Διονύσης Καρατζάς, Η σκιά με τις τιράντες, εκδόσεις Μετρονόμος, 2023 | Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς

Κριτική Βιβλίου
Διονύσης Καρατζάς, Η σκιά με τις τιράντες,
εκδόσεις Μετρονόμος, 2023

Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*

Ο Διονύσης Καρατζάς, πολύπειρος και πολυγραφότατος ποιητής, μάς παρουσιάζει το νέο του βιβλίο Η σκιά με τις τιράντες (εκδόσεις Μετρονόμος, 2023), στο οποίο εμπεριέχονται ποιήματα λιτά, ολιγόστιχα, λυρικά και αισθαντικά. Ως κοινή συνιστώσα αυτής της ποιητικής συλλογής θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ποιητική του φωτός, της μουσικής και της πολλαπλότητας του εαυτού. Εκκινώντας από την τελευταία, την ποιητική, δηλαδή, της πολλαπλότητας του εαυτού, και παρατηρώντας εν συνόλω τα ποιητικά κείμενα της συλλογής γίνεται αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής τοποθετείται μέσα στο έργο του. Αρκεί να δούμε το ποίημα «Οδηγία σκηνοθέτη προς ποιητή», όπου κάλλιστα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο σκηνοθέτης και ο ποιητής ταυτίζονται ή ο ποιητής χρησιμοποιεί τον σκηνοθέτη ως persona του εαυτού του εκφράζοντας μέσω αυτής τις δικές του μύχιες προσδοκίες και σκέψεις.

Την ώρα που θα απαγγέλλεις
θα φωτίζονται μόνο τα μάτια τους.
Εσύ θα βλέπεις τις εικόνες
που θα περνούν από τις λέξεις σου
στα βλέμματά τους.
Ύστερα θα φωτίζεσαι μόνο εσύ
για να βλέπουν πώς ακούς τις φλέβες τους.
Εγώ, λέει ο σκηνοθέτης,
θ’ αφήνω χρόνο στη σιωπή
να μεταγγίζονται αγάπες.
Έτσι, όλα θ’ αρχίζουν
χωρίς τίποτα να τελειώνει.

Την επόμενη φορά
θα δοκιμάσουμε απαγγελία σ’ ανοιχτή θάλασσα.

(«Οδηγία σκηνοθέτη προς ποιητή», σ. 10)

Αυτό το ποίημα αποκαλύπτοντάς μας τη σκηνοθετική ματιά του ποιητή είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό της ποιητικής που καλλιεργεί ο Καρατζάς. Επιστρατεύοντας τις αισθήσεις της όρασης και της ακοής και με φόντο τη φύση και, κυρίως, το υγρό στοιχείο (θάλασσα – ποτάμι) η ποιητική φωνή παρέχει στον αναγνώστη όλα τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν το ειδυλλιακό και εξιδανικευμένο τοπίο στο οποίο επιθυμεί να βρεθεί. Και στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η καταλυτική στην ποιητική του Καρατζά εκμετάλλευση του φωτός. Ο δημιουργός φωτίζει ανάλογα με την πρόθεσή του άλλοτε τον εαυτό και άλλοτε τη σκιά του εαυτού. Στις γκρίζες πόλεις που εγκλωβίζουν την ποιητική φωνή και αποπνέουν μονάχα μια αίσθηση ανελευθερίας κυριαρχεί η σκιά, ενώ στη θάλασσα το ίδιο το σώμα αναδύεται και φωτίζεται από την ιαχή των κυμάτων, την ελευθεριότητα των παφλασμών τους και τις ανακλαστικές ακτίνες του ήλιου. Το δυνατό, ανεμπόδιστο φως δημιουργεί την κατάλληλη συνθήκη για την έλευση του ποθητού προσώπου, μια έλευση που υπερβαίνει τη χωροχρονική συνθήκη και συμβολικά αναβιβάζεται σε ιδεατή και ύψιστη μορφή ελευθερίας. Το φως της μέρας καλλιεργεί τα χρώματα, ενώ το φως της νύχτας συντροφεύει τη σιωπή, καθώς τα φωνήεντα της σιωπής/ είναι πάντοτε σύμφωνα των ήχων. (Από το ποίημα «Το τραγούδι», σ. 13) Η σιωπή την ώρα των συλλογισμών στην ακροθαλασσιά μεστώνει το ξεδίπλωμα των ονείρων αποδίδοντας την ομορφιά που πηγάζει από την ψυχική και σωματική ελευθερία μακριά από όποια δεσμά δημιουργούν σκιές. Και σε αυτήν τη σμίλευση της ομορφιάς λειτουργεί συμπληρωματικά και καίρια η ποιητική της μουσικής. Με αναφορά στον Georg Friedrich Händel και το έργο του «Μουσική των Νερών», ο ποιητής συνδιαλεγόμενος με μια πεταλούδα γυρεύει – παραφράζοντας τον στίχο –  το μυστικό της χαράς στην εφήμερη ζωή του (από το ποίημα «Μια ωραία πεταλούδα», σ. 20). Η μουσική και το τραγούδι συνοδεύουν τους ανθρώπους ακόμα και στις σιωπές τους, ενόσω ο ουρανός παραμένει πάντοτε η σταθερά του κόσμου μετά τη βροχή. Ο λόγος είναι αλληγορικός και υπαινικτικός με έντονη την προσωπική, αυτοαναφορική απεύθυνση, όπως φαίνεται ξεκάθαρα απ’ το παρακάτω ποίημα:

