Ο Άλμπερτ προσεύχεται

“η ζωή είναι κάτι μεγαλύτερο και από εσένα». 1991 και οι REM κυκλοφορούν ένα από τα πεντακόσια σημαντικότερα τραγούδια του περασμένου αιώνα. Το τραγούδι δεν είχε καμιά σχέση με ζητήματα θρησκείας, μα απόψε αυτές οι λέξεις το μεταφράζουν αλλιώτικα. Και οι στίχοι μεταμορφώνονται στο πρόσωπο του Αλμπερτ την ώρα που η ελπίδα του κόσμου μένει πιο άστεγη από ποτέ.”

Ένας σκληρός χειμώνας έρχεται από κάθε πλευρά της πόλης. Τις τελευταίες ώρες η βροχή πέφτει με ορμή στις στέγες και παντού αναδύεται μια μυρωδιά καταστροφής. Έτσι ήταν πάντα ο χειμώνας Άλμπερτ, είπε στον καθρέφτη του. Και το είδωλο στο βάθος επανέλαβε τις ίδιες λέξεις. Έπειτα σιωπή και από τον τηλεοπτικό δέκτη οι τιμές των χρηματιστηριακών μετοχών να διασχίζουν τον καθρέφτη. Άνοδος για τις εταιρίες χαλυβουργίας, τις τηλεπικοινωνίες, τις κατασκευές, ποντάρετε τώρα κύριοι, σε λίγη ώρα αυτή η πρόσκαιρη αισιοδοξία θα πάρει τέλος, μια βόμβα θα το φροντίσει. 

Εμπρός ´Αλμπερτ, πρέπει και εσύ να ποντάρεις και αν είσαι προσεκτικός ίσως κερδίσεις μερικά εκατομμύρια Άλμπερτ. Και ίσως το ένστικτο σου που φέρεται αλάθητα, ίσως να σου χαρίσει δίχως άλλη καθυστέρηση εκείνη τη θέση που φιλοδοξείς να κατακτήσεις Άλμπερτ. Ωστόσο θα πρέπει να αντέξεις τον χειμώνα και τις ειδήσεις που φτάνουν συγκεχυμένες για κάποιο πόλεμο στην άλλη άκρη της γης. Άλμπερτ, πρέπει να αντέξεις τις φωτογραφίες των νεκρών παιδιών που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τα κέρδη σου Άλμπερτ και μοιάζουν τόσο πολύ με τους χειμώνες ´Αλμπερτ. Μονάχα που σε εκείνα τα μέρη κρατούν πολύ περισσότερο και οι τιμές των μετοχών των εταιριών ανθρωπιάς παίρνουν την κατιούσα. 

Ο λιγοστός ήλιος κατέβαινε λοξά και ο υγρός αέρας παράμενε ίδιος όπως την κάθε μέρα. Μόνο που από παντού ερχόταν ο χειμώνας, τώρα με περισσότερη ορμή από ποτέ. Ερχόταν πάνω στις στέγες και τις σβησμένες μαρκίζες, πλανιόταν πάνω από την αγορά και σάρωνε κάθε μας ελπίδα. Στάθηκε στην σειρά για τον πρωινό καφέ και είδε στους δέκτες πως ο χειμώνας ερχόταν σιγά πάνω στα πρόσωπα των παιδιών του στρατοπέδου συγκέντρωσης κάπου στον κόσμο. Πήρε τον καφέ του και βγήκε έξω στην πόλη που ξυπνούσε από τον λήθαργό της. Άλμπερτ, Άλμπερτ μα οι φωνές δεν έφταναν ποτέ. 

Τώρα βρίσκεται έξω στην πόλη, έξω ακριβώς από τον επιβλητικό ναό. Παντού στον κόσμο μια οθόνη δείχνει τα πρόσωπα των παιδιών που διδάσκονται τον πόλεμο. Η ώρα έχει περάσει, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να επιβληθούν περικοπές και εσύ Άλμπερτ, θα μπορούσες να ειδοποιήσεις και να μην ξοδεύεις τον χρόνο σου που μας ανήκει Άλμπερτ, Άλμπερτ, Άλμπερτ. Και αυτός ο ναός Άλμπερτ, δεν διαθέτει μετοχές που ανεβαίνουν και δεν αποφέρουν ποτέ κέρδη, για αυτό φρόντισε να είσαι νωρίτερα εδώ Άλμπερτ, νωρίτερα Άλμπερτ, νωρίτερα.

