Απόστολος Θηβαίος | Daily South

© Alex Webb

Τα προπλάσματα
Αυτού του κόσμου
Διαθέτουν σπάνια ηθική.
Παριστάνουν μυστικές φιγούρες,
 σπάνιες

 Σαν το θεριό
Που σπάραξε
Μέρα μεσημέρι
Από ψέμα
Τους Ιππόλυτους
Στις όχθες της
Επιδαύρου

 


Όσα δεν σαρώνει
Η ιστορία

 

Την αποψινή ιστορία μου την διηγήθηκε κάποιος περαστικός. Αράδιασε τα αδειανά του μπουκάλια και ύστερα, από μια μακρά σειρά σιωπών που φάνηκαν αιώνας, άρχισε να αφηγείται την ιστορία του, με εκείνον τον λυπημένο, ποταμίσιο τόνο του νότου.

 Τον έλεγαν Φράνκι και αν τον παρατηρούσες καλά, μπορούσες να διακρίνεις μακριές γραμμές από παλιό, πηγμένο αίμα. Αυτές οι ουλές είναι δίχως αμφιβολία οι πιο διαχρονικές σημαίες του νότου.

«Ακόμη τότε δεν είχα νιώσει στο πετσί μου το αβέβαιο και το πεπλανημένο της ζωής. Τριγύρναγα στις όχθες του ποταμιού, ξέγνοιαστος και θαρραλέος. Χαιρετούσα ξετρελαμένος από χαρά τους ατμοδρόμωνες που διέσχιζαν την κοίτη σαν σπάνια, αργόσυρτα ζώα. Στο καλό, στο καλό ταξιδιώτες του νότου. Έπειτα τρύπωνα στις καλαμιές και κάρφωνα το βλέμμα μου στον ουρανό. Εκεί συναντούσα τον Ρίνο, την μηχανή της εμπορικής αμαξοστοιχίας που κάνει να τρέμουν τα λιβάδια ως πέρα. Αναγνώριζα τα ατμόπλοια, τα δέντρα, το πρόσωπο της μάνας που ως γνωστόν, κάθε βράδυ άναβε στα βάθη του πηγαδιού. Αναγνώριζα έναν απέραντο ελεύθερο ορίζοντα και μερικά παράξενα πλάσματα. Όπως εκείνον την φιγούρα με την μορφή του ιέρακα που΄φερε περικεφαλαία με χρυσό όρος και κομμάτια σκουριασμένου κυανού. Τι να σημαίνουν όλα αυτά άραγε, κανείς δεν ξέρει.

