Τα περάσματα

Χρόνης Αηδονίδης
1928 – 2023

Και ήρθε ο ύπνος. Φάνηκε μέσα από τα ρουμάνια, ήσυχα που ερχόταν να πάρει ότι είναι δικό του. Πέρασε τα χωριά και τα κατάκλειστα τα σπίτια, τα ποτάμια πέρασε και τις πηγές που κλαίνε. Σπίτι γερμένα από τον χρόνο και από τον καημό προσπέρασε. Για ποιο βλέφαρο κίνησες και πας ρωτούσαν τα παιδιά και οι αρχόντοι και πέφτανε στο πέρασμα του οι πυργοδέσποινες, ροδιές να γίνουν στα φαράγγια. Φορούσε ο ύπνος το κόκκινο γαρύφαλλο και πήγαινε. Μια φορά απάντησε μια ορχήστρα, πλήρωσε και ζήτησε να παίξουν μόνο για εκείνον. Και ερίγησε η πλάση τριγύρω και του ‘ρθε να κλάψει μέσα από τις καρδιές. Πλήρωσε και έφυγε, ρωτούσαν τα πουλιά αν είναι άνθρωπος τούτος που κρατά το ίσο του κόσμου. Και πήγαινε, και τραβούσε και όπου πατούσε λευκά και μεταξένια, νυφιάτικα ψήλωναν τα λουλούδια.

Σαν έφτασε στο χωριό νύχτα ήταν απέραστη. Είδε απ’έξω τους παλιούς νεκρούς που ‘χαν έρθει για το κατευόδιο. Και όλοι σκύβανε και τα χέρια του φιλούσανε και σφίγγονταν που’χαν αιώνες να ανταμώσουν και κουνούσανε τα στόματά των δίχως φωνή. Μόνο βροχές κυλούσαν από τα μάτια τους που ήταν αδειανά, νεκρά φεγγάρια. Του δείξανε τον δρόμο, από το χέρι τον πήρανε και τον πήγανε.

Και έβλεπε που πολεμούσε με το θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια, και έβλεπε που άνοιγε το στόμα και δεν έβγαινε λαλιά, μόνο τα αηδόνια της ζωής του. Σε κάθε του ανάσα σμάρι τα πουλιά, φτερουγούσαν μες στα δωμάτια και χάνονταν. Και όλοι κάνανε ησυχία επειδή όταν παλεύει κανείς με τον θάνατο εσύ δεν πρέπει να μιλάς. Ήταν η μάνα του στο πλάι, αγρύπνια μου και καημέ μου ψιθύριζε και πέρα μακριά στένευαν τα περάσματα. Και μάχονταν, μια ο ένας χτυπούσε, μια ο άλλος πέρα στα αλώνια και ήταν απάνω στην κόψη του μαχαιριού που θα δινόταν η ετυμηγορία εκείνου του αγώνα.

Μόνο τα κεριά μαρτυρούν πως εδώ παίζεται μια σκηνή μεγάλη, της ζωής. Μα προτού ξημερώσει, πέρασε ένας άνεμος αντάρτης μέσα από τα σπίτια μας και όλα τα πήρε. Χρόνη, Χρόνη όλοι φωνάξαμε μα εκείνος τώρα δεν άκουγε και έφευγε μες στα όργανα, ωραίος σαν άλλοτε. Χρόνη, Χρόνη φώναξε η μάνα του και ήταν τότε που έσπασε, σαν εκείνα τα θραύσματα που παραγεμίζουν τα μνήματα. Και οι άλλοι; Όλοι φύγανε, χαιρετώντας με το κασκέτο τους και τραβώντας πίσω στα σπίτια τους. Τ’άφησε το γαρύφαλλο μες στα δυο του χέρια και έφυγε. Τώρα επέστρεφε με τα υπεραστικά που βγάζουν ως τη μνήμη, κάτι νυσταγμένα λεωφορεία γεμάτα με εκείνους που δεν θα γυρίσουν ποτέ.

