Τρεις Φωνές


Μανόλης Αναγνωστάκης, Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Βαρβέρης.
θα τους βρεις να απαγγέλλουν,
μες στο ένδοξο αρχείο των φωνών
που μας χάρισε ετούτη εδώ η εποχή.
Όμως απόψε επανέρχονται δριμύτεροι
από ποτέ,
υπό τους φωτισμούς του Philip Glass.

Ι. Άκου Μανόλη, Μανόλης Αναγνωστάκης

[…Με τη φωνή του, σταθερή, δίχως μουσικές, σαν αποκάλυψη ενός μυστικού η φωνή του.
Χρόνια μετά η Μαρία Δημητριάδη θα πει αλλιώς το πώς και το γιατί.
Και εκείνη μόνο φωνή πια, δίχως σώμα…]

“Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις”


Μερικές φορές λογαριάζω πως είχε τόσο δίκιο ο ποιητής. Πως είναι ένα ζήτημα, ένα θέμα προσωπικής ευθύνης, στάσης, ηθικής το να παραδεχτείς την ήττα. Και πάλι να διαβείς το επόμενο πρωί τους σταθμούς, να περάσεις μέσα από το πλήθος, να αγωνιστείς, να πέσεις, να σηκωθείς, κουβαλώντας επάνω σου σωρούς στάχτες από καμμένα όνειρα. Είχε δίκιο ο ποιητής, μα κανείς δεν τον πίστεψε. Συνέχισαν όλοι την ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά κρατώντας στο πίσω μέρος του νου τους το τέλος της ιστορίας. Είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσεις, να διαβείς τις πληγές που σου δείχνουν οι αλλόφρονες, να ζήσεις μες στην πόλη που πέφτει κάθε μέρα με την ίδια, πικρή κατάκτηση, οι σωροί και τα φυλάκια που και αν τα σάρωσε ο καιρός, αφήσανε να χάσκει μεγαλειώδες τ΄αχνάρι της τσιμεντένιας βάσης. Σκοπεύσατε, πυρ και το ποίημα να σκίζει το κουκούλι του, να περνά μες στην διαπασών της εποχής μας, πεταλούδα να γίνεται, τ΄άπιαστο καθώς λένε.

Μόνο αυτό θα απομείνει. Λουλούδι αγροτικό στην πρώτη του νιότη, έγραψε κάποιος. Και η φιγούρα του Μανόλη Αναγνωστάκη να συστήνεται κάθε που ξυπνά η βαθύτερη ανάγκη, να συστήνεται στην γενιά μας. Με τους στίχους του που είναι περιουσία πια των μεγάλων τραγουδιών, με τον μαύρο, κοκάλινο σκελετό, τις κυκλικές κινήσεις των χεριών που υποστηρίζουν την σοφή μορφή, σταθμό του πιο ευαίσθητου στοχασμού μας μες σε καιρούς φαύλους και απερίγραπτους.

Η νύχτα πέφτει και εγώ Μανόλη που δεν παραδέχτηκα την ήττα, όπως ακριβώς το είπες κάπου κοντά στα 1980.

Την Κυριακή η πόλη θα πέσει και εκείνη. Εγώ, Μανόλη σε θυμάμαι δίχως ποτέ να σε έχω γνωρίσει, δίχως ποτέ, λιγότερο να σε έχω αγαπήσει. Σε ακούω από τις δεκαετίες να διαβάζεις τα ποιήματα που έγραψες με το μολύβι και με την ελπίδα. Σε ακούω που διαβάζεις και με εκείνο το μιλάτε, έτσι υπαινικτικά υπομνηματίζοντας όλο σου το φέρσιμο, ξέρω κιόλας πως είσαι ένας προφήτης που ιδέα δεν είχε για το θάρρος του. Μόνο ποιήματα έγραφες, μα δεν ήταν λίγο, να το θυμάσαι Μανόλη στα καφενεία που γυρνάς τ΄άλλου κόσμου. Εγώ σήμερα μπορώ να σου πως η πράξη σου μαρτυρά το θάρρος και την αθωότητα. Με αυτά κρατιέται μαγικός ετούτος ο κόσμος.