Όταν θα φεύγω, να έρχεται άνοιξη.
Τόσα φωνήεντα στήριξαν το φως στις λέξεις μου!
(Τον λόγο της ζωής μου τον άρθρωσα
και με όσα σύμφωνα κέρδισα σε αγώνα αλήθειας.)
Από μένα ας μείνει, έστω, ένα γιώτα
σαν το κομμένο ύψιλον ή το ξεβαμμένο ήτα
από το μικρό μου όνομα.
Κλαράκι να γίνω και ν’ ανθίζω
όποτε ακούω πως χειμωνιάζει.
(«Διαθήκη», σ. 26)

Ο ποιητής αφιερώνει μια ξεχωριστή ενότητα στη μνήμη τεχνουργώντας επτά επικλήσεις προς εκείνη. Επομένως, ίσως η αναφορά στη μνήμη μπορεί να είναι διττή. Αφενός, ο ποιητής μπορεί να αναφέρεται στη μνήμη ως έννοια, δηλαδή στην ιδιότητα του ανθρώπου να θυμάται τις εμπειρίες, τις εντυπώσεις, τις γνώσεις που αποκομίζει και αφετέρου στην προσωποποιημένη Μνήμη, η οποία ήταν μια από τις αρχαιότερες Ελικωνιάδες Μούσες (μαζί με τη Μελέτη και την Αοιδή) πριν την εμφάνιση των ευρέως γνωστών εννέα Πιερίδων Μουσών. Είναι, επίσης, πιθανό να αναφέρεται και στη Μνημοσύνη, η οποία αποτελεί προσωποποίηση της μνήμης στην ελληνική μυθολογία, ήταν κόρη της Γαίας και του Ουρανού και μητέρα των Μουσών από τον Δία. Βέβαια, ασχέτως με το πώς χρησιμοποιεί ο ποιητής τη μνήμη στις επικλήσεις του, περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά που κάθε φορά της αποδίδει. Ο ποιητής, λοιπόν, επικαλείται την ευλύγιστη μνήμη του σώματος (1., σ. 28), τη στοργική μνήμη της καρδιάς (2., σ. 29), την αγέρωχη μνήμη της σκέψης (3., σ. 30), τη μυστήρια μνήμη της νύχτας (4., σ. 31), τη διάφανη μνήμη της βροχής (5., σ. 32), την ασίγαστη μνήμη της γλώσσας (6. σ. 33) και την αγέραστη μνήμη του μέλλοντος (7., σ. 34). Στις επικλήσεις του, συνεπώς, στη μνήμη ο ποιητής συμπεριλαμβάνει και αποτυπώνει όλες εκείνες τις παραμέτρους στις οποίες η τελευταία πρωταγωνιστεί ως κύριος διαμορφωτής και συγκολλητής της ταυτότητάς του: το σώμα, η ψυχή, το συναίσθημα και η αγάπη (καρδιά), η ελευθερία, η γνώση και τα όνειρα (σκέψη), ο φόβος και το φως, η αλήθεια της γλώσσας και των λέξεων, η ωριμότητα και η παρέλευση του χρόνου, το μέλλον. Όλες αυτές τις παραμέτρους η μνήμη τις συνέχει και τις οριοθετεί στο μυαλό του ποιητικού εγώ, που την επικαλείται επιδιώκοντας να ξορκίσει τη λήθη και να  ενδυναμώσει τη συνειδητότητα. 

Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη περιδιάβασή μας σε τούτο το έργο του Διονύση Καρατζά παραθέτοντας την έκτη επίκλησή του (σ. 33) στη μνήμη, μιας που σε αυτή τη στροφή βρίσκει τη θέση της και η ποίηση και, συνάμα, αποκαλύπτεται διακριτικά ο τρόπος θέασής της από τον ποιητή. 

Ασίγαστη μνήμη της γλώσσας,
εσένα επικαλούμαι επειγόντως
όταν γράφω αιφνίδιες λέξεις αλήθειας.
Επειδή η ποίηση πάντα εκπλήσσει
και πάντα ομολογεί πίστη στο άρρητο.

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.