Άγγελοι στα μαδέρια



[…
ο Μάνος Ελευθερίου λέει πως ετούτο το τραγούδι, «Του κάτω κόσμου τα πουλιά» δεν τέλειωσαν ποτέ. Ανολοκλήρωτο περνά στην ιστορία. Και ίσως να χρειαστούν δεκατρείς ακόμη αιώνες για να μας χωρέσουν ετούτοι οι στίχοι…]

¥

[…Τις νύχτες του χειμώνα η ζωή κυλά με κάπως πιο αργούς ρυθμούς. Όταν θα γυρίσουν οι εποχές θα με θυμηθείς. Πώς θολώνουν τα τζάμια και πώς γερνούν οι δρόμοι έτσι ξαφνικά με δίχως ανθρώπους. Τελευταίος θόρυβος οι γρίλιες που κλείνουν, το φορτηγό που χάνεται στο βάθος και οι τσαλακωμένοι χάρτες σου. Μια τέτοια ώρα, έρχονται από όλους τους δρόμους οι φίλοι μας οι χαμένοι, λαμπρά μεταγωγικά της νύχτας, φορτωμένα χρόνια. Περνούν αργά κάτω από τα μπαλκόνια των εργατικών κατοικιών, μια στιγμή στέκονται και ύστερα ξεμακραίνουν αργά, άπιαστα πράγματα και φωτισμένα. Και εσύ μες στην κουζίνα να προσπαθείς να ζεστάνεις την ζωή σου. Και όλο θυμάσαι αγάπες και σπίτια μια φορά και έναν καιρό και η νύχτα – ξανά – που περνάει απ΄έξω με τ΄αργό το βήμα του φονιά. Ώρα σου καλή, Αγγελική]

¥

Θα σε ξαναδώ μια Κυριακή. Θα περιμένω τα λεωφορεία που φεύγουν από το αμαξοστάσιο. Θα φορώ καλοκαιρινό πουκαμισάκι. Στο τσεπάκι του η φωτογραφία από κάποιο γλεντάκι. Σεπτέμβρης του ΄ 80, ανάμεσα σε δραπέτες του ουρανού. Ασπρόμαυρα τα μεσημέρια, καμωμένα με το μολύβι και εντός σου οι συμφωνικές των χρωμάτων. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ακόμη όλα όσα θα συμβούν, μήτε τις καταρρακτώδεις τις βροχές που όλα θα τα σαρώσουν Αγγελική. Και το λεωφορείο να προχωρεί και στα τζάμια να σκαλίζω τα χρόνια με το δάχτυλο. Πέντε δεκαετίες που έχεις πνιγεί και εγώ που δεν σε ξεχνώ. Και κάθε τέτοια μέρα τραβώ για εκείνα τα μέρη βουβός και γερασμένος με τον μισό μου αιώνα να φέγγει στο προαύλιο του καιρού.

Κάθε τόσο το λεωφορείο σταματά. Κάποιος κατεβαίνει, χάνεται προς τη μεριά του καφενείου. Λίγο λίγο οι απώλειες αθροίζονται και εγώ που ταξιδεύω  μονάχος μου. Θα ΄ρθει η στιγμή που ο εισπράκτορας θα μου γνέψει για να μου ζητήσει πίσω όσα του χρωστώ στο τέλος, αντίτιμο μιας ολόκληρης ζωής. Τι σκάνδαλο ετούτη η ερημιά Αγγελική και εσύ που χάθηκες τόσα χρόνια σε μια τυφλή συχνότητα. Θα σε βρω να με περιμένεις στη βεράντα, ντυμένη κυριακάτικα. Φαγωμένη από την αρρώστια, με αγγέλους και άνθη στο φουστάνι σου. Θα κρατάς στο χέρι σου τα κλειδιά εκείνου του σπιτιού και θα με χαιρετάς τραβώντας μες στο όνειρο. Και θα ΄ναι απροσμέτρητη η απόσταση που χτίζει ο χρόνος στ΄ανάμεσά μας και θα ανεμίζουν σαν κουρέλια, τα σχέδια της ζωής σου που παρέμειναν ακατόρθωτα.