ΙΙ. Τα νεαρά άνθη, Τάσος Λειβαδίτης

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
(Σε περιμένω παντού, από τα Ποιήματα)

Με απασχόλησε πολύ αυτή η τελευταία πρόταση. Στην αρχή την συμμερίστηκα, κάπως άκριτα και πρόχειρα αφού μόλις πλάγιασα όλες οι αιτίες και οι αρμοί της είχαν σκορπίσει. Σηκώθηκα, μα η πόλη δεν είχε τίποτε να μου πει, έτσι νόμιζα.

Όμως την κρίσιμη στιγμή – έρχεται πάντα μια τέτοια, μες στη σιγαλιά συνήθως, ολότελα μυθιστορηματική – που τα πράγματα παίρνουν απτή σημασία. Και όλα εξηγούνται. Οι δυο τους περνούσαν από το δρόμο. Ο καθένας με το φορτίο του. Ο ένας ψηλός, με μια παλιά καμπαρτίνα και ένα καπέλο. Έσερνε πίσω του ένα καρότσι γεμάτο αταίριαστα πράγματα. Ανήκει καθώς φαίνεται στην καινούρια τάξη που γεννιέται τις νύχτες. Περαστική θα΄ναι και αυτή, όπως το λέει ο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Κάποια στιγμή ο άνδρας σταμάτησε. Έφτιαξε μερικά πράγματα πάνω στο καρότσι του και έβγαλε το καπέλο του. Σκούπισε το μέτωπό του με το μαντίλι και στάθηκε στα γόνατά του. Ο σκύλος ήρθε κοντά και τον μύρισε, τον γνώρισε και αφέθηκε στο χάδι του. Δεν υπήρχε άλλο από τους δυο τους σε ολόκληρη την πόλη. Ο άνδρας κοίταξε τρυφερά τον σκύλο.

Φτωχέ μου που σε έριξε η μοίρα σε μένα. Δεν θα΄ταν τύχη να ΄χες γεννηθεί σε ένα μεγάλο αγροτόσπιτο; Ή να σε είχαν αγαπήσει σε ένα ζεστό σπιτικό. Χειμώνες και καλοκαίρια έξω στο δρόμο, φτωχέ μου, πιστέ σύντροφε, λέξη δεν είπες. Και αν στενοχωριόσουν κανείς δεν το ήξερε και εσύ μονάχα, κοιτώντας το φεγγάρι, ξέρω τι έλεγες τότε, Θεέ μου απόψε πόσο ξέρω τι έλεγες τότε. Είναι ώρα να φύγεις. Δεν έχω τίποτε να σου δώσω. Μαζί μου θα πεθάνεις, θα φας το κεφάλι σου που λένε. Το θέλει κανένας αυτό; Εμ, δεν το θέλει.

Και όσο τα ΄λεγε αυτά έκλαιγαν μαζί του τα σοβαρά και μετρημένα κτίρια, έκλαιγε μαζί του το όρθιο φεγγάρι. Του καπετάνιου η σειρήνα κάπου τραγουδούσε πένθιμα. Πικρή ζωή που ΄φεγγε εμπρός μου, εκεί μες στην ερημιά. Και ήταν οι δυο τους, ο άνδρας και ο σκύλος, οι πιο μόνοι από τους ήρωες του κόσμου.

Φύγε, μπρος, δρόμο. Και ο σκύλος σαν να κατάλαβε πήρε τον δρόμο και γρύλιζε σαν να ΄λεγε αντίο. Έπειτα χάθηκε στην άκρη του δρόμου. Ο άνδρας τότε ήταν που έκλαψε πικρά. Μαζί του και εγώ.

