Η Μαρία της Κοκκινιάς

[…καλύτερα να σ έλεγαν Μαρία και
να σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά…] 

Μάνος Ελευθερίου

Σηκώθηκε και επανέλαβε τις γνώριμες τις πράξεις μιας αρχαίας θαρρείς χορογραφίας. Ξυρίστηκε, βρίσκοντας τον εαυτό του κάπως πιο γερασμένο. Όλα τον περίμεναν μες στους καθρέφτες, ακλόνητα, πράγματα της ζωής του. Μονάχα εκείνος κάθε μέρα ξεμάκραινε, κάθε μέρα που περνούσε του φαινόταν πως όλο και βαθύτερα χανόταν μες σε εκείνες τις σκηνές. Αν ενώσεις όλες τις φωνές του κόσμου, θα φτιάξεις την ιστορία του. Και αν τραβήξεις μια μαχαιριά στα πέπλα της νύχτας θα δεις από τι υλικό είναι φτιαγμένος ο κόσμος του.

Φόρεσε τα καλά του γιατί αλλιώς δεν είναι Κυριακή ετούτη εδώ η μέρα. Λευκό πουκάμισο και μαύρο κοστούμι με γυαλισμένα τα παπούτσια και ένα λευκό μαντίλι. Στάθηκε στην μέση της κάμαρης του που ποτέ δεν μπόρεσε να την αγαπήσει. Κοίταξε για τελευταία φορά τα καπνισμένα κάδρα, τα μαραμένα τα λουλούδια που με ένα του άγγιγμα σκόνη θα γίνουν. Ακούμπησε με το χέρι του το τραπέζι, την πλάτη της καρέκλας, ψηλάφισε το εικόνισμα. Η Μαρία πριν χρόνια μες στην ανεμοζάλη του νησιού, καρδιά του καλοκαιριού και  ευαγγελισμός του έρωτα. Την άφησε στην θέση της, δεν θα την πάρει μαζί. Εδώ είναι το σπίτι σου Μαρία, της είπε και άναψε στην μνήμη της το δειλό καντήλι. Να΄χει να βλέπει στα χρόνια τα σκοτεινά που έρχονται. Ώρα σου καλή Μαρία είπε και από την πόρτα εισέβαλε το φως του πρωινού μαζί με τους θορύβους και τα αρώματα, με το αργό κελάρυσμα της μηχανής που δίνει κίνηση στις τροχαλίες της ανθρωπότητας. 

Πέρασε από τις γειτονιές που ξαποσταίνουν, καλημέρισε τους ασπριτζήδες που έχουν βαλθεί να ασβεστώσουν όλο τον κόσμο, τ΄άδικο να κάψουν μες στο πανάρχαιο υλικό τους. Είπε τ΄αντίο που αρμόζει στις πικροδάφνες. Και κάρφωσε μια στο πέτο του. Για την μνήμη Μαρία, είπε και προχώρησε ίσια προς τα χρόνια. Έξω από τον καφενέ οι φίλοι του τον αποχαιρετούσαν. 

Μα δεν είχε πια καιρό και είχε βαλθεί να προλάβει εκείνο το μολυβένιο σύννεφο που έπαιζε με τον ήλιο. Τι κουράγιο που θέλει να στυλωθεί η μέρα πάνω στο στερέωμα του κόσμου, σκέφτηκε μα τον διέκοπτε συνέχεια το θέμα της ομορφιάς. Όλα τα άφησε πίσω του, τους καφενέδες, τα λευκά παρτέρια, τα παιδιά που παριστάνουν τους στρατηγούς μοιράζοντας τους δρόμους ανάμεσα σε χαμένους και νικητές. 

Είδε στην εκκλησιά απ΄όξω τους μοιραίους αυτού του κόσμου. Είχαν το χέρι τους απλωμένο και έμοιαζαν πως γυρεύουν κάποιον την μοίρα τους να πει. Και έκλαιγαν τα παιδιά τους τριγύρω, με εκείνο το κλάμα που ΄γινε συνήθειο, βοή και σκόνη του δρόμου. Περνούσαν οι πιστοί, μα έξω από εδώ δεν έχει θεό, τ΄ακούς Μαρία; Έξω από εδώ δεν έχει Θεό, μονάχα χρόνια πένθιμα, άλογα κατάμαυρα που περνούν αργά, τραβώντας για τις αιωνιότητες. 