Μες στον ναό ο χρόνος κυλάει αργά. Για την ακρίβεια δεν κυλά καθόλου και είναι πνιγηρός ο αέρας. Παντού το πρόσωπο του Θεού και ακόμη περισσότερο η ανθρώπινη δυστυχία που καίει κάτω από το τρεμάμενο φως των κεριών. Αυτό είναι όλο Άλμπερτ, αυτός ο ίσκιος που πέφτει τριγύρω είναι η ανθρώπινη ζωή που περνά απαρηγόρητη Άλμπερτ στην άλλη πλευρά, δίχως θόρυβο Άλμπερτ, δίχως θόρυβο. 

Και εκεί μες στην παγωνιά της αγκαλιάς του Χριστού είπε την προσευχή που θυμόταν καλύτερα. Τα έκανε όλα όπως έπρεπε. Άλμπερτ, όταν προσεύχεσαι πρέπει να πέφτεις στα γόνατα, έτοιμος για όλα, έτοιμος να πεθάνεις για τον Θεό σου Άλμπερτ, μια μεγάλη συγνώμη πρέπει να φέγγει στο πρόσωπό σου όταν προσεύχεσαι Άλμπερτ. Και όταν ζητάς συγχώρεση.

Και ο Άλμπερτ, τώρα που τα κέρδη του κόσμου εξανεμίζονταν, πλάι στα άλλα παιδιά με τα διαλυμένα χέρια, προσευχήθηκε αλλιώτικα.

Ω ξέρεις, η ζωή είναι κάτι μεγαλύτερο,
κάτι μεγαλύτερο και από σένα
και εσύ δεν ξέρεις τίποτε για μένα
για τους δρόμους που θα διαβώ
Εσύ με την απόσταση στα μάτια σου
δεν ξέρεις τίποτε για μένα, για μας

Και τα παιδιά πλάι του έδειχναν κομματιασμένες τις καρδιές τους, ότι πιο αληθινό Άλμπερτ μες στο σκάρτο εφεύρημα του σύγχρονου κόσμου.

Νομίζω πως είπα πολλά
μα τα είχα προετοιμάσει όλα
και τώρα να’μαι στην γωνιά μου
εγώ κάτω από τους προβολείς
να χάνω την πίστη μου
να προσπαθώ να σε φτάσω
δίχως να γνωρίζω αν
μπορώ να τα καταφέρω.
Ω, όχι, έχω πει ήδη τόσα πολλά
μα δεν σου έχω πει αρκετά

Ξεχύνεται στην πόλη, κανείς δεν τον γνωρίζει, σήμερα έγινε κάτι άλλο. Ένας άνθρωπος, ένας κόσμος ολόκληρος με κλονισμένη πίστη και το όνειρο ξοφλάει. 

Το τηλέφωνο χτυπά, Άλμπερτ καλύτερα να βρεις μια εξήγηση προτού έρθεις από εδώ, το αφεντικό είναι θυμωμένο και θα πρέπει να πεις κάτι αληθινά πειστικό αν θέλεις να σώσεις την παρτίδα Άλμπερτ. 

Μα εκείνος γελά, γελά όπως ποτέ άλλοτε και ο κόσμος νεκρός κιόλας μες στα στεφάνια του. Τα παιδιά επιστρέφουν στους δέκτες, ο ναός γκρεμίζεται, ο καφές του κρυώνει και το κραχ ρίχνει τις τιμές μες στην καρδιά του. Το όνειρο τελειώνει, το ξυπνητήρι ουρλιάζει, ο κόσμος εκεί έξω χρεοκοπεί. Ώρα για δουλειά.

Α.Θ