Φαντάζομαι πως τώρα θα κατάλαβες τι κρατά νεαρές ακόμη εκείνες τις Βιολέτες, εκείνα τα Ποιήματα πώς αντέχουν, όσο εμείς περνούμε.

Λέξεις ως το 1988. Έπειτα, όλα γίνανε άστρα, μια όμορφη στιγμή.

ΙΙΙ. Τις νύχτες οι ζωγραφιές, Γιάννης Βαρβέρης

Ζω σ’ ένα δωμάτιο 
γεμάτο πίνακες ζωγραφικής 
που απεικονίζουν
θάλασσες.
Τη νύχτα νιώθω να με απορροφούν
μια δίνη πράσινη
ίσια στη νεκρή καρδιά τους
σαν μαχαίρι.
Ενδοιασμούς όμως η θάλασσα δεν έχει֗
κι εγώ δεν πάσχω από υποψίες.
(Η θάλασσα)

Πάνε μέρες που διάβασε το ποίημα. Και το είχε συγκρατήσει. Το ΄παιρνε μαζί του τα πρωινά, κάτω από το κολατσιό του το έκρυβε. Το θυμόταν στα φανάρια που αναβοσβήνουν βιαστικά, στα μάτια της νεαρής καλλονής που ανανεώνει κάτι τόσο παλιό όσο η οδό Ασκληπιού. Έπειτα συλλογιζόταν το δωμάτιό του, μια νεκρή φύση κάπου ψηλά πάνω από την πόλη. Θυμήθηκε, άγνωστο γιατί, τη μαρκίζα που όλα τα βάφει με κόκκινο του ιωδίου. Δεν τον ενοχλεί, αντιθέτως σπάζει τη μονοτονία μες σε τόση απουσία.
Βάζει το κλειδί στην πόρτα. Είναι αργά τ΄απόγευμα. Σε μια ώρα νυχτώνει. Το πήρε απόφαση. Θα αφεθεί στις ζωγραφιές. Ας πούμε, πως θα πει ναι με κάθε τρόπο στα ξυλογραφήματα του Προτέ και θα χαθεί μες στα δάση. Όπως το λέει το ποίημα, μα όχι από φόβο, όχι από φόβο.
Θα ταξιδέψει με εκείνη την τρομερή σχεδία ίσια στο θάνατο, θα σταθεί πίσω από την λάμπα και το βάζο της νυχτερινής Αθήνας που ασκεί μια κάποια γοητεία. Θα πάρει το γεύμα του στις φυλλωσιές, με νεαρές νύμφες στο γύρισμα του αιώνα. Και η ψυχή του θα ανήκει μια φορά και έναν καιρό στα αϊτινα κορίτσια του Γκωγκέν. Αν το θέλει η τύχη θα τον αγαπήσει και εκείνον ένα κορίτσι του χωριού με εκφραστικά, μεγάλα μάτια.
Έπειτα θυμήθηκε την ζωγραφιά του πράσινου πελάγους. Τα μέλη του παγώσανε και ένα ανατριχιαστικό ακόρντο χτύπησε στην ερημιά της νύχτας. Έσφιξε τον λαιμό του που στέγνωνε, νερά του κόβανε τα μάτια σαν γυαλιά. Όχι ποιητή, δεν έχω ενδοιασμούς και δεν υποψιάζομαι τίποτε. Ελεύθερα πλανιέμαι στη θάλασσά σου, ήσυχος, βέβαιος, ανήθικα γενναίος θα πει κανείς, μα με σίγουρη καρδιά πίστεψέ το. Και αν χαθώ θα΄ναι από μένα, μια στέρεη φλόγα που άναψε η ψυχή μου. Ύστερα, τον κέντρισε ο ρυθμός και παραδέχτηκε πως μπορεί κανείς από μια ιστορία να φθάσει ως την ποίηση και ως τον στοχασμό.

Α.Θ