Και τότε την είδε, με τα πανιά της κάτασπρα, σωστό καραβάκι του αφρού. Δεν είχαν περάσει από επάνω της δέκα καλοκαίρια και ήταν παιδί. Έπαιζε και όλο τους κλήδονες ρωτούσε, ποια θα΄ταν τάχα η μοίρα της. Κανείς δεν αποκρίθηκε και έπειτα από τον έρημο δρόμο, φάνηκε κομματιασμένη και γύρω να πετούν σαν στάχτες λωρίδες από το χαλασμένο ύφασμα του χρόνου. 

Δεν είπα Μαρία γιατί δεν είχα χείλη, μονάχα μες στην ιστορία σου σε αντίκρισα από καιρό πια λησμονημένη. Είναι, είπα, τ’ αγροτικά λουλούδια στην πρώτη τους ηλικία που ψιθύρους μας εμπιστεύονται μυστικά. Δεν είπα Μαρία γιατί έχει εμπρός της μια ολόκληρη ζωή ανοίγεται. Χθες βράδυ δόθηκε χάρη σε κάποιο άστρο. Δεν είπα Μαρία καθώς γκρέμιζε πίσω της τους δρόμους, δεν είπα να μην το μάθουν εκείνοι που ΄παν πως ο έρωτας ποτέ δεν επιστρέφει. Από την Γρανάδα ως την καρδιά μου χτυπά σαν παλμός τ΄όνομά της. Μα εγώ, τίποτε δεν είπα. 

Άφησε το ναυτικό φυλλάδιο πάνω στο μεταλλικό τραπεζάκι. Επιτέλους, είχε φθάσει πια κάπου. Άγγελος πλανήθηκε ανάμεσα στα τραπέζια και του ΄δωσε να πιει. Ήταν νερό από το λίκνο του ποταμού. Αστήρ, Αμβέρσα, σαράντα χρόνια κάτω από γυάλινες λάμπες, στοιχειό της θύελλας. Χίλιες φορές Αριάδνη κοντά σου να΄χα μείνει καθώς η σκηνή επαναλαμβάνεται αδιάκοπα στους τηλεοπτικούς δέκτες. Ένα κορίτσι ποντίζεται από τον βράχο και δυο κατάμαυρα πανιά. Αν δεν πρόκειται για μομφή ή μια χαρτονένια κούκλα θα΄λεγε κανείς πως στο βάθος του γκρεμού την τραβά ο πειρασμός. 

Μα εγώ δεν είπα Μαρία, δεν είπα τίποτε. Σκούπισα το μέτωπό μου με το μαντήλι και είπα στον άγγελο τι γύρευα. Εκείνος επέστρεψε μετά από μια ολόκληρη ζωή. Κρατούσε στον δίσκο του γλυκό του κουταλιού και παγωμένο νερό. Για την νιότη είπα, κερασμένο από το μαγαζί. Οι  Λωτοφάγοι που τρυπώσανε από έναν άλλο μύθο υψώσανε  τα ποτήρια τους. Και το γιγάντιο, τ΄απόκοσμο σκυλί του μαγαζιού αλύχτησε απρόσμενα, συμμετέχοντας στην φιέστα, σαν να΄λεγε, για την λήθη Μαρία, για την λήθη.

Ήπιαν, θεέ μου πόσο ήπιαν εκείνη τη νύχτα. Χίλιες φορές κάποιος μετέωρος σηκωνόταν από την θέση του. Στα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα, έλεγε και όλοι πίνανε. Η ζωή μονάχη της, τότε γινόταν ο πιο στέρεος, ο πιο ακέραιος ανάμεσα τους, δεσμός. Μαρία.

Α.Θ