Απόστολος Θηβαίος | Roman Blues

© Elliott Erwitt

Ο Καίσαρας είναι νεκρός. Ζήτω τα χιλιάδες αγόρια που κατοικούν στον σταθμό σε χαρτονένια σπίτια, ζήτω.

Ζήτω οι χιλιάδες αυτοκράτορες γυμνοί από μανδύες και θρόνους, στο έλεος του καινούριου αιώνα.

Ζήτω σ’ εκείνους που περνούν μεθυσμένοι με μαγιάτικα στεφάνια, ζήτω σ’ όσους  κοιμούνται στην σκιά των καιρών, χιλιάδες χρόνια ήρωες στα πανό που γράφεται η ιστορία αυτού του κόσμου.

Ζήτω στους Ελληνοσυρίους μάγους και τις μοναξιές των τερματικών σταθμών.

Παντού σκύβεις και η Ρώμη είναι εκεί. Σκύβεις και ο Πιερ Πάολο, και ένα ασπρόμαυρο φουστάνι στα νερά, πνιγμένοι βόστρυχοι στο ρομάντζο της ιταλικής εποποιίας και στάχτες. Βαριά φουστάνια εποχής, παντού θυσίες σ’ άγνωστους θεούς. Βρώμικες συναλλαγές, ποδόσφαιρο και κορίτσια μ’ άσεμνα ρούχα να καπνίζουν στους δρόμους, πρόστυχα. Ρωμαϊκό μου , ακριβό μου χάδι και πολιτεία της ανάμνησης, απαράμιλλο θαύμα αυτού του κόσμου. Χρόνια μελάνι, ο Βισκόντι κομψός στο Μιλάνο, χιλιάδες χιλιόμετρα βορειότερα Ντομέτι φίλε μου,  πίστεψέ με, μισοπιωμένο μούτρο, εννιά παρά κάτι, έτοιμο για φασαρίες, μια χαμένη ζωή, μπουκάλια και ανθρώπινη βιολογία πριν το χάραμα, μ’ ήχους λιμανίσιους και ξαφνικές μοτοσικλέτες.

Τέτοια ώρα τελειώνουν όλες οι εκκρεμότητες της νύχτας και η Ρώμη ξημερώνει με τις πλατείες της, με τους χιλιάδες γερασμένους φαύνους, με τις οδούς που οδηγούν ίσια στην καρδιά του Χριστού. Καθολική, με τον ρυθμό της και τις στρογγυλές αψίδες, τους ερωτιδείς που λιγότερο από όλους τους θεούς της τιμώρησε.

Ο Λουίτζι κατάγεται από το Λάτσιο. Όμως περνά τις μέρες και τις νύχτες του στην ρωμαϊκή συνοικία. Ο Λουίτσι και κάθε άλλο παιδί στην θέση, δεν συνιστούν παρά την Ρώμη που περνά σιγα στην μεγάλη ιστορία των πραγμάτων. Δουλειά του είναι να φορτώνει με επιβάτες τα μικρά, αυτοσχέδια ποταμόπλοια, με τους κισσούς και την πομπηιανή διάλεκτο.

Στρίβετε στην οδό Αργεντινής και έπειτα στην οδό Ντομίτσι, μην κοιτάτε πίσω σας τις φυλές του κόσμου να εξαντλούνται κάτω απ’ τ’ άγρυπνο μάτι του βιομηχανικού μας θαύματος. Κρατάτε το πρόσωπό σας σε μια ευθεία και μην διστάσετε κύριε, μην διστάσετε να μπείτε σ’ εκείνη την εκκλησία, να μπείτε σ’ εκείνη την κρύπτη, να μοιάσετε μ’ ένα σαπιοκάραβο που ‘χει χάσει τον δρόμο του και μια δίκαιη το προσμένει καταδίκη. Κύριε η Ρώμη διαθέτει όση έκταση απαιτείται και όση φαντασία αντέχετε. Ποιος σας λέει πως δεν γυρνούν σκιές όλοι οι παλιοί θεοί μες στην βαθιά νύχτα, με ντροπιασμένα χέρια που χάσανε τα πάντα. Μονάχα παλάτια αδειανά, υπουργεία, το νέο μοντέλο της Άλφα Ρομέο, δώδεκα, ξέφρενοι κύλινδροι κύριε, από το Τορίνο τα ελάσματα, όλες οι ραβδώσεις υπόθεση του Ούντινε με τον βαρύ, με τον βαρύ χειμώνα κορίτσι μου, φρόντισε να μείνεις λίγο παραπάνω, να διαβάσεις. Ξανά τους σταθμούς, τι έγινε με εκείνο το φιλί μας πριν την Νάπολη. Φεύγεις πάλι, μπορείς να είσαι καθεμιά απ’ αυτές που περνούν βιαστικές με κάτι πεθαμένα τραγούδια στα στόματά τους, τότε και τώρα το μεγάλο si που ποτέ δεν είπες, τα τραίνα σου που διασχίζουν τις συνοικίες σαν βέλος και σαν πρωινός χειμώνας. Κύριε μην διστάσετε να δοκιμάσετε τον ήχο από το μοτέρ της Άλφα Ρομέο, δώδεκα, αποστολικοί κύλινδροι, ροζάρια κρεμασμένα στα ξαφνικά περίπτερα. Αντζέλο, Μπεάτα, Κλαρίς, Καταρίνα, Ντομένικο, Τομάς, αγάλματα τότε και τώρα στην γραμμή των πέντε και τριάντα, πάνω απ’ τον Παζολίνι, – όπως το θέλησε- τώρα πετούν τα τρομερά πουλιά της νύχτας, φωτισμένα. Μέξικο, Σεβίλλη, Αθήνα, παλιές αυτοκρατορίες μου πού χαθήκατε, ποιο χώμα σκεπάζει τους  όμορφους Αντίνοους. Όλη μου η καρδιά δοσμένη στην νοσταλγία ενός χαμένου χρόνου. Τέτοια Ρώμη μπορώ να γίνω, τέτοιες ψυχές αναθρέφω, ζω μες στον κίνδυνο, τους έρωτες, τους παλιούς τίτλους.

Ένα υπέροχο φεγγάρι, πέτρινες βροχές, πραίτορες, τα μπλουζ της οδού Αμεντέο, μπλουζ παντού γύρω απ’ τα ολόλευκα μαλλιά μιας πολιτείας, γύρω απ’ τα χείλη της, μες στα χέρια της, χέρια του λαού που σταυρώνουν, πτώματα ονείρων και έκπτωτοι θεοί. Όλοι οι μυθικοί επιβάτες του πλοίου Ρώμη έχουν πια χαθεί μες σε φρικιαστικές δίνες. Στους ίδιους αυτούς χώρους, κάτω απ’ τα καλά φουστάνια της Κυριακής δεν πωλείται πια κανένας θεός. Κύριες και κύριοι, η πολιτεία με τ’ όνομα Ρώμη. Σπαραγμένοι θρόνοι, πεθαμένο αίμα. Εδώ δεν ζει τίποτε για να ακούσει και να ξυπνήσει. Η Ρώμη φαντάζει μια ιδέα, το παραλήρημα που τα μάτια μας πάντα απέφευγαν. Η Ρώμη, κύριες και κύριοι ήταν κάποτε πέτρινες βροχές.

Απόστολος Θηβαίος