Η αμπιγιέζ

«να με σκέφτεσαι, όταν υποφέρεις και όταν θέλεις να κλάψεις. Και εγώ δεν θα πάψω ποτέ να συλλογιέμαι το νεανικό σου στόμα όταν ετοιμάζεται να με διδάξει την αμαρτία. Να με σκέφτεσαι, όταν νιώθεις δυστυχισμένος, θεία μου μορφή», τραγουδά ένας παλιός αυτοκράτορας

Μάλλον όνειρο θα ‘ταν η μορφή της στον καθρέφτη. Επειδή τώρα πια δεν γεννούν πυρκαγιές τα δυο της μάτια, μα θυμίζουν δυο μαύρες λίμνες. Μάλλον όνειρο θα ‘ταν όταν χτύπησε η πόρτα και η αμπιγιέζ φώναξε πίσω από τα κλειστά πράγματα, σε λίγο βγαίνετε. Τίναξε το πρόσωπό της, μες στον καθρέφτη το είδωλο συνήλθε και όλα βρήκαν την αληθινή τους την υπόσταση. Με ακούσατε, επανέλαβε η πιστή αμπιγιέζ και η αρτίστα, σαν πάντα, χτύπησε δυο φορές την πόρτα, σημάδι πως είχε λάβει το μήνυμα. Δεν θα φορέσει τίποτε στον λαιμό της και θα αφήσει την φλέβα της ζωής της να σαλεύει. Απόψε.

Η πόρτα ανοίγει, οι άνθρωποι της ζωής της, όλοι εκεί. Την χειροκροτούν καθώς περνά στ’ανάμεσά τους. Με τα αργά της βήματα, αφήνοντας σύννεφα από τ’άρωμά της, εδώ και εκεί. Κάποιος έριξε στους ώμους της μια μάλλινη εσάρπα, για μια στιγμή ζεστάθηκε και ύστερα ήρθε σαν χάδι το άγγιγμά του. Δεν είναι εκεί, δεν είναι εκεί. Θα δάκρυζε, μα τόση υγρασία θα κάνει κακό στο μακιγιάζ της. Και έτσι τον κοιτάζει στο πλάι της, νέο και ωραίο όπως εκείνο το βράδυ στου Φράνκι που ένιωσε την καρδιά της να σπάει απ’αγάπη. Τώρα οι δυο τους περπατούν, στην τελευταία της εμφάνιση μετά την ανακοίνωση πως η καριέρα της έφτανε σε ένα τέλος. Και είναι οι νέοι και οι χορευτές που χειροκροτούν αμείωτο. Έξω στην πλατεία το κοινό τη ζητάει. Πρέπει να πάτε, της είπε η αμπιγιέζ και η Λάνα την αγκάλιασε σφιχτά. Το μέτωπό της ήταν ιδρωμένο και η βοηθός έκανε να διορθώσει τις ατέλειες. Μα η Λάνα της τράβηξε τρυφερά το χέρι και της είπε, ο ιδρώτας είναι η ανάμνησή μας, είναι το σώμα μας που θυμάται, δεν πρέπει. Και η αμπιγιέζ χαμογέλασε και έπειτα συμφώνησε και αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά της ντίβας. Και η πορεία συνεχίστηκε και έμεναν τώρα τα λιγοστά σκαλιά που βγάζουν στην σκηνή. Ακόμη θυμούνται πώς ακούμπησε το πόδι της στο πρώτο το σκαλί, πώς ανέβηκε σαν ιέρεια σε τελετή, εκείνα τα σκαλοπάτια. 

Τώρα το κοινό τραγουδούσε ρυθμικά το όνομά της. Και όταν η Λάνα βγήκε στη σκηνή, ξέσπασε σε κλάματα και είδε την ζωή της εκεί εμπρός στα φώτα. Ο μαέστρος την πλησίασε, της προσέφερε μερικά τριαντάφυλλα και φίλησε ευλαβικά το χέρι της. Και εκείνα έσφιξε τα λουλούδια στο στήθος και ανταπέδωσε χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαλλιά εκείνου του ανθρώπου. Το κοινό είχε σηκωθεί και χειροκροτούσε. Εξώστες, πλατεία, φροντιστές, όλοι αποχαιρετούσαν την Λάνα που γύριζε σελίδα στην μαγική της ζωή. 

Τότε ήταν που τον ξεχώρισε μες στο πλήθος της πλατείας. Είχε γεράσει μα τα μάτια του κρατούσαν την ίδια θέρμη, εκείνη την κλασική που αγάπησε τόσο πολύ. Της έδειξε το λουλούδι που κρατούσε και μεμιάς σηκώθηκε, χειροκροτώντας την ντίβα που απόψε σφραγίζει μια σπουδαία καριέρα. Και όταν πήρε να τραγουδά ο καλός της πλησίασε και ο προβολές λαμπύρισε ίδιος με ήλιο, ακόμη περισσότερο.

