Ο Μάρκος μελετάει το ζήτημα του χρόνου

Kοράσιον ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει. Kι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα παννιά εμαϊνάραν. – Kόρη μ’ άλλαξε το σκοπό

Σκοτωμένο το φως, πουθενά δεν έφτανε. Και εκείνος πήγαινε και ήταν βαριά η καρδιά του, ήταν.

Άκουσε τη φωνή του κοριτσιού και πόνεσε μια στάλα, το βήμα του σταμάτησε.

Να πέσει να προσκυνήσει δεν είναι του εαυτού του.

Σοφότερος δεν έγινε ποτέ.

Και έβρεχαν το σώμα του κύματα πολυφωνικά και πλανιόταν παντού ο ρυθμός που, καθώς λένε, θεραπεύει την ψυχή. 

Έκανε ένα βήμα, άλλο δεν προχώρησε, άλλο δεν πήγε, γιατί ένιωσε μέσα του πως είναι τ’απαλό τ’άνθισμα των ποιητών και να  το χαλάσει δεν μπορεί, δεν κάνει.

Τότε την είδε πάνω στον εξώστη, κάτω από την Αθηνά με τη λύρα και τις δελφινιέρες να την στεφανώνουν. Και έπινε απ’ τον κόσμο και απ’τη νυχτερινή την πλάση η φωνή της. Δεν ήταν ανθρώπινη, θαύμα μελαχρινό ήταν και μια απόδειξη πως η γραφή ποτέ δεν θα πει όσα τα μάτια μάθανε.

Μες στην ψυχή του μπήκε εκείνο το κορίτσι. Και από κάτω χάλαγε ο κόσμος, έμποροι, κόκκινα κορίτσια, μανάβηδες και αγαπητικοί και αργόσχολοι, κάτι αρχαίοι καπνιστές. Μονάχος αυτός την άκουσε τη φωνή της, μονάχα αυτός μες σε τούτη την πολεοδομία την πυκνή, μονάχα αυτός την άκουσε, μόνο αυτός την είδε. Είναι δικό του χρέος, δικό του μόνο.

Και αντίκρισε τον εαυτό του κάτω στου δρόμου τα νερά, μες στη θεία υγρασία. Και το κορίτσι ετραγούδαγε και από παντού χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε μες στα νερά. Και είδε κάτασπρη τη γενειάδα του, τα μαλλιά του λευκά και το παράθυρο του κόσμου ορθάνοιχτο. Και έκανε να κινήσει και στα μισά του δρόμου συλλογίστηκε το ζήτημα του χρόνου. Των φιλοσόφων οι δουλειές είναι όλα αυτά, είπε και τον λαιμό ψηλάφισε, τους ώμους του που ‘χαν σηκώσει τόσα. 

Πού πήγες αγόρι μου, γιατί έφυγες, ρώτησε κοιτάζοντας τον εαυτό του, βαθιά μες στο νου του εκείνον τον αθώο τον εαυτό του. Πού ξοδεύτηκες, γιατί δεν μιλάς;

Και τραγουδούσε το κορίτσι και πλήθαινε της αγοράς το άτακτο κοπάδι. Και έστεκε, αρετή ηρωική της πόλης μου, ολοζώντανη εκείνη η κοπέλα. Και ήταν στερεωμένη μια στάλα πάνω από την προδομένη μας ζωή, πάνω από τη μετριότητα που κάνει λιγότερο πλατιά την ομορφιά.

Έτσι το ‘μαθε, έτσι το ‘νιωσε ο Μάρκος πως ο καιρός περνά. Πως οι πεδιάδες τελειώνουν στον ουρανό και άλλα τέτοια, πολύτιμα, θαύματα νωπά ή του σούρουπου τους ελαιώνες που γερνούν μαζί σου. Προχώρησε, εμπρός του ανοιγόταν η τέχνη του ρεμβασμού και της ανάμνησης, βαθιά ήταν του χρόνου η απόκριση επάνω του. Και όσο προχωρούσε, όλο γερνούσε, όλο γερνούσε και η φωνή του σαν ίσκιος μάκραινε.

Α.Θ