Ύστερα ερχόταν η ώρα. Και τραβώντας τον δρόμο της όχθης πήγαινα προς τα παλιά υποστατικά. Μεσολαβούσαν οι βάλτοι με τα φυτά, τις νύμφες και τα οξύφωνα πλάσματα που φωνάζουν δυνατά στην νύχτα. Η τελευταία φθάνει από πέρα, με δίχως φουστάνι και πληγιασμένα πόδια. Είναι η νύχτα του νότου, υγρή και ζεστή όσο ποτέ, πελώρια όσο η προσευχή μιας πιστής καρδιάς. Τα παλιά υποστατικά είναι το τελευταίο σύνορο. Μετά ξεπηδούν οι επαύλεις των μεγαλεμπόρων με τα γεροδεμένα πουλάρια, τους βιολιστές και τα κορίτσια των κρινολίνων. Δουλεύω σαν διασκεδαστής σε εκείνα εκεί τα σπίτια. Πάει να πει σαν το ζητήσει ο αφέντης, εγώ χορεύω χτυπώντας τα πόδια μου στο καλογυαλισμένο ξύλο. Και προσποιούμαι πως είμαι ευτυχισμένος σαν ρίξουν στα πόδια μου δυο στάλες ασήμι. Τότε, λέω εκείνο το τραγουδάκι με στίχους σαν χαρακιές της βροχής που κάνει τους υπηρέτες τριγύρω να κλαίνε κάτω από τις ποδιές τους σαν την αδειανή προσευχή. Παριστάνω το χελιδόνι, τον πελαργό, το μικρό παιδί, την όρνιθα και ο ιδρώτας κομπιάζει τόπους τόπους, μην τύχει και κάτι πάει άσχημα και τότε, ποιος στ΄αλήθεια μπορεί να αντέξει την δυσαρέσκεια των καλεσμένων. Οι κυράδες με τα φορέματα σε ξινό, κίτρινο χρώμα με κοιτάνε υποτιμητικά, σκληρά και με περιφρονούν. Αν κάτι, αν κάτι λέω πάει στραβά, τότε, είμαι χαμένος και εγώ και τα γουστόζικα νούμερά μου. Κυρίες μου, συμπαθάτε με, μα είναι κάπως αργά και πέρα στις καλαμιές η στάθμη του νερού ανεβαίνει και αν δεν σας κακοκαρδίζω είναι πια η ώρα να πηγαίνω. Μα τι λέω; Δυο λευκοί άνδρες, οι νεότεροι από όλους σηκώνονται από τις θέσεις τους. Με δείχνουν και γελούν, εγώ εκτελώ με περισσότερο ζήλο τα ίδια νούμερα, ώσπου ένας από αυτούς βγάζει το καμτσίκι του και με χτυπά δυνατά στην πλάτη. Και εγώ που πασχίζω περισσότερο να μην δυσαρεστήσω τις κυρίες με τα επιδέξια φορέματα συλλογιέμαι πως όπου να΄ναι θα με βρει το κακό. Φέρνω λοιπόν τον νότο στο νου μου, απέραντα καλοκαίρια με βαθιές φωνές και μεσημέρια με την ζέστη να πέφτει σαν σφυριά. Και ζωγραφίζω στο πρόσωπό μου ένα χαμόγελο και το μεγαλώνω μυστικά μες στα χέρια για να μην χαθεί το όνειρο, όσο ο λευκός με χτυπά στα μεριά ολοένα και σκληρότερα. Οι γυναίκες που χασκογελούν, οι υπηρέτες που σερβίρουν το γλυκό λεμόνι και πονάνε κάτω από τις ποδιές τους, μερικοί λευκοί που κοιτούν το κενό, ρουφώντας το πιοτό τους με πάθος ώσπου να απομείνουν μικρές, ελαττωμένες δυνάμεις σε εκείνο το γιορτινό τραπέζι. Έπειτα με πετούν στους βάλτους. Λένε πως μπορεί και να πεθάνω εκεί έξω, όμως εγώ επαναλαμβάνω το παιχνίδι με τις μορφές του ουρανού. Πότε είμαι ένας προφήτης με παχιά γενειάδα, πότε πάνω από το κεφάλι μου περνούν μερικά κορίτσια με κατεβασμένα βλέμματα. Τότε λέω πως πεθαίνω μα ύστερα σκέφτομαι πως και η ψυχή έχει την σάρκα της. Και αυτή δεν φέρει κανένα σημάδι, μήτε οι λευκοί μπορούν να της κάνουν κακό. Ψαχουλεύω τις τσέπες μου, πιάνω το ασήμι που μου πλήρωσαν και το πετώ στους βάλτους. Τέτοια ώρα για εκείνον που γνωρίζει το βάθος αυτού του κόσμου, μετρά μονάχα η παγωνιά και η βραδινή μυρωδιά του καπνού.

Τίποτε άλλο δεν είπε. Σηκώθηκε αναστατωμένος και τράβηξε για την πόλη αφήνοντας παντού τριγύρω ανοιξιάτικα βήματα. Καθώς ξεμάκραινε η πεντάμορφη μέρα καλά κρατούσε. Σκέφτηκα, τι θλίψη θε μου κρατά το φρύδι του κόσμου εκεί έξω.

 Η ιστορία τελειώνει άδοξα ή μάλλον με τέλος βέβαιο. Όπως στις ταινίες το αγόρι φεύγει χαρούμενο στο κάδρο καθώς οι κυνηγοί το καταδιώκουν. Και είναι σχεδόν σίγουρο, όσο και το ότι θα΄ρθει μια νύχτα, που το αγόρι θα κείτεται νεκρό με σπασμένη την μέση του, αγναντεύοντας τους καινούριους λευκούς και τις καινούριες επαύλεις που΄χουν το αδιαπραγμάτευτο άλλοθι της πικρής παραδοχής και των χοροεσπερίδων, τίποτε άλλο.

Απόστολος Θηβαίος