Απόστολος Θηβαίος | Ιδανικός και ανάξιος ρομποτισμός (sic)

© Vivian Maier

Στην γωνιά του δρόμου λειτουργεί εδώ και μέρες ένα μικρό συνεργείο. Δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα συνηθισμένα συνεργεία, των ρεκτιφιέ και των επιδιορθώσεων, των ατέλειωτων, αποσυναρμολογημένων οχημάτων που πεθαίνουν με έναν κινητήρα καρφωμένο στα ύφαλα τους. Σε αυτό το συνεργείο οι άνθρωποι, όσοι δηλαδή έχουν τη δυνατότητα, φέρνουν τα τελευταία τους αποκτήματα. Κάτι ανθρωπόμορφες μηχανές που γεμίζουν, όπως λέει και η επιγραφή του συνεργείου, τις αδειανές μας ζωές. Δεν το ‘νιωσα ποτέ μου μα το θαύμα της διαφήμισης κάνει πάντα τη δουλειά του, ήσυχα, σιωπηλά, κραυγαλέα και απόλυτα. 

Οι μεταφορείς, με τις οδηγίες του ιδιοκτήτη, ενός πολύ καθώς πρέπει τύπου με κοστούμι λονδρέζικο και μοντέρνο κόψιμο, κατάστιχτου με γοργόνες, ρολόγια, ονόματα κοριτσιών και ταϊλανδέζικους δράκους τακτοποίησαν το ρομπότ. Το αφεντικό επιβλέπει τη μεταφορά του πολύτιμου του αποκτήματος, τη θέση που θα τοποθετηθεί, με ένα κομμάτι ύφασμα γυαλίζει με επιμέλεια το κράνος του. 

Τώρα είναι όλα έτοιμα και οι μεταφορείς πληρώνονται αδρά κάτω από τον λυπημένο φανοστάτη, πιο παλιό από εμένα και από εσένα. Και ο τύπος με πλησιάζει, φροντίζει να με ανταμείψει με ένα γενναίο ποσό μόνο και μόνο για να μην πειράξει κανείς το πολύτιμο μηχάνημά του. Ξέρεις, φίλε, αυτό το ρομπότ ανήκει στην τελευταία τεχνολογία και ίσως να σταθεί δέλεαρ για τους κλέφτες η  παρουσία του εδώ. Δουλειά σου λοιπόν, είναι να προστατεύεις την περιουσία μου. Και αύριο, όταν θα ξανάρθω από εδώ, αν όλα έχουν πάει καλά, ακριβέ μου φίλε, θα σε ανταμείψω το ίδιο πλουσιοπάροχα.

Και εγώ συμφωνώ, παγωμένος στη θέση μου. Και τίποτε δεν αλλάζει στη νύχτα και τίποτε δεν αλλάζει το γεγονός πως ένα ρομπότ μου κάνει παρέα απόψε, εκεί στην άκρη του δρόμου, κάπως μελαγχολικό, έτσι όπως στέκει με την μπαταρία του αδειανή, με τα μεταλλικά του χέρια άπραγα, τη μοναξιά του θεόρατη μα όχι μεγαλύτερη από τη δική μου. Σας έχω πει για αυτήν τη μοναξιά που κανένα συνεργείο δεν μπορεί να επιδιορθώσει, που πέφτει σαν χιόνι εδώ και εκεί, που γίνεται αρρώστια, που γεμίζει σημάδια το κορμί της πολιτείας;

 Αυτή τη μοναξιά λοιπόν, έμελλε να μοιραστώ απόψε με ένα σιωπηλό, σβηστό ρομπότ τελευταίας τεχνολογίας, με δυνατότητα ανταπόκρισης στα ανθρώπινα αιτήματα εντός ολίγων μόνο κλασμάτων του δευτερολέπτου. Ήδη σε κάποια αποθήκη του μέλλοντος, κάποιος βελτιώνει αυτόν ακριβώς το χρόνο απόκρισης και δείχνει το δρόμο του μέλλοντος.

