Τι να σημαίνουν όλα αυτά Έλσα;

 (Καρτ Ποστάλ από μια ολόχρυση Καλιφόρνια, από ένα μέρος που μήτε υπήρχε ποτέ. Τίποτε άλλο, σας λέω, έξω από την θαυμάσια και αφάνταστη σκηνογραφία της μεταπολίτευσης που γέννησε την Έλσα. Θαμπά φανάρια και τα ρέστα, ένας κόσμος δανεικός, όταν δεν θα τον χρειάζεσαι θα χαθεί. Όμως η Έλσα, όμως εκείνη είναι άλλο πράγμα, μια ιστορία κακού πυρετού που με δοκιμάζει από το ΄72.

Ανάβουν τα φώτα σε κάθε πλευρά, μια φιγούρα κοιτάζει, σαν να επιστρέφει γυρεύοντας αποδείξεις και παραλλαγές εκείνου του παλιού, καλού θέματος που γνώρισε.)

 

Εμπρός Έλσα, εμπρός κούκλα μου, και αν όλα έχουν αλλάξει θέση πια, οι δρόμοι σου ανήκουν.

 Κανέναν μην φοβάσαι, Έλσα είσαι θησαυρός, όποιος σε αντικρίσει αιώνια σε υπερασπίζεται.

Είσαι μια κούκλα κομμωτηρίου, ψηφίδα μες στο τέλειο μοντάζ της πόλης.

(σιγανά, όπως η ερμηνεύτρια και με ελευθερία, παραλείποντας με ήχους παιδικούς και αθώους τους γνώριμους στίχους, οι χορευτές τριγύρω σκορπίζουν σαν τα άστρα, η σκηνή μπορεί να μεταμορφωθεί στον παράδεισο που ζήτησε καθένας από εμάς.)

Μες στην ερημιά που σε αρπάζει Έλσα, βρες έναν τρόπο, μην χάσεις την επαφή σου με τα άστρα, ούρλιαζαν οι φίλοι δαγκώνοντας ευτυχισμένοι μεγάλα, αιώνια κομμάτια πρωινού.

(ακούγονται ήχοι μιας παρέας που γελά)

Εμπρός κορίτσι μου, γίνε λίγο μυθιστόρημα γεμάτο δάκρυ και γέλιο και ειδύλλιο.

Αν εσύ υπάρχεις, έστω σαν τραγούδι και έστω σαν ανάμνηση, τότε υπάρχει περίπτωση κάποτε να γκρεμιστεί αυτή η απαίσια σκαλωσιά.

Είσαι βλέπεις, το είδος εκείνο της ομορφιάς που μας θεραπεύει Έλσα.

(γλυκά, όπως πεθαίνει το απόγευμα και ας με κατηγορήσουν για ψεύτικα ρομάντζα. Άλλη σκηνή δεν έχει αυτός ο κόσμος)

Πίστεψέ με Έλσα και μην διστάζεις, επειδή κανείς δεν μπορεί να σου υπαγορεύσει τους στίχους του τραγουδιού που θα πεις.

Επειδή είσαι για την ακρίβεια το αιώνιο κορίτσι που κέρδισε το στοίχημα.

(τα φώτα που χαμηλώνουν, τα αυστηρά του βήματα που μιμούνται εκείνο τον χορό)

 Για σένα ακόμη και οι αιώνες που τίποτε δεν θυμούνται , θα έχουν μια κάποια ανάμνηση.

Εμπρός Έλσα, έχεις καμιά εκατοστή δρόμους να ανέβεις και όταν θα κλαις, εγώ θα είμαι εκεί Έλσα.

 Εμπρός κορίτσι μου διαλυμένος μες στο πολύχρωμο πλήθος, ένας και εγώ από τον φοβερό, τρελό στρατό εκεί έξω, Έλσα, που λευκαίνει σαν ατσάλι το φόντο.

(κρύβει το πρόσωπό του, λύνει την γραβάτα του, δανεική και αυτή σαν του Χαριτόπουλου, καθώς αποχωρεί τα φώτα σβήνουν ένας προς ένα πίσω του, σαν να κλειδώνουν πόρτες. Αυτά τα λόγια ποιος θα τα πει;)

 Και εδώ σταματώ, επειδή στενοχωριέμαι και επειδή κουράστηκα Έλσα να φοβάμαι κάθε νύχτα σαν βουλιαγμένος φάρος το τελευταίο κύμα Έλσα, το τελευταίο κύμα που επελαύνει και σε παίρνει μακριά.

(στα φιλμ της νιότης μας ο ήρωας έφευγε πάντα με το κορίτσι δικό του. Ήταν ευτυχισμένος, γιατί ποτέ δεν την είπαν Έλσα την δική του αγάπη. Και ακόμη, μια λεπτομέρεια, είχε, λέει, μάτια αμυγδαλωτά σαν μια ζωγραφισμένη κεφαλή.)

Α.Θ