Ακάλυπτοι

Εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη ‘ρχόταν με την φωνή του Νιλ Ντάιαμοντ και ένα πιάνο. Κάθε φορά η ίδια ιστορία, όπως το μακρινό πια ´79, όταν ακόμη ο κόσμος είχε καρδιά. Και όμως, «κάτι ακόμη με κάνει να νιώθω το ίδιο όπως και τότε». Είναι τα τραγούδια, είναι τα τραγούδια. Και η ομορφιά σε μια φωτογραφία να λέει «πόσο μακριά φθάσαμε» κάποτε.

Το πρώτο πράγμα που θυμήθηκε ήταν ο χρόνος. Άκουσε το ουρλιαχτό του μες στο δωμάτιο της κουζίνας. Ένα ξύλινο ρολόι, με χρυσά μεγάλα νούμερα που καθόριζε συνηθισμένα και ασταμάτητα την περίφημη αυτή υπόθεση. Όλα τα άλλα έγιναν με έναν τρόπο καθαρού ενστίκτου. Δεν άναψε τα φώτα, μονάχα γλίστρησε σαν σκιά μες στο έρημο διαμέρισμα. Σκέφτηκε για μια στιγμή πως όλα τα πράγματα διαθέτουν μια μυστική ζωή και ίσως απόψε να μπορούσε να μάθει κάτι περισσότερο. Πέρασε εμπρός από την μικρή αποθήκη, τα βρήκε όλα στην θέση τους. Έπειτα το δωμάτιό του, φροντισμένο με όλα του τα υπάρχοντα τακτοποιημένα. 

Τώρα όλες οι αναμνήσεις έρχονταν στην επιφάνεια. Σε αυτό το ίδιο δωμάτιο πριν από λίγο καιρό ένας άλλος εαυτός του συγυρίζει. Σφυρίζοντας εύθυμα φτιάχνει την παλιά, λευκή βαλίτσα που εδώ και εκεί έχει ξεφτίσει. Μα είναι η βαλίτσα του, κάτι σαν κατοικίδιο που η προδοσία θα το σκότωνε μεμιάς. Προχώρησε στον διάδρομο με το παλιό μωσαϊκό, τώρα πια δεν φτιάχνουν έτσι τα σπίτια, άκουσε μια φωνή να μιλά από την μεριά με τις κορνίζες. Παλιά φοβόταν εκείνους τους ανθρώπους, οι θόρυβοι δοκίμαζαν το κουράγιο του. Μα τώρα πια φυλά για αυτούς μια τρυφερά στολισμένη γωνιά και σε αντίθεση με πριν, τώρα όταν τους ανακαλεί  εκείνοι φθάνουν κοντά του με τις καλύτερες προθέσεις. Και τότε παίρνει κουράγιο και έχει την εντύπωση πως εκείνο που σημαίνει περισσότερα είναι να σε θυμούνται πολλοί άνθρωποι, να παίρνουν κουράγιο από τον τρόπο που έζησες, από όσα δεν είπες και από όσα κατόρθωσες. 

Άφησε τα πράγματά του, υπήρχαν τόσα πολλά εγκλωβισμένα σε εκείνα τα δωμάτια. Και έτσι φθάνοντας στο μικρό, στενό του μπαλκονάκι που βλέπει ως το τέλος της πλατείας, σήκωσε τα ρολά και άνοιξε μεμιάς, ανήσυχος και απεγνωσμένος. Πρώτη ήταν η κουρτίνα που πήρε ζωή, έκανε να φύγει μα ήταν μονάχα ένα πέπλο στο πρόσωπο εκείνης της νύχτας. Κοίταξε την άλλη πλευρά της ζωής, περιηγήθηκε στον κόσμο του και τον βρήκε κάπως αλλαγμένο. Ήταν μονάχα λίγα φώτα αναμμένα και ίσως μες σε εκείνα τα διαμερίσματα να παιζόταν ένα δράμα πρώτης τάξεως. Ίσως για εκείνον που θέλει μια απάντηση, η μοναξιά περιγράφεται καλύτερα στα πρόσωπα εκείνων των ανθρώπων. Φαίνονταν μακρινοί, φιγούρες μες στα πράσινα φώτα, πρόχειρα φτιαγμένες από το χέρι ενός ζωγράφου που δεν θα μάθουμε ποτέ. Ο ήχος του ρολογιού που όλα τα γκρέμιζε δεν ακουγόταν πια, δίχως αυτό να σημαίνει πως όλα όσα αφορούσαν το χρόνο πάψανε για πάντα. Απλά, έτσι όπως στεκόταν στο μπαλκονάκι του ήταν τόσα λίγα εκείνα που μπορούσε πια να ακούσει, έξω από το ταμπούρλο της νύχτας που έδινε το βήμα και έπεφτε σαν βροχή, σαν μια παλιά μελωδία τζαζ που σκαρώνουν μερικές όμορφες καρδιές.