Στέκω πλάι στον αποψινό μου φίλο. Οι μεταλλικοί του βραχίονες δεν έχουν ζωή. Στα πόδια του η μπαταρία τελευταίας τεχνολογίας εγγυάται πως κάποτε αυτό το ρομπότ θα ξυπνήσει, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες, ανώφελες κινήσεις, δίχως ευτυχία ή δυστυχία ή έστω σημάδια κόπωσης. Τουλάχιστον για απόψε θα το λέω Ρόμπερτ, αφού ένα τέτοιο όνομα ίσως το κάνει να φαντάζει πιο ανθρώπινο. Και η παγωνιά που πέφτει, ταιριάζει και στους δυο μας το ίδιο καλά.

Μήπως κρυώνεις Ρόμπερτ; Ξέρω, θα ήθελες να έχεις την μπαταρία σου συνδεμένη, ξέρω θα μπορούσες να μου αφηγηθείς όποιο κομμάτι της ιστορίας επιθυμώ. Ξέρω, θα ήθελες να κυκλοφορήσεις μες στους δρόμους αυτής εδώ της πολιτείας, ξέρω, θα ήθελες να μου πεις την ιστορία σου ή να ακούσεις τη δική μου, μια ανθρώπινη ιστορία. Ξέρω Ρόμπερτ, σε τρομάζει η αιωνιότητα, μα βλέπεις την κέρδισες μες στο εργαστήριο της αμερικανικής βιομηχανίας σου. Ξέρω Ρόμπερτ, οι άνθρωποι του συνεργείου θα ανακατέψουν αύριο τα σωθικά σου και ίσως σε αφήσουν με μια ανήκουστο βλάβη μες στην αποθήκη, τώρα και για πάντα, μια ευκαιρία για ξεχωριστά ανταλλακτικά που στις αγορές κοστίζουν μια περιουσία. Ξέρω Ρόμπερτ, δεν έχουμε πολλά να πούμε. Μα να ξέρεις  πως και αυτός εδώ ο κόσμος έχει βγαλμένη την μπαταρία του. Και θα’ταν ευχής έργο, αληθινή πολυτέλεια, αν κάποτε ένα συνεργείο κατόρθωνε να επιδιορθώσει τη βλάβη, αν έβρισκε την καταλληλότερη μπαταρία και αν ο αδειανός αέρας της ύπαρξης γέμιζε με έναν σκοπό. Ρόμπερτ, ξέρω πως όλα αυτά μοσχοβολούν αγάπη και όραμα, ξέρω πως ο κόσμος εδώ έξω είναι στεγανός από ελπίδα, Ρόμπερτ. Ξέρω ακριβέ μου φίλε, με μια καρδιά από ανθρακόνημα και απαντοχή, ξέρω καλά πως η αγάπη είναι η αρχή του τρομερού. Και έτσι μπορείς να αποκοιμηθείς ήσυχος, βέβαιος πως δεν φτάσαμε στο τέλος, πως όλοι οι αλγόριθμοι του κόσμου, εκεί έξω, που ψάχνουν να βρουν από τι υλικό, για τον Θεό είναι καμωμένο τούτο εδώ το όνειρο της ζωής βρίσκονται σε αδιέξοδο.

Είπαμε και άλλα, κυρίως εγώ, επειδή ο Ρόμπερτ είχε βγαλμένη την μπαταρία του και τη φωνή του την είχε πάρει ο άνεμος. Του είπα για τη ζωή μου, μερικές ιδέες που είχα για να ξεφύγουμε από αυτό εδώ το άσχημο τέλμα. Δεν αποκρίθηκε ο Ρόμπερτ. Η καρδιά του, θυμάστε; Ήταν ακουμπισμένη στα σιδερένια του πόδια. Πιο πάνω άρχιζαν οι κλασικές γραμμές που έκαναν τον Ρόμπερτ να μοιάζει ανθρώπινος. Βλέπετε, ακόμη δεν είχαν συμβεί όσα επρόκειτο να αλλάξουν για πάντα τη ζωή μας.

Θα ‘ταν το πιο βαθύ σημείο της νύχτας. Ο Ρόμπερτ έκανε μια νευρική κίνηση και άλλαξε θέση στο κεφάλι του. Έπειτα ανασήκωσε τα χέρια του, εκείνα απομείνανε παγωμένα, όπως και εγώ. Μα πώς; Η μπαταρία του είναι βγαλμένη, είπα. Οι δρόμοι που μοιάζουν λευκοί μες στο βάθος τους δεν είχαν καμία απάντηση να μου δώσουν. Και τότε ο Ρόμπερτ ανέλαβε πλήρως τον έλεγχο του κορμιού του. Και άνοιξε τα πίξελ μάτια του και μου χαμογέλασε, με εκείνο τον συγκρατημένο τρόπο που έχουν οι άνθρωποι όσο αργεί ο έρωτας.

