Απόστολος Θηβαίος | Ζερόμ, δεν πρέπει ή πώς πεθαίνουν τα έργα;

© Bruce Davidson

Σκηνή από δραματικό έργο όπου κάποιος βασανίζεται από θεούς και ανθρώπους, ώσπου ν΄αρνηθεί τον εαυτό του. Η σκηνή δουλεύεται παράλληλα με άλλες, κάθε τόσο κάποιος φωνάζει, οι άλλοι ακούνε και ένα μικρό θραύσμα αθροίζεται στο έργο που πάντα ονειρεύονταν άθελά τους,  πεισματικά. Καμιά φορά κανείς απαντά άθελά του σε έναν άλλο ρόλο και οι ερωτευμένοι κοιτάζονται βαθιά, σαν να γνωρίζονταν, σταματούν τις προσπάθειές τους τις μάταιες και αντιμάχονται τον θάνατο και τις βουλές του σύμπαντος.  

Ίσως να πρόκειται για ένα απόσπασμα κλειδί στην εξέλιξη αυτού του έργου που δεν γεννήθηκε ακόμη. Ίσως πάλι τ΄απομεινάρι ενός μυθιστορήματος. Η χρήση του είναι απροσδιόριστη, εδώ δεν έχει Αριάδνες, μίτους, ο λαβύρινθος είναι επίμονος και σου κεντρίζει τα μάτια. 

Ακολουθεί μια αντιπροσωπευτική σκηνή. Λίγα έχω συγκρατήσει  απ΄την παλιά εκέινη φάρσα.

Σκηνικό επαρχιακών προαστίων. Μες στις λάσπες ένα καραβάνι. Φέρνει την αυτοκρατορική σφραγίδα της έκτακτης καταγωγής του και σταματά σε όλες τις πλατείες. Το κονβόι οδηγεί ένα αδυνατισμένο άλογο με πληγές στα μάγουλα και ψηλά στα πόδια, πίσω του το νεαρό πουλάρι, – για εκείνο υπάρχει ελπίδα-, οι γυναίκες, οι νάνοι, ένα ρημαγμένο λιοντάρι στο κλουβί με τα λινάρια στο πάτωμα, μπλεγμένα στην χαίτη του. Οι ακροβάτες βαδίζουν, ασκούνται στα χωράφια, σε σιδερένιους σκελετούς, οι ακροβάτες οδηγούν στ΄αλήθεια το καραβάνι. Η Πάρμα χιονισμένη, μια ερωτική απογοήτευση. Αν πουλήσουν τ΄αγόρι στους ανθρώπους του Πρίμα Βίστα έσωσαν την παρτίδα. Θα μπορούσαν να πάρουν τα ωραία τους ρίσκα, σαν πρώτα. Η Αγγελική, που αναγορεύτηκε αρχηγός μετά τον αιφνίδιο θάνατο του θεατρώνη, ζητά δυο χιλιάδες και βάλε δολάρια και ελπίζει στην ελεημοσύνη του κόσμου, που υποχωρεί πάντα στ΄αυθεντικό και ηρωικό δυστύχημα. Τον συνοδεύει. Τρεις κύριοι φθάνουν νευρικοί από το σαλόνι. Υποκλίνονται. Σαλόνι ονομάζουν το κέντρο της σκηνής. Μ΄όλους τους δυνατούς φωτισμούς ολοκληρώνεται ένα μικρό θαύμα, σε εκείνο ακτιβώς το σημείο. Κανένας δεν γελιέται την σήμερον ημέρα, η ομορφιά συνιστά την μόνη μας παραδοχή.

