτιμότερο να είχε ευχηθεί για τον εαυτό του.           


[Πρώτη δημοσίευση © Μονόκλ]

Ο Νικόλας Περδικάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, στο ίδιο τμήμα, στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Νέων Τεχνολογιών. Μέρος της μελέτης του σχετιζόταν με την έρευνα γύρω από τη χρήση των διαδραστικών-ψηφιακών αφηγήσεων στην εκπαίδευση. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο «Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα» το 2014.