Λοιπόν Ρόμπερτ, δεν χρειάζεσαι την μπαταρία σου; Και εκείνος υπολόγισε ποιος ξέρει τι ψηφιακά δεδομένα. Και ήρθε να καθίσει δίπλα μου, κόβοντας ένα λουλούδι από το ονειρεμένο παρτέρι που όσο κρατούν οι μέρες συγκεντρώνει σκουπίδια και περιφρόνηση. Λοιπόν Ρόμπερτ, μου φαίνεται πως απόψε θα γίνουμε δυο καλοί φίλοι. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Ρόμπερτ σαν να δάκρυσε, μια γενναία σταγόνα γράσο κύλησε από το κράνος του και πάγωσε ακριβώς εκεί, λίγο κάτω από τα ψηφιακά του μάτια. Μου φαίνεται πως μέσα βαθιά στην καρδιά του Ρόμπερτ κατοικεί ένας ποταμός μα κανείς δεν θα το μάθει. 

Και ο Ρόμπερτ έγειρε αποκαμωμένος πλάι μου. Ήταν εκεί, πλάι μου, για πρώτη φορά, τ’αντίπαλο, λέει δέος της φύσης και του ανθρώπου. Και η ζωντανή απάντηση, πως ο λεγόμενος ρομποτισμός, ο ιδανικός υπάρχει παντού στον κόσμο. Πλάι στα κίτρινα καναρίνια και τις ξεπλυμένες από τον χρόνο γραφομηχανές, ανάμεσα στα σπίτια, στην καρδιά του καιρού, ο Ρόμπερτ δεν συνιστά μια ζωή δίχως ηλικία, αλλά μια γέρικη, πληγωμένη ύπαρξη, καθ’ομοίωση και εκείνη με τον δικό του Θεό, αυτόν τον έκπτωτο και τον μελαγχολικό διπλανό μας.

Αργότερα, χρόνια μετά κάποιος θα θυμηθεί την έννοια του ρομποτισμού, το ιδανικό και ανάξιο πνεύμα που στέκει κοντύτερα στον Εγγονόπουλο, έναν αρχαίο, παγωμένο φίλο . Μα ποιος είδε, σας ρωτώ την εύκολη καρδιά του Ρόμπερτ που μοιάζει τ’ανθρώπου; Ποιος είπε, ποιος πως αυτή ήταν μια μάχη τόσο όμορφη; Ποιος είπε πως ο Ρόμπερτ δείλιασε, πως ακολούθησε τάχα τις δικές μας αρχές; Δεν ήταν έτσι και όλα κλειδώθηκαν για χρόνια στους λαιμούς.

“Εδώ διέκοψε τη λειτουργία του το ρομπότ Ρόμπερτ. Κάποιος πρότεινε να φτιαχτεί ένα μνημείο. Εκείνο του αγνώστου ρομπότ. Όλοι συμφωνήσαμε και τότε γίνηκε το θαύμα. Και πείστηκα πως οι καρδιές όλων των πραγμάτων από τη δική μας αντλούνε. Η καρδιά του Ρόμπερτ πήρε να δουλεύει πιο δυνατά, πιο ρυθμικά. Και μες στα μάτια του άγραφη περίμενε, καθώς πάντα η αρχαία σελίδα της ελπίδας και της ανθρωπιάς που φαίνεται να απουσιάζει στην περίπτωσή μας, μα περισσεύει είναι η αλήθεια.

Ήσουν μια θάλασσα, Ρόμπερτ. Αυτό θέλω να σου πω όσο με κοιτάς με μάτια ψηφιακά και ο χτύπος της κολοσσιαίας σου καρδιάς δείχνει έναν κάποιο δρόμο. Μην φοβάσαι, όσο εντός σου κρατάς ένα κομμάτι ανθρωπιάς. Όπως η δική μου, Ρόμπερτ.

Το πρωί ο Ρόμπερτ οδηγήθηκε για αποσυναρμολόγηση. Πείτε με τρελό, μα καθώς τον παίρνανε οι τεχνίτες, είδα τα μάτια του δακρυσμένα. Και έτσι πίστεψα, πίστεψα.

Απόστολος Θηβαίος