Μικρές τραγωδίες τα λόγια εκείνου του τραγουδιού. Αν μπορούσε κανείς εκείνη τη στιγμή να συλλάβει τη σκηνή, τότε θα έβλεπε το πρόπλασμα από τις δυο μορφές που δοκιμάζουν την τέχνη του φιλιού. Ένα μοναχικό φως την έλουζε μες στο σκοτάδι της σκηνής και οι συγχορδίες της κιθάρας ήταν το πιο αληθινό πράγμα σε εκείνη την περίσταση. 

Οι χορευτές βγήκαν στη σκηνή και πήραν να χορεύουν γύρω της. Και ένα δυο ζευγάρια από την πλατεία τους μιμήθηκαν και όλο τρυφερότητα η Λάνα δέσποζε ανάμεσα στους έρωτες και τα πολύχρωμα βολάν των κοριτσιών. Μα μέσα της βαθιά περίμενε εκείνον, μορφή βγαλμένη από τους βραδινούς έρωτες της Σεβίλιας και τις πικρές ιστορίες. Απόψε θα την λένε Κάρμεν και εκείνος δεν θα έχει όνομα, μονάχα μια καρδιά μικρού παιδιού,  μια καρδιά για εκείνη.

Να που πλησιάζει. Φορά λινό κοστούμι και έχει χιόνι στα μαλλιά του. Ποιος χειμώνας τον σκεπάζει, κανείς δεν ξέρει. Τα μάτια του στυλωμένα στα δικά της, η ανάσα του κομμένη, ανάσα ενός πνιγμένου, τίποτε λιγότερο. Η απόσταση που τους χωρίζει όλο μικραίνει και ανάμεσά τους σε λίγο δεν θα χωρεί μήτε αμαρτία, μηδέ αθωότητα. 

Γεια σου Λοράν, του είπε δίχως λέξεις και μόνο με την ορμή του νερού θα μπορούσαν να περιγραφούν εκείνες οι λιγοστές λέξεις. Και έπειτα πήραν να χορεύουν και αργά ξεφύλλιζαν τα ημερολόγια και όλα υποχωρούσαν εκεί, εμπρός στους δυο τους. Η Λάνα πλημμυρισμένη από σάρκα και ηδονές. Παντού παλιά, ξοδεμένη γλύκα και εκείνος να γέρνει σαν αγιόκλημα πάνω στον λαιμό της. 

Τώρα πρέπει να τα καταφέρω μόνη και να πεθάνω μόνη. Περίμενα τόσα χρόνια μα τα λάθη με πνίξανε, μάθε το πια. Και τώρα πρέπει να μάθω να συγχωρώ τον εαυτό μου που άφησαν να ξεχάσω μια τόσο μεγάλη αγάπη. 

Ξάφνου σταμάτησε. Η ορχήστρα συνέχιζε να παίζει και το κοινό συνέχισε να χειροκροτεί ανένδοτα. Δεν υπήρχε κανείς, μήτε είχαν χορέψει οι δυο τους, όπως τον παλιό, καλό καιρό. Τόσο πολύ λοιπόν γελάστηκε; Με μια άκρη του ματιού της είδε εκείνον τον άνδρα που έβγαινε από το κάδρο του παραθύρου και για πάντα χανόταν μες στο νυχτέρι της πολιτείας. Αν μ’αγαπάς, είπε στην πόλη, φύλαξε τον να χαρείς, τίποτε άλλο. Σαν να ξεχνούσε πως τους δυο τους είχε χωρίσει ένα άγριος, ανεξήγητος θάνατος.

Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η καρδιά της ράγισε και τίποτε δεν θα μπορούσε να την κρατήσει όρθια. Το ανεξίτηλο την σημάδευε, εκεί επάνω στη σκηνή προτού για πάντα χαθεί. Η αμπιγιέζ έτρεξε, προσπάθησε να την συνεφέρει μα ήταν αδύνατο. Είχε κιόλας περάσει στην άλλη πλευρά του κόσμου και όλα, -εκείνη, εκείνος και η αγάπη τους – είχαν ξαναγίνει κάτι από την πέτρα που ετοιμάζεται να δώσει το ανάγλυφο αίσθημα.

Την άλλη μέρα οι τοπικές φυλλάδες γράψανε, η Λάνα πέθανε όπως το ήθελε και τώρα συρρέουν τα πλήθη στο καμαρίνι της και σφίγγουν τρυφερά το χέρι της αμπιγιέζ που όλο τρέμει και δεν χρειάζεται πια να φροντίσει τις πολύτιμες πέτρες πάνω στο φουστάνι της. Μόνο τις νύχτες, τις πιο βαθιές όταν το θέατρο παραμένει κλειστό οι δυο τους χορεύουν πάνω στην σκηνή και είναι δυο πεταλούδες, αυτό μόνο, που όλο τραβάνε προς τη φλόγα.

Α.Θ