Γύρεψε κάτι από εκείνες τις στιγμές. Φεγγάρια και θαύματα και στοχαστικές ακρογιαλιές και όστρακα που ψιθυρίζουν μυστικά την πρώτη λέξη των ανθρώπων για την αγάπη. Φίλους και μεθυσμένες βραδιές και ξαστεριές και πνιγμένα αστέρια που πέφτουν για χάρη μας , εκεί έξω. Θυμήθηκε τα φωτεινά μεσημέρια, την άμμο που μετρούσε τον χρόνο, ήσυχα, γαλήνια, σιωπηλά σε εκείνες τις ομηρικές πατρίδες. Θυμήθηκε εκείνους τους κόσμους, τυλιγμένους  με κάτι παλιό και ερωτικό. 

Δεν υπήρχε τίποτε από εκείνο τον εαυτό του τώρα που το καλοκαίρι ρίχνει αυλαία. Και εκείνος, σαν τόσους άλλους, στο μικρό του έρκερ να ψάχνει έναν τρόπο για να συνεχίσει. Έτρεξε στο δωμάτιο και άνοιξε την βαλίτσα και έψαξε, – κανείς δεν θα πει ποτέ το αντίθετο – έψαξε μέχρι να ματώσουν τα χέρια του. Όμως δεν βρήκε τίποτε και αποφάσισε πως μια τέτοια νύχτα, όταν η απόγνωση δοκιμάζει τις αντοχές σου, η μόνη λύση είναι ένα άγριο μεθύσι. Σαν εκείνο που ζωγράφισε την πιο όμορφη Αμερική, Τσάρλι. 

Από τις τσέπες του έτρεξε λίγη άμμος. Την άκουσε σαν απαλό θρόισμα που αλάφρωνε κάπως την καρδιά του. Είχε ένα χρώμα υπόλευκο και κρυβόταν στο παλιό μωσαϊκό. Θα πρέπει να την άκουσαν και όλοι εκείνοι οι αθεράπευτα θλιμμένοι άνθρωποι και τα λιγοστά φυτά εκείνου του ακάλυπτου, επειδή κάτι άλλαξε στην στάση τους και ένα σωρό ανεξήγητοι θόρυβοι γεννήθηκαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή. 

Ώστε ήταν λοιπόν όλα αλήθεια. Οι τυχοδιωκτικές νύχτες, μια αίσθηση ελευθερίας που όμοιά της δεν θα μπορούσες να συναντήσεις πουθενά, εκείνο το πολύτιμο γαλάζιο που έκοβε σαν λεπίδα τα μάτια του. Ένα κορίτσι που θυμάται, μια νύχτα που δεν ήθελε να τελειώσει, η ξέφρενη ζωή που έβρισκε χίλιους τρόπους για να δηλώσει την παρουσία της μες σε κάθε νύχτα. Όλα ήταν εκεί, μαζί του, στο μπαλκονάκι του. 

Είχε μεθύσει πια και του ήταν αδύνατο να αντέξει άλλο από εκείνο το φτηνό ποτό. Η μουσική στα ηχεία είχε παλιώσει και οι στίχοι φθάνανε μπερδεμένοι, σε μια άγνωστη γλώσσα. Δεν θα την σκουπίσει την άμμο, θα την αφήσει πάνω στο παλιό μωσαϊκό ολόκληρο το χειμώνα. Ίσως την παρασύρουν οι βροχές του φθινοπώρου, ίσως πάλι να αντέξει τη διαδοχή των εποχών και την ξαναβρεί, σαν σχηματισμένο όστρακο, ικανό να αφηγηθεί την αγάπη και το άλλο καλοκαίρι.

Κράτησε όση αξιοπρέπεια μπορούσε για το τέλος και χάθηκε στον μικρό διάδρομο. Έπαιξε λίγο με τον ίσκιο του και θυμήθηκε κάτι λόγια, ίσως ήταν από τις επιστολές ενός ευαίσθητου ζωγράφου. «Δεν ξέρω αν εγώ είμαι ευαίσθητος ή η ζωή είναι αβάσταχτη». Και ο Αύγουστος που τελειώνει και εμείς καρφιτσωμένοι στις πολιτείες, να αδυνατούμε να πιστέψουμε πως οι γενναίοι αυτοκράτορες καμιά φορά πεθαίνουνε. Κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν οι σαιξπηρικοί βασιλιάδες πάνω στις πολεμίστρες τους, σκέφτηκε και έφυγε με μια θορυβώδη μοτοσικλέτα που χάλασε για λίγο τον κόσμο και πάει.

Α.Θ