Αλυσίδες Χιονιού

*[…Εύχομαι να είχα γεννηθεί πριν από χιλιάδες χρόνια
εύχομαι να είχα κάποτε ταξιδέψει σε θάλασσες σκοτεινές
ναύτης σε ένα μεγάλο σκαρί
τραβώντας από ξηρά σε ξηρά
ντυμένος της ναυτοσύνης την στολή
και το πανωφόρι…]

*[Heroin / Lou Reed]

 

Τι απογοήτευση! Τι τραγωδία! Η ουρά έφθανε ως και ένα χιλιόμετρο. Περνούσε εμπρός από το σιδεράδικο, το καθαριστήριο, το κατάστημα των διεκπεραιώσεων, ένα ασφαλιστικό γραφείο, το καφενείο με τους θαμώνες σαν γκραβούρες εδώ και εκεί καρφωμένοι στις θέσεις τους. Από πότε, ως πότε, κανείς δεν ξέρει. Μα το θέμα μας είναι η ουρά, αυτή η ατέλειωτη σειρά που στρίβει προς την εκκλησία και περνάει από μέσα της για να εξέλθει μιας πόρτας πλαϊνής. Η ουρά τραβά ακόμη και αν ήταν προς τον ουρανό θα έφθανε για μια βόλτα ως το φεγγάρι που έτσι ξαπλωμένο θυμίζει παρατημένο  λεπίδι σε άδειο τραπέζι. Μερικοί καταστηματάρχες ζητούν ευγενικά από το πλήθος να αφήσει μια στάλα χώρο για τους πελάτες. Όλοι συναινούν και το μεγάλο φίδι του δρόμου σαλεύει σαν μια ετοιμόρροπη κατασκευή.

Μας έπιασε το ελληνικό δαιμόνιο, κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα έπρεπε να βηματίζει πιο γρήγορα το πράγμα, εγώ λέω πως τίποτε δεν θα γίνει, μου φάνηκε πως χιόνισε, τι παγωνιά, προσέξτε, αυτός εκεί ο κύριος όλο αλλάζει πόζα, βάζω στοίχημα πως θέλει να πάρει καλύτερη θέση, τυλιχτείτε καλά, θα πάρω δυο ζευγάρια, πού αυτά στην πόλη μας, δείξτε υπομονή, δεν βλέπω την ώρα για το μεσημεριανό τραπέζι, κάνουν κακό στα λάστιχα, ογδόντα ευρώ το πρόστιμο και άλλα τέτοια ακούγονται στις ατέλειωτες συζητήσεις που σηκώνονταν σαν μονότονος θόρυβος πάνω από την ουρά και τα χνώτα της. Όλοι τους περιμένουν την σειρά τους. Χρειάζονται αλυσίδες και κάθε τόσο προσεύχονται κάπως αυτοσχέδια, με κλειστά τα μάτια, για να μην χιονίσει. Όχι προτού αγοράσουν και αυτοί ένα ζευγάρι αλυσίδες χιονιού. Οι αστυνομικοί, με ύφος κακών των πιο γραφικών γουέστερν ακουμπούν με τρόπο πάνω στα καπό των οχημάτων τους. Κοιτάζουν με νόημα τους ανθρώπους στην σειρά και είναι σαν να τους υπόσχονται με την σειρά τους πως σε λίγο θα χιονίσει και τα πρόστιμα θα αρχίσουν να πέφτουν βροχή.

 Περιμένει και εκείνος με την σειρά του. Έχει χωθεί μες στο παλτό του και μονάχα τα μάτια του φαίνονται μέσα από το χειμωνιάτικο πανωφόρι του. Δεν θα μπορούσε να αρνηθεί την ευκαιρία. Σαν πήρε το αυτί του πως ο χιονιάς επελαύνει από στιγμή σε στιγμή, δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ζήτησε μια ολιγόωρη άδεια επικαλούμενος λόγους υγείας και έφυγε καρφί για κάποιο κατάστημα. Η κατάσταση τον αποκάρδιωσε κάπως μα σαν συλλογίστηκε την ευκαιρία να αγοράσει ένα ζευγάρι καινούριες αλυσίδες οι δεύτερες σκέψεις τον εγκατέλειψαν. Μολυβένιος ο καιρός και κάπως έτσι οι καρδιές των ανθρώπων τριγύρω. Μπορεί να τις διακρίνει κάτω από τα παλτά τους να χτυπάνε αργά και σταθερά, ολότελα παγωμένες, με ένα σφίξιμο κάθε τόσο, θαρρείς και το κρύο να δαγκώνει τις ψυχές τους.

