Σπασμένα φλιτζανάκια

Μια ιστορία με πεπρωμένο μελαγχολικό,
σαν τ’ορχηστρικό του Κώστα Καπνίση

Κόντευε πια μεσημέρι. Μια Κυριακή να την πιες στο ποτήρι, με τα στάχια του ήλιου της και το χαρούμενο πλήθος, τα ουζερί της και την χαριτωμένη εκδοχή μιας ζωής που σε λίγες ώρες θα μοιάζει μ’όνειρο. Από το βάθος του δρόμου φάνηκαν οι τρεις τους, ντυμένοι με κατάμαυρα κοστούμια, σοβαροί και μετρημένοι στις εκφράσεις και τις ομιλίες τους. Ο πιο ευτραφής εκείνης της παρέας, ερχόταν κατάμονος και σφούγγιζε με το μαντίλι του το ιδρωμένο του μέτωπο. “Αναθεματισμένο καλοκαίρι”, έλεγε και ξανάλεγε και σκούπιζε το μέτωπό του, αγκομαχώντας σε κάθε του βήμα. Με εκείνα και με τα άλλα, οι τρεις τους  φθάσανε στο καφενεδάκι της πλατείας. Διέφυγαν του κινδύνου της μπάλας που εκσφενδονιζόταν δίχως περίσκεψη από τα έξαλλα σέντερ φορ των δυο αντίπαλων ομάδων. Κάθε τόσο ακούγονταν τα φλιτζανάκια που σπάζανε και οι αγριοφωνάρες του καφετζή που απαριθμούσε πόσα πιατελάκια και πόσα φλιτζάνια είχαν πέσει θύματα των φιλόδοξων επιθέσεων. Μήτε το πολυπόθητο το γκολ ήρθε, μήτε δόθηκε ετυμηγορία στο μεγάλο ζητούμενο της κυριακάτικης μελαγχολίας. Μόνον ο καφετζής ήρθε με τη λωρίδα του λυμένη να ωρύεται, εξιστορώντας – η αλήθεια είναι εξόχως διασκεδαστικά – πώς χάθηκε ένα ολόκληρο σερβίτσιο και τι σόι πράγμα διαβολικό είναι ετούτο το ποδόσφαιρο που κοστίζει σε έναν επιχειρηματία σαν του λόγου του, μια σοβαρή ζημία. Έπειτα έκανε κάτι πρόχειρους υπολογισμούς, “δέκα φλιτζάνια επί μισή δραχμή συν τα πιατελάκια, άντε να βρεις εκείνο το σχέδιο το ωραίο με τις περικοκλάδες και τη γυαλάδα του – “τρία νεροπότηρα και δυο πιάτα”. Και ένα μάτι βουλωμένο, προσέθετε το παιδί του σέρβις που είχε μάθει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να ‘σαι αμέριμνος τη σήμερον ημέρα.

Οι τρεις φίλοι γνέψαν στο παιδί του μαγαζιού. Χειροκροτούσαν άκεφα και οι τρεις τους καθώς τον φωνάζανε, σαν μόλις να ‘χε τελειώσει μια παράσταση διόλου ενδιαφέρουσα. Τρεις καφέδες και τρία γαλακτομπούρεκα. Αυτό ήταν όλο. Κάτι χαριτωμένο πήγε να πει ο μπουφετζής, μα τα πρόσωπα των τριών υπήρξαν τόσο βλοσυρά και μια σκιά πλανιόταν πάνω τους. Δεν επέμεινε, καθώς φαντάστηκε πως αυτοί οι τρεις άνδρες είχαν κάποιο βάρος μες στις καρδιές τους. 

Προτού πιάσουν καμιά ελαφριά συζήτηση ρίξανε μια ματιά στην νεαρά που τώρα περνούσε σινάμενη κουνάμενη εμπρός από τα τραπεζάκια. Και ήταν μεθυστικό το πέρασμά της και κατακόκκινο το φόρεμά της το κυριακάτικο. Το καπελάκι της, από μαύρη τσόχα, έφερε μια καρφίτσα, κάτι που’μοιαζε από μακριά με αιγινήτικο στατήρα. Παράταιρος ήταν ο πλούτος της διακόσμησης της, ξένος για τούτη τη φτωχή τη συνοικία. Μα όλα τα πρόδιδε η τόση της η ομορφιά. Κάποιος από το μπροστινό τραπέζι, σχολίασε, “και πόθεν αι ζώναι και πόθεν οι πίνακες” και οι άλλοι συμφώνησαν και ένα βολέ που προσγειώθηκε στο κεφάλι του καθώς πρέπει κυρίου, του βυθισμένο στην φυλλάδα του, διέκοψε  για πάντα τους στοχασμούς που συνοδεύανε το πέρασμά της.