Και έτσι, ο Χρόνης Αηδονίδης, φορέας ενός πολιτισμού που παλιώνει, πέρασε στην άλλη την πλευρά. Πήρε τα τραγούδια του και χάθηκε στα καλντερίμια του χρόνου που δεν αφήνει περιθώρια. Εμείς κρατούμε από αυτόν την αναστύλωση της δημοτικής μουσικής που όργανο γίνηκε στα χέρια της πολιτικής και ταυτίστηκε με τα κατ’επίφαση και με τα χρόνια της σκοτεινιάς. Εμείς κρατούμε από αυτόν το γεγονός πως αντίκρισε ολοζώντανη την παράδοση μες στους δικούς μας καιρούς και γόνιμα έσκυψε πάνω της. Εμείς κρατούμε εκείνο το εσωτερικό μέγεθος που αποκάλυψε το αισθητό και τη βαθύτερη ουσία μας. Εμείς κρατούμε κάτι από τη φωνή του κάτω από τα χωμάτινα σεντόνια του Μάνου Ελευθερίου, γλυκιά, όλο νόστο, κομμάτι του ρυθμού αυτού εδώ του κόσμου. Τώρα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με εκείνη την εύγλωττη σιωπή που μιλά για όσους αλάργεψαν. Τώρα μες στους θρακιώτικους δρυμούς, πλάι στα βράχια και τη μεταφυσική τους, στέκει ο Χρόνης της ζωής μας, ένας άνθρωπος της αλήθειας που δεν γερνά ποτέ.  Την τέχνη της ζωής ανέδειξε μες σε καιρούς καταστροφικούς, άνθρωπος ακέραιος ανάμεσα στα κόκκινα λουλούδια και τους θεούς που ακρωτηρίασε ο χρόνος. Τα τραγούδια του μας βοηθήσανε πάντα να ζήσουμε, μες στα ηχεία της καρδιάς μας απέκτησαν τις διαστάσεις του ωραίου και του υψηλού που υπερασπίζεται τώρα περισσότερο από ποτέ, την τάξη την φυσική των πραγμάτων. Με τα φλάμπουρα της μουσικής του πορεύτηκε, κάνοντας καινούρια να μοιάζει η τέχνη που σφυρηλατήθηκε πάνω στο παλιό.

Είναι έρημος ο σταθμός και ο ουρανός χαμηλός πολύ. Στο πουθενά της διαδρομής οι άνθρωποι ενός θιάσου μας γνέφουν. Πού πάτε μωρέ παιδιά και ανάμεσά στους αγγέλους τους βυζαντινούς να και ο Χρόνης, με τα φτερά του σφιχτοδιπλωμένα. Θα ‘ταν έξω από την Αλεξανδρούπολη που άλλαξε ο καιρός. Παντού στα τζάμια του υπεραστικού υγρή ομίχλη και μελαγχολία. Τότε ήταν που τα φαντάσματα του θιάσου πήραν να παίζουν κάτι τραγουδάκια και ο Χρόνης  τραγουδούσε σπάζοντας σε μεγάλα κομμάτια τη νύχτα και ενσαρκώνοντας ένα σωρό θαύματα, πολλά και παράξενα και θαρρετά.

Σαν σταματήσαμε εκείνος ο θίασος εχάθη, σαν τάχα να μην βρέθηκε ποτέ στον δρόμο μας. Τον Χρόνη πρόλαβε να δει ο θάνατος με το κόκκινο γαρύφαλλο που ανασήκωνε με προσοχή το πόδι του πάνω από τα άγρια χόρτα. Κάποιος είπε, έτσι, με προσοχή βαδίζουν  προς τους Παρθενώνες της ζωής μας εκείνοι οι λίγοι, εκείνοι οι λίγοι. Ναός του φάνηκε η φύση, με τους ρυθμούς και τα αετώματα της, με το στοιχείο της το μυθικό και την ποικιλία των γραμμών και των χρωμάτων. Από μια άκρη ο Χρόνης μας εμπιστεύτηκε τα ύστερα τα λόγια του. Είναι όσιος και ιερός ετούτος εδώ ο κόσμος. Πάνω στη ζωή μας γέρνει σαν τ’αγιόκλημα.

Ύστερα χάθηκε μαζί με όλα εκείνα τα πράγματα που κρατούν τις μεγάλες σημασίες. Και τι αν με γελάσανε τα πουλιά, εσύ ποτέ δεν θα γίνεις χιόνι και σκιά.

Ώρα σου καλή, τραγουδάνε τα ρουμάνια, ώρα σου καλή Χρόνη. Και όσο ο κόσμος θα προσπαθεί με τη σφεντόνα, εσύ με τη φωνή  σου πιο ζωντανός από ποτέ, θα γράφεις σελίδες από το όνειρο το μυστικό. Η φωνή σου μια αντίθεση στην αδράνεια, το βάρος και την ύλη, τα γιοφύρια σου τα ποιητικά χορεύουν πάνω από τα νερά.

Α.Θ