Έτσι Ζερόμ, δίχως να φοβάσαι. Έλα, μην τρέμεις, οι κύριοι έχουν έλθει για να σε θαυμάσουν. Τι κακό κάνει αν θέλουν από ευγνωμοσύνη να πληρώσουν Ζερόμ; ποιοι είμαστε εμείς για να τους χαλάσουμε την καρδιά τους, ποιος το ΄χει αυτό το δικαίωμα; ένα βήμα σε παρακαλώ. Και για μένα, για την καλή σου φίλη Ζερόμ, φόρεσε μια εορταστική έκφραση, σαν τότε που όλοι παρακαλούσαν για την τραγική σου καλοσύνη. Είσαι ένα ανυπεράσπιστο ζώο Ζερόμ, μονάχα εγώ μπορώ να σε βοηθήσω, αν με αφήσεις Ζερόμ μπορώ να κάνω θαύματα για σένα. Έλα, πιάσε το τραγούδι. Και άμα βγει η λέαινα, εκπαιδευμένη βέβαια και ταϊσμένη με αρκετά ηρεμιστικά, θα είναι ένα άκακο ζώο που μπορεί να σου κάνει ακόμη και το θέλημα.Κύριοι, δώστε την προσοχή σας εδώ. Ο Ζερόμ, που μεγάλωσε σαν παιδί μου, διαθέτει την φωνή των αηδονιών. Η κοιλάδα των δακρύων θα είναι μακριά πια για όποιαν ακούσει την φωνή του. Ωστόσο η ασχήμια του, αυτό είναι ένα φοβερό γεγονός, άξιο λόγου μάλιστα από μόνο του, αφού ο Ζερόμ, κοιτάξτε κύριοι, φανταστείτε τις νεαρές με τους συνοδούς τους που θα βγαίνουν δακρυσμένες, ω, απόψε θα κάνετε την χάρη στους κυρίους και ίσως κάποια θέλγητρα γίνουν δικά τους, με τον κατάλληλο χειρισμό. Μην με κατηγορήσετε, μα δύο χιλιάδες δολάρια, ούτε σεντ χαμηλότερα αποφέρει τούτος εδώ σ΄όποια πόλη φτάσουμε. Μα  τον θεό, με αυτόν εδώ μπορείς να κάνεις μια περιουσία. Και είναι άκακος, Ζερόμ πλησίασε τους κυρίους, είναι από το κρατικό θέατρο με την σπουδαία αίγλη, έφθασαν εδώ απόψε για σένα, φτιάξε τα μαλλιά σου, ω μα δεν είναι ώρα να παίξεις με την χαρτονένια πανοπλία, έλα τραγούδα, πιο δυνατά, να θυμάσαι ένα κομμάτι ξύλο αν δεν λογικευτείς, ακούς εκεί, να σε σέρνουμε, κοστίζεις σε φαγητό και απασχόληση, ακόμη και τις ανάγκες σου είμαστε αναγκασμένοι να φροντίζουμε, τραγούδα για τους κυρίους, μας δίνουν τα διπλά Ζερόμ, άντε καλέ μου, να ξεφύγω και εγώ απ΄τους δρόμους, είκοσι χρόνια τώρα δεν βρέθηκε κανείς για μένα, μήτε τόπος, όμως τώρα Ζερόμ, τραγούδα, σαν να ήταν αυτή όλη και όλη η φωνή σου.

Ο Ζερόμ, κάνει ένα βήμα, προφέρει κάτι συρμάτινες λέξεις που καταλήγουν στην λέξη Παρίσι. Έπειτα σφίγγει τον λαιμό της, όλο και δυνατότερα, ο λαιμός της κοντεύει να σπάσει στα δυο, η χαρτονένια πανοπλία κάτω στο πλάι του, το τελευταίο φουστάνι της η χαρτονένια πανοπλία με  τα προραφαηλιτικά σύμβολα. Οι κύριοι γυρνούν τις πλάτες τους, ένας  ένας αποχωρούν από το δωμάτιο, καθώς εκείνη γελά, σχεδόν νεκρή και ολότελα έκπληκτη αδυνατώντας να φανταστεί πως ετούτη η στιγμή που σας περιγράφω ήταν και η τελευταία για την άτυχη γυναίκα.  

Ο Ζερόμ φωνάζει τους κυρίους με τα μικρά τους ονόματα. Κανείς δεν αποκρίνεται, κανείς, το σαλόνι είναι νεκρό, δαν φτάνει κανένα σήμα απο τις τρεις και τέταρτο, όλοι ανησυχούν επειδή το φυλάκιό τους βρίσκεται κρυμένο μες στους θάμνους, μερικά μίλια εμπρός από την επιθετική γραμμή. Βέβαιος θάνατος σημαίνει η ζωή σ΄εκείνο το κλουβί για τον Ζερόμ που βρήκε στον πόλεμο την σωτηρία της ψυχής του. Φυσικά δεν τραγούδησε ποτέ και από αυτήν την άποψη η απώλεια υπήρξε πρωτίστως δική μας.Σκοτώθηκε από τους αντιπάλους ολμιστές. Βρέθηκε σφαγιασμένος κοντά στο φυλάκιο, τ΄απομεινάρια του βαφτίστηκαν κάτω από την σημαία του έθνους. Κανείς, ποτέ δεν έμαθε για το φοβερό ατύχημα, έκρυψε καλά εντός του την ιστορία του σπασμένου λαιμού. 

Στο φόντο εκείνη που πεθαίνει κρατώντας μονάχη τον λαιμό της, τρεις κύριοι σε τεράστια κλίμακα με μαύρα ευρωπαϊκά κοστούμια φέγγουν εντός της. Χάνονται σαν σήματα, στην θέση τους η ασύδοτη κραιπάλη. Κανένας καλός άνεμος δεν κυλά στο Μυδραλιοβόλα, αλγόριθμοι που τρέχουν ξέφρενοι σαν άλογα αγώνων απάνω στην τελική τους ευθεία, μητέρες συγκλονισμένες, η δυτική όχθη, τ΄άρμενα μες στα επικίνδυνα νερά, βορά στις σειρήνες και τους πειρατές.  

Το έργο τελειώνει απότομα. Το σκοτάδι στην σκηνή διαδέχεται μια εκτυφλωτική λάμψη από διαφημίσεις. Αναψυκτικά, κάρτες μνήμης, δισκέτες, μικροί Ελπήνορες, παιχνίδια με καταστροφικές ορμές, ανατρεπόμενα γκρεμισμένα τείχη, μικροί και μεγάλοι θάνατοι, η πόλη που γερνά γρήγορα, όλα παραλυτικά και ξέφρενα. Κάποιος φωνάζει “ευχαριστώ” και ζητά απ΄το κοινό να το ακολουθήσει ως την έξοδο.

Απόστολος Θηβαίος