Πράσινα τα σπίτια, με παράδοξα φυτά κυκλωμένα. Εδώ δεν έχει φανεί άνθρωπος τόσα χρόνια και τον τόπο διαφεντεύουν τα φίδια. Κάτι σκουριασμένα πράγματα, βαλμένα μες στην ζωγραφιά που μελαγχολεί, δεν κάνουν καμιά διαφορά. Μονάχα το όνομά σου πλανιέται στον αέρα και μια μεγάλη καταστροφή, σαν αυτές που σημαδεύουν τις πολιτείες. Και τα δρομάκια, πένθιμα, ρομαντικά και στους τοίχους σβησμένα κομματικά συνθήματα. Και εσύ, καδραρισμένη, ωραία να παλιώνεις κάθε τόσο πάνω στις βεράντες. Θα έρθει μια μέρα που θα αναληφθείς στους ουρανούς και θα απομείνει μονάχα το σχήμα σου μες στο παλιό φουστάνι. Τότε και εγώ θα κλείσω μεμιάς όλους εκείνους τους λογαριασμούς που κρατώ ανοιχτούς μαζί σου. Θα πάρω το λεωφορείο της επιστροφής που έχει στο εσωτερικό του γλαφυρό και άφθαρτο το γνήσιο, λαϊκό αποτύπωμα της ζωής που χάνεται και αλλάζει και τελειώνει και ανθίζει σαν σώμα και από μια αποβάθρα της μνήμης μας γνέφει και μας χαιρετά.

Τι ζητάς εδώ κάτω. Πάνε χρόνια που φύγανε και οι τελευταίοι. Εδώ χάμω μας πνίξανε, δεν έχει άλλη ζωή εδώ. Μόνο κάτι φουστάνια απλωμένα σαν σημαίες θα δεις, πράγματα που κανείς δεν θυμήθηκε. Τώρα όλα παλιώνουν εδώ πέρα και πάνω στις πλάκες της σκεπής το μαύρο χάδι του καιρού. Έπειτα ο εισπράκτορας κάθισε στην θέση του και το λεωφορείο ξερόβηξε. Ο δρόμος ανοιχτός και πίσω μου οι τόποι που θα κόβουν για πάντα την ανάσα. Χλωμός ο δρόμος και η σκοτεινιά θειαφένια. Και στο βάθος η πόλη με τις εργατικές της κατοικίες, πλημμυρισμένη από τον κόπο της ζωής και άλλοτε με ένα αστείο πρόσωπο καθισμένη σε διασταυρώσεις, στις στάσεις των υπεραστικών και σε κατάκλειστα καφενεία.

Και εσύ Αγγελική, καταχωρημένη εδώ και καιρό μες στις τάξεις των πνιγμένων. Κανείς δεν σε θυμάται πια μόνο να, είναι φορές που έρχεσαι μες στο ονειρό μου και έπειτα χάνεσαι σαν ίσκιος. Και εγώ που βγαίνω μέσα από το παράθυρο του ύπνου σου όλο φωνάζω με ορθάνοιχτα τα μάτια μου σαν το κεφάλι ενός αλόγου που υποψιάζεται τον κίνδυνο και τη βροχή. Θα σε θυμάμαι, πετρωμένη στην καρέκλα της βεράντας, να λες προσευχές και να σε λούζει η κόκκινη λάμψη μιας δύσης. Θα ξανάρθω Αγγελική και θα βρω το κουράγιο, θα το δεις, να ανοίξω την περίφραξη που σκουριάζει τόσα χρόνια τώρα. Θα φτάσω ως μες στην κάμαρη και θα σε δω που κλαις. Και θα΄ναι τριγύρω τα χρόνια πνιγμένα πάνω στα μαδέρια σαν άγγελοι. Και θα έχω τόσα να σου πω, πράγματα μυθώδη από τη ζωή στις εργατικές κατοικίες. Και όλα τριγύρω, τα άγια, θα λογοδοτούν εμπρός στα πόδια μας.

Α.Θ