“Την ξέρετε αυτήν;”, ρώτησε ο Αγησίλαος τους άλλους δυο που ‘χαν ανασηκώσει τα καπελάκια τους και αναστέναζαν. “Αχ” ο Νέστορας, “αχ και βαχ” ο Φάνης, “αλί και τρισαλί” ο Παναγιωτάκης, μπουκωμένος με το γαλακτομπούρεκο ως τα μύχια της καρδιάς του. Σκέτο σορόπι η καρδιά του. 

“Ωραία τα λέμε βρε παιδιά”, είπε ο Αγησίλαος. “Δεν λέω, ένας αναστεναγμός κουβαλά την ένταση του καθενός και είναι μια προσευχή δίχως λόγια και άλλα τέτοια. Μα άντε να πούμε και καμιά κουβέντα. Μαύρισε η καρδούλα μας. Μωρέ, δεν μου ‘πατε, την ξέρετε αυτήν;”

Και οι τρεις γνέψανε όχι. Ο Παναγιωτάκης σοροπιασμένος σαν το φύλλο του γλυκού που καταβρόχθιζε, έγνεψε τελευταίος. Και εκείνος αρνητικά, όπως και οι υπόλοιποι της παρέας, ίσως όμως όχι τόσο πειστικά. “Ε, λοιπόν, αυτή που βλέπετε υπήρξε η πρώτη και τελευταία αγάπη του Κλεόμβροτου”. Σαν είπε το όνομα όλοι τους σταυροκοπήθηκαν, εκτός του Παναγιωτάκη που πάλευε με το γαλακτομπούρεκο του και έκανε τον σταυρό του τελευταίος, με με προσήλωση και περίσκεψη.

“Αυτός δεν ήτο αυτόχειρ;”, απάντησε ο Νέστορας, επιστρατεύοντας τα χαρίσματα του παλαιού γκολκίπερ, καθώς ένας πιτσιρίκος ετοιμαζόταν να εκτελέσει το πολυπόθητο πέναλτι. Ο μικρός σουτάρει και μια ολόκληρη παραγγελία κάνει χαλασμό στο μέσον της πλατείας. Ω ρε κάτι βλαστήμιες που πέσανε εκείνη την ώρα. Μέχρι και ο ιερέας, που απολάμβανε το ουζάκι του λίγο παραπέρα, εθύμωσε, άφησε κάτι λιανά και αποτραβήχτηκε με αποστροφή για τούτο τον κόσμο των ανθρώπων, τον ασεβή, τον φριχτό.

“Ναι, αυτόχειρ. Ήταν τέτοια ώρα περίπου που επλανήθηκε για μια στιγμή στο κενό και έπειτα όλα τελειώσανε. Στο σημείωμα που βρήκανε πάνω στο γραφειάκι του, τα’λεγε όλα με το νι και με το σίγμα”, τους πληροφόρησε ο Αγησίλαος. “Τις απάτες της, τους εραστές της που σφυρίζανε νύχτες ολόκληρες κάτω από το μπαλκόνι τους, την ίδια την πέτρα του σκανδάλου που του’ριχνε στάχτη στα μάτια με κάτι φιλιά παθιασμένα και με της αγάπης τα λόγια, τα μεγάλα και τα ιδεώδη. Μα με τα ίδια του τα μάτια έμελε να την ιδεί να ερωτοτροπεί σε κάποιο ταβερνάκι πέριξ των Αθηνών. Και του ‘ρθε μια σφοδρή καταπληξία που λέτε” και όλοι σταυροκοπιούνται πάλι, εξόν του Παναγιωτάκη που περνάει στο ραβανί με την αποφασιστικότητα του αφοσιωμένου αθλητή.  “Τι ιατροί και τι χειροπράκτες δεν ήρθανε και ξεματιάστρες, από τις καλύτερες των Αθηνών. Επιστημόνισσες σωστές, από εκείνες που μπορούν μες στο σκοτάδι του μπελτέ να διακρίνουν τις στροφές της μοίρας σου. Κανείς δεν έβγαζε πόρισμα και ο Κλεόμβροτος ελιάνευε σαν το κλαράκι και η παλιά ανδρεία του κορμοστασιά είχε μεταμορφωθεί πια σε ενός παλιού φυτολογίου την νεκρή φύση”.