 Τώρα βλέπει την είσοδο του μαγαζιού. Πάει να πει πως τραβάει για την τελική ευθεία, η καρδιά του ζεσταίνεται, σφίγγει τις γροθιές του μες στις τσέπες. Οι σφυγμοί του ανεβαίνουν, οι τυχεροί που τέλειωσαν περνούν εμπρός από την παγωμένη αναμονή με μια ικανοποίηση συγκαλυμμένη μα ξεκάθαρη. Σε λίγο θα φθάσει η σειρά του. Ρίχνει μια ματιά στην πόλη τριγύρω, παγώνει και εκείνη μα παραμένει τόσο τρομερή σε ομορφιά και ηλικία. Όλοι της οι δρόμοι οδηγούν προς την αιωνιότητα που θα διακόψει μια αρχιτεκτονική μελέτη. Μια μελέτη που θα μεταβάλλει για πάντα την πρόσοψη και θα χαράξει έναν νέο δρόμο στο παράξενο δίκτυο που σχηματίζει η ζωή με τις συναλλαγές, τις αποτυχίες και τις ευτυχίες της.

 

Τι χρειάζεστε;

 Αλυσίδες, απάντησε μέσα από τα δόντια του, δυο ζευγάρια αλυσίδες παρακαλώ.

 Μήπως καλύτερα να σας δώσω χιονολάστιχα; Είναι πιο εύκολα στην εφαρμογή και…

 Διέκοψε την υπάλληλο ευγενικά, με ένα καθώς πρέπει μειδίαμα. Αλυσίδες, θα προτιμούσα αλυσίδες.

Ακριβώς εκείνη την στιγμή πήρε να χιονίζει και μπορούσε κανείς να ακούσει τους τριγμούς στην σιωπή. Σταδιακά η πολιτεία άλλαζε όψη και ντυνόταν έναν ολόλευκο μανδύα. Λίγο ακόμη και τόνοι αθωότητας θα την θάψουν μες στα λάθη της, σκέφτηκε και αμέσως μετά θυμήθηκε τον παλιόφιλο Τσαρλς που κάποτε έγραψε πως οι πόλεις είναι φτιαγμένες για να σκοτώνουν. Κάθε συμπάθεια πήγε περίπατο. Άρπαξε τις αλυσίδες, επέστρεψε τα ρέστα και χάθηκε στο παράδοξο δίκτυο των αυτοσχέδιων δρόμων που φύονται γύρω από το κέντρο.

Κάπου σταματά, τακτοποιεί τις αλυσίδες του. Και έπειτα με απαλές κινήσεις, σαν χορογραφία σε πρώιμο στάδιο διδασκαλίας, με παύσεις και διορθωτικές κινήσεις τις φορά κάτω από το πουκάμισό του. Τις δένει σφιχτά γύρω από το στήθος και ως το ύψος του λαιμού του. Έπειτα ντύνεται πρόχειρα και φοράει το παλτό του. Οι αλυσίδες του αρπάζουν τους ώμους μα τίποτε δεν μαρτυρά τον πόνο που νιώθει. Τώρα επιτέλους μπορεί να χιονίσει. Μα ένας δειλός ήλιος κάνει την εμφάνισή του και ο βοριάς παρασέρνει σκισμένες συσκευασίες από χιονοαλυσίδες. Οι αστυνομικοί βρίζουν για την τύχη τους και ο ήλιος πατά στα πόδια του. Δεν τον νοιάζουν όλα αυτά, ο ίδιος νιώθει με έναν μεθυσμένο από την χαρά του άγγελο. Οι αλυσίδες του χρειάζονται σε κάθε καιρό, δίχως αυτές είναι αδύνατο πια να ζήσει.

Α.Θ