“Και εκείνη;”, ρώτησε ο Παναγιωτάκης, πλαταγίζοντας τα χείλη του που κολλούσαν. “Και εκείνη, δεν λέω, βάλθηκε να του σταθεί. Τι νυχτέρια ολόκληρα, τι σούπες και τι χάδια, μα ήταν μάταιο. Ο Κλεόμβροτος μέρα τη μέρα, ολοένα και πιο φθιμένος το σάβανο του προετοίμαζε. Και εκείνη έκλαιγε και έκλαιγε, πότε στην αγκαλιά του μπακάλη και άλλοτε μες στον κόρφο του χασάπη ή πάλι μες στο ομιχλώδες τοπίο της συνοικιακής ψησταριάς με τα της ώρας και με τα μαγειρευτά της και με τους θαμώνες της, κάτι ανθρώπους ολομόναχους, σαν σπίτια ρημαγμένα. Εϊδε και απόειδε ο δόλιος ο Κλεόμβροτος, η περασμένη του ευτυχία πίστεψε πως είχε για πάντα χαθεί. Και έτσι, έστειλε τη γυναικούλα του δήθεν για κάποιο θέλημα και έπειτα βρήκε το κουράγιο, σύρθηκε ως το τζαμωτό του μπαλκονιού, έριξε μια ματιά στην ευτυχία του κόσμου εκεί κάτω. Η κυρά Πολυξένη που δεν της διαφεύγει τίποτε είπε στις αρχές πως καθώς ετοίμαζε το καντήλι της διέκρινε έναν όγκο. Και έπειτα άκουσε το γδούπο”.

Τότε ήταν που ο Παναγιωτάκης πήρε να βήχει, ολοένα και πιο έντονα, έβηχε, έβηχε, τα μάτια του είχαν διογκωθεί, κατακόκκινος έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα. Και οι άλλοι που νομίσανε πως απλώς ο Παναγιωτάκης στραβοκατάπιε, – οι πιθανότητες ήτο με το μέρος τους, καθώς ο φίλος ο καρδιακός κατασπάραζε απίστευτες ποσότητες – διέκριναν τον κίνδυνο και πήραν να του λύνουν το λαιμοδέτη, να του ρίχνουν νερό, να βρέχουν το μέτωπό του. Και ο καφετζής συνέδραμε και το παιδί για τα θελήματα και τα σουτ ακόμη πάψανε. Και ο ιερεύς βγήκε στον προθάλαμο του ναού και πήρε να κηρύσσει πως “τούτα Χριστιανοί συνιστούν τα προϊόντα της ακατασχέτου βωμολοχίας” και άλλα τέτοια ηθικοπλαστικά.

Ο Παναγιωτάκης δεν τα κατάφερε. Και έτσι εκείνη την Κυριακή, δυο φίλους καρδιακούς χάσανε. Μόνον ο Νέστορας δεν λυπήθηκε πολύ επειδή κατά τας τελευταίας του στιγμάς ο Παναγιωτάκης πρόλαβε να του πει πως “εγώ, εγώ φίλε μου ακριβέ, ευθύνομαι για το διάβημα του δόλιου του Κλεόμβροτου. Εγώ που έπεσα θύμα του ερωτισμού της, εγώ που της αγόρασα εκείνη την καρφίτσα με την αναπαράσταση του αιγινήτικου στατήρα, εγώ, μόνον εγώ”. 

Πέρασε καιρός από τότε, η παρέα διαλύθηκε, το καφενεδάκι δόθηκε αντιπαροχή, τα γαλακτομπούρεκα υπέκυψαν στη βιομηχανική παραγωγή και χάσανε τη νοστιμιά τους, τα γκολ πάψανε να αποτελούν αποτέλεσμα καλοσχεδιασμένων επιθέσεων, οι πιτσιρικάδες μεγάλωσαν,η πλατεία πάγωσε, όλα αλλάξανε. Μόνον ο Νέστορας καμιά φορά περνάει σφυρίζοντας βαδίζοντας περήφανος, σαν ανδαλουσιανός εραστής, με μια καρφίτσα στο πέτο του το κυριακάτικο. Η καρφίτσα, κυρίες και κύριοι, αναπαριστά έναν αιγινήτικο στατήρα. Οπότε αντιλαμβάνεστε, πως εκείνη η θελκτική και απαράμιλλα όμορφη γυναίκα δεν ήλθε παρά να διαλύσει την αγαπημένη παρέα. Μια γυναίκα σπάνια, ομορφότερη, απολύτως ταιριαστή με εκείνο το Τηνιακό το επίγραμμα, σωσμένο στο υπέρθυρο. “Σήμερον εμού, αύριο ετέρου, ουδέποτε τινός”. Το επίγραμμα εστόχευε σε μια κριτική του θανάτου μα εδώ ταιριάζει γάντι στην περίσταση, δεν νομίζετε;

Α.Θ